Της Αλεξάνδρας Βουδούρη
Πόσο έτοιμη είναι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να αντιμετωπίσει την πολυεπίπεδη «πρόκληση», που συνιστά η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο; Η «αφωνία» –που σχετίζεται και με την πνευμονία, που την κράτησε μακριά από τις Βρυξέλλες τις προηγούμενες δύο εβδομάδες– θα λάβει «τέλος», καθώς όλοι αναμένουν πλέον τη στρατηγική της έναντι του νέου προέδρου των ΗΠΑ, που αναλαμβάνει καθήκοντα στις 20 Ιανουαρίου.
Η νέα πολιτική πραγματικότητα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ φέρνει ως προτεραιότητα για την πρόεδρο της Κομισιόν την αποφυγή ενός εμπορικού «πολέμου» με τις ΗΠΑ μέσω της «προσφοράς» διαφόρων συμφωνιών. «Η επόμενη προεδρία του Τραμπ θα είναι εντελώς διαφορετική. Ομως, ήδη γνωρίζουμε πώς προσεγγίζει τα πράγματα. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να του προσφέρουμε ευκαιρίες για συμφωνίες» τονίζει ανώτατη πηγή από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) που θεωρεί βέβαιο ότι αυτή θα είναι και η προσέγγιση της Φον ντερ Λάιεν.
Ομως, ακριβώς αυτή η προσέγγιση κάνει αρκετούς στις Βρυξέλλες να εκφράζουν ανησυχίες ότι η πρόεδρος ενδεχομένως να κάνει πίσω σε ό,τι αφορά την «ψηφιακή κυριαρχία» της Ε.Ε., προκειμένου να αποφύγει τον εμπορικό «πόλεμο» με τις ΗΠΑ. Δεν ήταν τυχαίος, άλλωστε, ο «βομβαρδισμός» επιστολών, που δέχθηκε τις τελευταίες ημέρες η Φον ντερ Λάιεν, από ομάδες ευρωβουλευτών (Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθερους και το ΕΛΚ), προκειμένου να εξηγήσει πώς θα απαντήσει στην εκστρατεία «αποσταθεροποίησης» του Ελον Μασκ, ιδιοκτήτη της πλατφόρμας X και πλέον δεξί «χέρι» του Τραμπ εναντίον των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και της ανοιχτής στήριξής του υπέρ ακροδεξιών κομμάτων, όπως η Εναλλακτική για την Ευρώπη (AfD). Πρόσφατα, άλλωστε, «φιλοξένησε» –ενόψει των γερμανικών εκλογών–την επικεφαλής της AfD Αλις Βάιντελ, σε συνέντευξη σε απευθείας μετάδοση μέσω της X. Η απουσία δημόσιας παρέμβασης από τη Φον ντερ Λάιεν θεωρήθηκε ύποπτη.
H καχυποψία, πάντως, έναντι αυτής της στρατηγικής ενισχύθηκε εσχάτως από την αποκάλυψη των Financial Times ότι η Κομισιόν επανεξετάζει τις σχετικές έρευνές της –στο πλαίσιο του νόμου για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA) και τις ψηφιακές αγορές (DMA)– έναντι τεχνολογικών κολοσσών όπως η Apple, Meta και Google, τη στιγμή, μάλιστα, που οι εταιρείες αυτές προτρέπουν τον Τραμπ να «παρέμβει» ενάντια στον χαρακτηριζόμενο «υπερβολικό ζήλο επιβολής νόμων» της Ε.Ε.» Αν και εκπρόσωπος της Κομισιόν ανέφερε ότι είναι σε εξέλιξη η διαδικασία αξιολόγησης των εν λόγω ερευνών και ότι δεν έχουν ληφθεί ακόμα σχετικές αποφάσεις, αρκετοί εκτιμούν ότι η προσέγγιση προσώρας είναι να «μην ερεθίσουν» την επερχόμενη αμερικανική διοίκηση.
Πριν από τη νίκη του Τραμπ, η Κομισιόν, μέσω του ρυθμιστικού πλαισίου της, είχε βάλει στο «στόχαστρο» τους τεχνολογικούς κολοσσούς. Μέσω, άλλωστε, της DΜΑ, που επιδιώκει να περιορίσει την κατάχρηση της ψηφιακής αγοράς από τις μεγάλες πλατφόρμες, εντάχθηκαν οι παραπάνω έρευνες τον περασμένο Μάρτιο για τις Apple, Google και Meta. Στο «οπλοστάσιο» της Ε.Ε. όμως είναι και η DSA, το νομικό «εργαλείο» πρόληψης και αντιμετώπισης παράνομων και επιβλαβών διαδικτυακών δραστηριοτήτων και της διάδοσης της παραπληροφόρησης.
Επί της ουσίας, η DSA αποτελεί το βασικό «όπλο» της Ε.Ε. ώστε να περιορίσει την «εκστρατεία» ευθείας «παρέμβασης» του Ελον Μασκ στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Το τελευταίο διάστημα, όμως, το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. έχει επικεντρωθεί κυρίως σε έρευνες, που αφορούν κινεζικές διαδικτυακές πλατφόρμες, όπως το Temu αλλά και το TikTok. Για το τελευταίο, η Κομισιόν ξεκίνησε πρόσφατα έρευνα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν απέτυχε να περιορίσει τυχόν «παρεμβάσεις» (διαφημίσεις, πληρωμένο πολιτικό περιεχόμενο) σε εκλογικές διαδικασίες, ιδίως, στις προεδρικές εκλογές της Ρουμανίας.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. δεν δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα για την πλατφόρμα του Μασκ, ενδεχομένως λόγω της επικείμενης πολιτικής αλλαγής στις ΗΠΑ. Θα είναι, όμως, πολιτικά αρκετά ριψοκίνδυνο για την πρόεδρο της Κομισιόν να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Τραμπ τους ρυθμιστικούς κανόνες της Ε.Ε. έναντι των τεχνολογικών κολοσσών. Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί η Χέδερ Γκράμπε, ανώτερη συνεργάτης του Bruegel στις Βρυξέλλες, «ο Τραμπ μειώνει δραματικά τον πήχυ μιας πολιτικά αποδεκτής συμπεριφοράς με επιπτώσεις πέραν των ΗΠΑ. Εκτός της υπονόμευσης των πολιτικών θεσμών των ΗΠΑ και της δημοκρατίας, ενθαρρύνει επίσης αυταρχικές συμπεριφορές σε ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά, η Ε.Ε. είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο, λόγω της φύσης της ως πολυεθνικού οργανισμού που βασίζεται στους νόμους. Εάν οι Ευρωπαίοι αφήσουν τις επιχειρήσεις να πιστεύουν ότι ο νόμος δεν έχει τόση αξία και η εφαρμογή του δεν είναι αυστηρή, τότε θα δημιουργηθεί αβεβαιότητα και θα ενθαρρυνθεί η διαφθορά».
Η Γαλλία έχει, πάντως, προειδοποιήσει την Κομισιόν ότι ίσως αναλάβουν πλέον οι εθνικές κυβερνήσεις την εφαρμογή των ψηφιακών νόμων, μετά και τη «χλιαρή» αντίδρασή της στην απόφαση του Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ιδιοκτήτη της Meta (Facebook, Instagram), να τερματίσει το πρόγραμμα fact-checking (έλεγχος εγκυρότητας περιεχομένου αναρτήσεων). Ο Ζούκερμπεργκ κάλεσε, μάλιστα, τον Τραμπ να εργαστεί «εναντίον κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, που επιτίθενται εναντίον των αμερικανικών εταιρειών» και κατηγόρησε ευθέως την Ε.Ε. ότι διαθέτει «αυξανόμενο αριθμό νόμων, που θεσμοποιούν τη λογοκρισία».
Τις κατηγορίες του διαψεύδει κατηγορηματικά η Γιον – Κουρτέν Στεφανί, ευρωβουλευτής (Renew) που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τους ψηφιακούς νόμους εκ μέρους του ευρωκοινοβουλίου. Η κ. Στεφανί τονίζει ότι «η Ε.Ε. δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκύψει στις ιδιοτροπίες δισεκατομμυριούχων, όπως ο Μασκ ή ο Ζούκερμπεργκ. Ο Μασκ χρησιμοποιεί το X ως προσωπικό πολιτικό όπλο, ενισχύοντας την παραπληροφόρηση και προωθώντας εξτρεμιστικό περιεχόμενο, ενώ ο Ζούκερμπεργκ υιοθετεί το playbook του Τραμπ για να προστατεύσει τη Meta από τη λογοδοσία». Η ίδια, άλλωστε, απέστειλε επιστολή στην πρόεδρο της Κομισιόν ως «έκκληση αφύπνισης: η DMA δεν μπορεί να κρατηθεί όμηρος στη βούληση των ολιγαρχών τεχνολογίας των ΗΠΑ». «Αγωνιστήκαμε σκληρά για να βεβαιωθούμε ότι καμία πλατφόρμα δεν είναι πάνω από τον νόμο, αλλά οι κανόνες δεν σημαίνουν τίποτα, εάν δεν έχουμε το θάρρος να τους επιβάλουμε» υπογραμμίζει.
Ακριβώς αυτό το «θάρρος» εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας εκτιμά ως βασική προϋπόθεση και ο Κριστόφ Γκαουγκόφσκι, ο Πολωνός υπουργός Ψηφιακών Υποθέσεων, η χώρα του οποίου ασκεί την τρέχουσα εξάμηνη προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. Σε σχετική ερώτηση της «Κ» ανέφερε ότι «η DSA κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Ηρθε, όμως, η ώρα εφαρμογής όσων έχουμε νομοθετήσει. Το πρόβλημα είναι το πολιτικό θάρρος». Για τη Χέδερ Γκράμπε, το «κλειδί» έναντι της τεχνολογικής «ολιγαρχίας» είναι η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. «Εάν η Ε.Ε. παραμείνει σταθερή και υπερασπιστεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο κανόνων, τότε θα περιοριστεί και η μετάδοση του τραμπισμού» τονίζει.