ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Τι συμβαίνει με τη ρωσική πολεμική βιομηχανία;

Νέες μελέτες δείχνουν ότι η παραγωγή όπλων δυσχεραίνεται, οι εξαγωγές μειώνονται και οι απώλειες στην Ουκρανία είναι κρίσιμες

Δημήτρης Αθηνάκης

Φοβούνται ότι θα χάσουν τις δουλειές τους μετά το πέρας του πολέμου, αλλά δεν σταμάτησαν στιγμή να συμβάλλουν τα μέγιστα στη γραμμή παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Πρόκειται για τους εργαζομένους στη βιομηχανία όπλων της Ρωσίας, τους οποίους στα μέσα Ιανουαρίου είχε επισκεφθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν για να τους ενθαρρύνει και να τους καθησυχάσει.

«Η αμυντική μας βιομηχανία παράγει ετησίως περίπου τόσους πυραύλους αεράμυνας για διάφορους σκοπούς όσο παράγουν όλες οι στρατιωτικές βιομηχανίες στον κόσμο. Η παραγωγή μας είναι συγκρίσιμη με την παγκόσμια παραγωγή», είχε πει ο Ρώσος πρόεδρος, επισκεπτόμενος το εργοστάσιο Obukhov της Αγίας Πετρούπολης, της κρατικής εταιρείας Almaz-Antey που κατασκευάζει συστήματα αεράμυνας. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, όπως είχε μεταδώσει το Anadolu, δήλωσε ότι, μετά την αποχώρηση των δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, οι εγχώριες εταιρείες τις αντικατέστησαν με επιτυχία.

Φαίνεται, μάλιστα, ότι κάτι τέτοιο ισχύει – τουλάχιστον για τους πυραύλους, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του το μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων στην Ουκρανία τις τελευταίες ημέρες. Βέβαια, το γεγονός ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί πλέον τα υπερόπλα της –τους υπερηχητικούς πυραύλους Kinzhal– δείχνει ενδεχομένως ότι, αφενός, οι «συμβατικοί» πύραυλοί της εξαντλούνται και, αφετέρου, οι επίγειες δυνάμεις και ο εξοπλισμός που φέρουν υποχωρούν.

Ουκρανοί στρατιώτες κοιτάζουν να διασώσουν ό,τι μπορούν από εγκαταλελειμμένα ρωσικά άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα κοντά σε σημείο ελέγχου στα περίχωρα του Ιζιούμ. (©Ivor Prickett/The New York Times)

Σύμφωνα με το Eurasia Daily Monitor του Jamestown Foundation, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, αναπληρωτής πρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, ανακοίνωσε προ διμήνου νέα ομάδα που θα εποπτεύει την κατασκευή όπλων υψηλής προτεραιότητας. Ο Ρώσος πρώην πρόεδρος προειδοποίησε επίσης δημοσίως τους επικεφαλής των αμυντικών βιομηχανιών για την ποινική ευθύνη που θα προκύψει από περαιτέρω παραβιάσεις των συμβάσεων κατασκευής όπλων.

Την ίδια στιγμή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επέκρινε δημοσίως τον υπουργό Βιομηχανίας και Εμπορίου Ντένις Μαντούροφ σχετικά με τις καθυστερήσεις στην εκπλήρωση των συμβάσεων για στρατιωτικά και πολιτικά αεροσκάφη. Και ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν ανακοίνωσε ότι όλες οι προμήθειες που είχαν προγραμματιστεί να παραδοθούν στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις το 2022 πρέπει να παραδοθούν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 2023.

Από πλευράς του, ο Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ο ιδιοκτήτης της μισθοφορικής παραστρατιωτικής ομάδας Wagner, καλεί το Κρεμλίνο να του στείλει πυρομαχικά, αλλιώς, όπως λέει, δεν θα καταφέρει να συνεχίσει να πολεμάει για λογαριασμό του στην Ουκρανία.

Αντιμετωπίζει όντως πρόβλημα η στρατιωτική βιομηχανία της Ρωσίας;

Οι ρωσικές εξαγωγές μειώνονται

Παρότι δεν φαίνεται, προσώρας τουλάχιστον, να αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα στην εισβολή στην Ουκρανία, πρόσφατη έρευνα του Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI), που δημοσιεύθηκε προ εβδομάδος, δείχνει ότι αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα στις εξαγωγές όπλων, που εξ αντανακλάσεως θα δημιουργήσει, κατά τα φαινόμενα, ένα μεγάλο κενό στη χρηματοδότηση όχι μόνον του πολέμου αλλά και της ίδιας της οικονομίας.

Εξ όσων συνάγεται, οι λόγοι που υποχωρούν οι εξαγωγές όπλων είναι δύο: αφενός, οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της Δύσης και, αφετέρου, η γενικευμένη δυσπιστία των εισαγωγέων εξαιτίας ακριβώς των κυρώσεων και της διεθνούς απομόνωσης της Ρωσίας. Οπως γράφει το Newsweek, η βιομηχανία εξαγωγών όπλων της Ρωσίας –ιστορικά η δεύτερη πιο επικερδής στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες– φαίνεται να καταρρέει υπό το βάρος των τεχνολογικών αλλαγών, της διεθνούς πολιτικής απομόνωσης και του καταστροφικού πολέμου της στην Ουκρανία, σύμφωνα με νέα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο κορυφαίος παρατηρητής της παγκόσμιας βιομηχανίας όπλων, το SIPRI.

Μάλιστα, το SIPRI σημειώνει ότι έχει ήδη σημειωθεί υποχώρηση κατά 31% στις εξαγωγές όπλων την τελευταία πενταετία. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, το μερίδιο της Ρωσίας στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων μειώθηκε από 22% σε 16% μεταξύ 2018-2022, αφήνοντάς την πολύ πίσω από τις ΗΠΑ, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% των στρατιωτικών εξαγωγών, και μόνο λίγο μπροστά από τη Γαλλία, η οποία ήταν η πηγή του 11% των εξαγωγών όπλων κατά την τελευταία πενταετία.

Ηδη από τον περασμένο Αύγουστο, το Foreign Affairs σημείωνε ότι, αν και ο πλήρης αντίκτυπος των κυρώσεων μπορεί να μην είναι εμφανής, οι εν λόγω πιέσεις είναι πιθανό να έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ικανότητα της Ρωσίας να προβάλλει ισχύ στο εξωτερικό, ιδίως στη Μέση Ανατολή.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας και επικεφαλής του κόμματος Ενωμένη Ρωσία, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, δεύτερος αριστερά, επισκέπτεται το 61ο εργοστάσιο επισκευής τεθωρακισμένων στην Αγία Πετρούπολη, στις 10 Ιανουαρίου 2023. (©Ekaterina Shtukina, Sputnik Pool Photo via AP)

Η Μόσχα ανταγωνίζεται εδώ και καιρό τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη ως σημαντικός προμηθευτής προηγμένων όπλων και ανταλλακτικών στις αραβικές κυβερνήσεις. Παρά ταύτα, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να μειώσει την ικανότητά της να παραδίδει αξιόπιστα αυτά τα αγαθά για τα επόμενα χρόνια και ενδεχομένως για περισσότερο, ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσει η σύγκρουση.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σίμον Βέζεμαν, ανώτερος ερευνητής στο SIPRI, είπε στο Newsweek για την πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου, ότι «υπάρχουν διαφορετικά ζητήματα με τα οποία η Ρωσία έχει να παλέψει. Το ένα, φυσικά, είναι η πίεση από τις ΗΠΑ και άλλους –που ήδη συνεχίζεται από το 2014– προς τους δυνητικούς και τους υφιστάμενους πελάτες της Ρωσίας να σταματήσουν και να μην αγοράζουν ρωσικά όπλα, ενώ ταυτόχρονα τους προσφέρουν εναλλακτική τεχνολογία και εναλλακτικά όπλα. Το έκαναν πολύ έντονα με την Ινδία, αλλά το κάνουν και με άλλους. Το έκαναν με την Ινδονησία, που την οδήγησε να ακυρώσει μια παραγγελία ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών. Το έκαναν [οι ΗΠΑ] με την Αίγυπτο, όπου δεν το λένε τόσο ανοιχτά, αλλά η Αίγυπτος είχε μια παραγγελία μαχητικών αεροσκαφών από τη Ρωσία και αυτή ματαιώθηκε. Είναι αρκετά προφανές, θα έλεγα, ότι οι ΗΠΑ τούς πίεσαν».

Σύμφωνα με τους αναλυτές, πάντως, ακόμα κι αν η Μόσχα βρει τα χρήματα που χρειάζεται για να τροφοδοτήσει τη στρατιωτική της βιομηχανία, τα υποκείμενα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει δεν θα σώσουν την παρτίδα. Το Jamestown Foundation θεωρεί ότι, κατ’ αρχάς, το προσωπικό της εν λόγω βιομηχανίας δεν επαρκεί. «Ο κλάδος πάσχει από σοβαρό έλλειμμα προσωπικού. Το κενό αυτό εκτιμάται σε 400.000 εργαζομένους, δεδομένου ότι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στις ρωσικές αμυντικές εταιρείες ανέρχεται σε περίπου δύο εκατομμύρια άτομα. Επιπλέον, οι ρωσικές αρχές δεν μπόρεσαν να διορθώσουν την κατάσταση αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 και έκτοτε η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα είναι σε θέση να επιλύσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα αυτό στο ορατό μέλλον».

Το κενό στο απαραίτητο προσωπικό –σε συνδυασμό με τις κυρώσεις, τη διεθνή δυσπιστία απέναντι στην αξιοπιστία παράδοσης όπλων από τη Ρωσία και τον φόβο για τις αντιδράσεις της Δύσης στους πελάτες της Μόσχας– φαίνεται ότι επηρεάζει τη ρωσική στρατιωτική βιομηχανία και στον ρυθμό παραγωγής, ακόμα και των όπλων στα οποία θεωρείται πρωτοπόρος, όπως είναι τα βομβαρδιστικά Su-34, Tupolev Tu-160, Tu-22M3 και Tu-95MS, τα ελικόπτερα Ka-52 και οι πύραυλοι Tornado MLRS.

Οι ώς τώρα απώλειες της Ρωσίας

Με την Ουκρανία να ζητεί ξανά και ξανά άρματα μάχης Leopard 2 –από τη Γερμανία και αλλού–, η σημασία των τανκς στον πόλεμο φαντάζει ανυποχώρητα κρίσιμη. Η Ρωσία, από στοιχεία που δημοσιεύει και το International Institute for Strategic Studies (IISS), φαίνεται ότι έχει χάσει πάνω από τα μισά άρματα μάχης στον πόλεμο στην Ουκρανία.

Δημοσιεύματα της Washington Post και της Wall Street Journal δείχνουν ότι ενδέχεται να έχει χάσει το 50% σύγχρονων αρμάτων μάχης, όπως τα T-72B3 και T-72B3M, και ότι το απόθεμα των αρμάτων μάχης T-80BV/U έχει εξαντληθεί κατά τα δύο τρίτα, ενώ εκτιμάται ότι το σημερινό ρωσικό επιχειρησιακό απόθεμα αρμάτων μάχης ανέρχεται σε 1.800. Η Μόσχα προβλέπεται να έχει άλλα 5.000 άρματα σε αποθήκες, τα περισσότερα είναι χαμηλότερης ποιότητας και πολλά είναι πιθανό να είναι άχρηστα, σύμφωνα με το IISS. Το πιο σύγχρονο άρμα της Ρωσίας –το T-14 Armata– παραμένει σε δοκιμή, αναφέρει η ίδια έκθεση.

«Η βιομηχανική παραγωγή συνεχίζεται, αλλά παραμένει αργή, αναγκάζοντας τη Μόσχα να βασίζεται στα παλαιότερα αποθηκευμένα όπλα της», σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του IISS, Τζον Τσίπμαν, που επικαλείται η Washington Post.

Σύμφωνα, μάλιστα, με Αμερικανούς και Ουκρανούς αξιωματούχους, η Ρωσία μέχρι το τέλος του 2022 φαίνεται να έχει χάσει το 75% του βαρέος πυροβολικού της. Οι αξιωματούχοι, σύμφωνα με το CNN, δεν έχουν, εντούτοις, σαφή εξήγηση. Η Ρωσία μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο πυροβολικό της λόγω χαμηλών προμηθειών ή μπορεί το γεγονός να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επανεκτίμησης της τακτικής μπροστά στις επιτυχημένες ουκρανικές αντεπιθέσεις.

Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ο δραματικά μειωμένος ρυθμός του πυροβολικού μπορεί να υποδηλώνει ότι οι παρατεταμένες και σκληρές μάχες στην Ουκρανία είχαν σημαντική επίδραση και στον εφοδιασμό της Ρωσίας με συμβατικά όπλα. Μάλιστα, ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος των ΗΠΑ δήλωσε στο CNN ότι η Ρωσία αναγκάστηκε να καταφύγει σε βλήματα πυροβολικού 40 ετών, καθώς ο εφοδιασμός της με νέα πυρομαχικά μειώθηκε. Για τις ΗΠΑ, η χρήση υποβαθμισμένων πυρομαχικών, καθώς και η προσέγγιση του Κρεμλίνου σε χώρες όπως η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, ήταν ένα σημάδι των μειωμένων αποθεμάτων όπλων της Ρωσίας.

«Παραδίδουμε έγκαιρα και συχνά νωρίτερα»

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Rostec, Σεργκέι Τσεμέζοφ. (©Mikhail Klimentyev, Sputnik, Kremlin Pool Photo via AP)

Η ρωσική πλευρά εμφανίζεται αισιόδοξη και δεν είναι, όπως γράφεται, ενώπιον σοβαρών πληγμάτων στη στρατιωτική της βιομηχανία. Στις δημόσιες δηλώσεις τους, οι επικεφαλής των κατασκευαστριών εταιρειών αναφέρουν ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν για τη ρωσική πολεμική μηχανή.

Ο γενικός διευθυντής της Rostec, Σεργκέι Τσεμέζοφ, δηλώνει ότι «τα εργοστάσια της Rostec που εμπλέκονται στην εκπλήρωση κρατικών συμβάσεων εργάζονται σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο και το προσωπικό τους δείχνει αυτοθυσία και κατανόηση σε σχέση με τον αυξημένο φόρτο εργασίας», σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.

Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ δηλώνει ότι τα όπλα που κατασκευάζει η Ρωσία δεν είναι δυνατόν να αναχαιτιστούν από εκείνα της Δύσης, σημειώνοντας ότι είναι δύσκολο να ξεπεραστεί η Μόσχα στον σύγχρονο οπλισμό, απηχώντας τον Βλαντιμίρ Πούτιν που έχει επανειλημμένα δηλώσει, όπως αναφέρει ο Le Monde, ότι η Ρωσία αναπτύσσει νέους τύπους όπλων, συμπεριλαμβανομένων υπερηχητικών, για τα οποία τονίζει ότι μπορούν να παρακάμψουν όλα τα υπάρχοντα συστήματα πυραυλικής άμυνας.

Ο Ντένις Μαντούροφ, δε, αφού είχε ακούσει τα εξ αμάξης από τον Πούτιν, δήλωσε στο Interfax τον περασμένο μήνα, όπως λέει το Newsweek, ότι ένα «σημαντικό» μέρος των όπλων που παράγονται στη χώρα κατευθύνονται στα ουκρανικά πεδία μάχης. «Η προμήθειά τους είναι η απόλυτη προτεραιότητά μας, αλλά ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με τους εταίρους μας από φιλικές χώρες και να εκπληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση