ΜΑΪΚΛ ΚΡΟΟΥΛΙ, ΣΤΙΒΕΝ ΕΡΛΑΝΓΚΕΡ / THE NEW YORK TIMES
Όταν ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν απείλησε να ασκήσει βέτο στην υποψηφιότητα της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, δυτικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν την αγανάκτησή τους, χωρίς ωστόσο να εκπλαγούν. Σε μια συμμαχία η οποία λειτουργεί με την αρχή της ομοφωνίας, ο Τούρκος ηγέτης αντιμετωπίζεται λίγο σαν ένοπλος ληστής. Το 2009 εμπόδισε τον διορισμό νέου γενικού γραμματέα από τη Δανία, υποστηρίζοντας ότι η Κοπεγχάγη είχε αποδεχθεί υπερβολικά ανεκτική στην υπόθεση των βλάσφημων σκίτσων του προφήτη και πολύ φιλική προς τους Κούρδους «τρομοκράτες». Χρειάσθηκαν ώρες προσεκτικών χειρισμών από δυτικούς ηγέτες και δέσμευση από μέρους του Ομπάμα ότι Τούρκος αξιωματούχος θα διοριζόταν σε θέση ευθύνης για να ικανοποιηθεί ο Ερντογάν.
Ύστερα από τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ το 2010, ο Τούρκος πρόεδρος εμπόδισε τη συνεργασία Ισραήλ – ΝΑΤΟ για έξι ολόκληρα χρόνια. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ερντογάν καθυστέρησε για μήνες το νατοϊκό σχέδιο για αμυντική ενίσχυση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης απέναντι στη Ρωσία, προφασιζόμενος πάλι τους Κούρδους αντάρτες και απαιτώντας από τη Συμμαχία να χαρακτηρίσει «τρομοκράτες» όσους πολεμούσαν στη Συρία. Το 2020, ο Ερντογάν έστειλε εξερευνητικό ωκεανογραφικό σκάφος, υποστηριζόμενο από πολεμικά αεροσκάφη, κοντά σε ελληνικά χωρικά ύδατα, αναζητώντας φυσικό αέριο. Η Γαλλία έστειλε ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή, για να στηρίξει την Ελλάδα. Σήμερα, ο Τούρκος ηγέτης επιλέγει πάλι παρεμποδιστικό ρόλο, επικαλούμενος για ακόμη μία φορά τους Κούρδους, κατηγορώντας Σουηδία και Φινλανδία για φιλικές σχέσεις με το κουρδικό αντάρτικο στη ΝΑ Τουρκία.
Η στάση του προέδρου υπενθυμίζει ότι παρότι το ΝΑΤΟ απέκτησε νέο σκοπό ζωής μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Συμμαχία πρέπει να ανέχεται στους κόλπους της έναν αυταρχικό ηγέτη, πρόθυμο να εκμεταλλεύεται το βέτο του για εσωτερικά πολιτικά οφέλη. Η κατάσταση αυτή εξυπηρετεί τους σκοπούς του Πούτιν, ο οποίος έχει προσεγγίσει τα τελευταία χρόνια τον Ερντογάν. Για τον Ρώσο ηγέτη, η απόρριψη της υποψηφιότητας Σουηδίας και Φινλανδίας θα αποτελούσε σημαντική νίκη. Το δίλημμα θα ήταν απλούστερο εάν η Τουρκία δεν ήταν τόσο σημαντική για τη Συμμαχία. Η χώρα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952, προσφέροντας στη Συμμαχία στρατηγική κυριαρχία στο σημείο ζεύξης Ευρώπης – Ασίας και τον έλεγχο των Δαρδανελλίων. Φιλοξενεί μεγάλη και σημαντική αμερικανική αεροπορική βάση, όπου αποθηκεύονται πυρηνικά όπλα.
Υπό τον Ερντογάν, όμως, η Τουρκία έγινε ένα πρόβλημα, που χρήζει διαχείρισης. Ο πρόεδρος αγόρασε ρωσικό πυραυλικό σύστημα, το οποίο αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ χαρακτηρίζουν μεγάλη απειλή για τα αμυντικά τους συστήματα, ενώ το 2019 εξαπέλυσε εισβολή περιορισμένης κλίμακας για να πολεμήσει τους Κούρδους στη βόρεια Συρία, παρότι αυτοί υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ στις επιχειρήσεις τους εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Οι αντιρρήσεις του Ερντογάν για την είσοδο Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ κάνουν πολλούς να σκέφτονται μήπως η Συμμαχία θα ήταν καλύτερη χωρίς την Τουρκία. Κάποια μέλη του Κογκρέσου, όπως ο Δημοκρατικός επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Μπομπ Μενέντεζ, έχουν πει ακριβώς αυτό. «Η Τουρκία του Ερντογάν δεν πρέπει και δεν μπορεί να θεωρείται σύμμαχος», είχε πει ο Μενέντεζ μετά την τουρκική εισβολή στη Συρία το 2019.
Το ΝΑΤΟ είναι, όμως, αμυντική συμμαχία και η Τουρκία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο. Δυτικοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η Τουρκία θα ήταν πιο επιβλαβής ως απογοητευμένο και περιθωριοποιημένο μέλος του ΝΑΤΟ, καθώς θα μπορούσε να προσεγγίσει τη Μόσχα.
Αναπάντητο παραμένει, όμως, το ερώτημα του τι θα εξευμένιζε τον Ερντογάν και θα τον έπειθε να στηρίξει την υποψηφιότητα Σουηδίας και Φινλανδίας. Ο πρόεδρος Μπάιντεν υπογράμμισε την αμερικανική στήριξη για την ένταξη των δύο χωρών στη Συμμαχία. Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι τελικά ο Ερντογάν δεν θα εμποδίσει την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών, αν και επιθυμεί να ρίξει φως στις ανησυχίες της Αγκυρας για την ασφάλεια της χώρας και να αντλήσει πολιτικό κεφάλαιο ενόψει των εκλογών του ερχόμενου έτους στη χώρα του.
Αλλοι πιστεύουν ότι ο Τούρκος ηγέτης αναζητάει ανταμοιβή από την Ουάσιγκτον. Ο Ερντογάν έχει εκφράσει την οργή του για τον αποκλεισμό της τουρκικής αεροπορικής βιομηχανίας από το πρόγραμμα αεροσκαφών F-35, μετά την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 το 2017. H Τουρκία πιέζει τώρα για την αγορά εκσυγχρονισμένων μαχητικών F-16, αντιμετωπίζοντας όμως σθεναρή αντίσταση από μέλη του Κογκρέσου, όπως ο γερουσιαστής Μενέντεζ. Ο Ερντογάν ενδέχεται επίσης να προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του Λευκού Οίκου. Ο Τούρκος πρόεδρος απολάμβανε άλλωστε θερμή σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ ο Τζο Μπάιντεν μοιάζει να τον κρατάει σε απόσταση.
Ο Τούρκος αναλυτής Εμρέ Πεκέρ, του Ινστιτούτου Eurasia Group στο Λονδίνο, εκτιμά ότι μια συμφωνία είναι εφικτή μεταξύ Τουρκίας και σκανδιναβικών χωρών πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ τον ερχόμενο μήνα στη Μαδρίτη. Ο Μπάιντεν θα πρέπει, σύμφωνα πάντα με τους αναλυτές, να απευθύνει συμβολικό νεύμα στον Ερντογάν, ικανοποιώντας κάποιο από τα πολλά αιτήματα του Τούρκου προέδρου, όπως είχε κάνει ο Ομπάμα το 2009 για να εξασφαλίσει την εκλογή του Ανερς Φο Ράσμουσεν ως γενικού γραμματέα. Μιλώντας την περασμένη εβδομάδα σε ινστιτούτο της Ουάσιγκτον, ο Ανταν Σμιθ, Δημοκρατικό μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και επικεφαλής της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής, άφησε να εννοηθεί ότι η ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας είναι τόσο σημαντική, που ίσως να απαιτούσε την ενεργή εμπλοκή των ΗΠΑ. «Πρέπει να καθίσουμε κάτω και να συμφωνήσουμε, και πρέπει να το κάνουμε τώρα», είπε ο κ. Σμιθ.