Kathimerini.gr
Βασίλης Κωστούλας
Οζγκούρ Ουνλουχισαρσικλί - Διευθυντής στο Γραφείο της Άγκυρας, The German Marshall Fund of the United States
H δύναμη της πόλωσης
Με τον Ερντογάν να απέχει μόλις 0,5% από τη νίκη, είναι μάλλον απίθανο για τον Κιλιτσντάρογλου να γυρίσει το παιχνίδι. Στην περίπτωση των τουρκικών εκλογών επικράτησε τελικά η δύναμη της πόλωσης και της πολιτικής ταυτότητας. Σε οποιαδήποτε χώρα οι περισσότεροι ψηφοφόροι ψηφίζουν με το συναίσθημα, με βάση την κοινωνική τους ταυτότητα. Εάν λοιπόν εκλεγεί ο Ερντογάν, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι θα κυβερνάει χωρίς αντίπαλο. Κύριο μέλημά του θα είναι η μετάβαση της εξουσίας στον επόμενο ηγέτη του κόμματός του. Στο μεταξύ, θα χρειαστεί να διαχειριστεί μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, την οποία ο ίδιος προκάλεσε. Πιθανώς θα παραμείνει σκληρός στο εσωτερικό, για να διατηρήσει την κυριαρχία του ενόψει της μετάβασης, αλλά πιο ρεαλιστής στην εξωτερική πολιτική, ώστε να έχει πρόσβαση σε διεθνή κεφάλαια. Ο Ερντογάν βρισκόταν σε διαδικασία αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής του ήδη πριν από τις εκλογές, κυρίως λόγω της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας. Μπορεί να δούμε περαιτέρω αλλαγές, αν η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφασίσει να εμπλακεί πιο στενά με τον Ερντογάν μετά τις εκλογές. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν οι δύο χώρες θα ήταν σε θέση να γεφυρώσουν τις διαφορές τους στο άμεσο μέλλον, αυτό θα ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Ωστόσο, η Ιστορία δείχνει ότι η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να διατηρήσουν εποικοδομητικές σχέσεις μόνο όταν το επιλέξουν και οι δύο. Πιστεύω ότι αφού θα έχουν μείνει πίσω οι κρίσιμες εκλογές και στις δύο χώρες, μπορεί να δούμε μια περίοδο εποικοδομητικών σχέσεων.
Aλαν Μακόφσκι - Ανώτερος συνεργάτης εθνικής ασφαλείας και διεθνούς πολιτικής, Center for American Progress
Αυταρχισμός μέσα, ευελιξία έξω
Στα μονοπρόσωπα καθεστώτα είναι πάντα δύσκολο να κάνεις προβλέψεις. Ωστόσο, υποθέτοντας ότι ο Ερντογάν θα νικήσει στον δεύτερο γύρο, θα αισθανθεί δικαιωμένος τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική του πολιτική. Στο εσωτερικό, είναι σχεδόν βέβαια τα περαιτέρω αυταρχικά μέτρα που στοχεύουν στη φίμωση των αντιπάλων του. Στην εξωτερική πολιτική, δεν θα έχει καμία διάθεση να φτιάξει τις σχέσεις του με τη Δύση, όντας εξοργισμένος από την αντίληψη ότι η Δύση υποστήριξε τον Κιλιτσντάρογλου. Θα συνεχίσει ενστικτωδώς με την ολίσθηση της Τουρκίας προς την ουδετερότητα, χωρίς όμως να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Σημειωτέον, πρόσφατα διαβεβαίωσε ότι «οι σχέσεις μας με τη Ρωσία δεν είναι λιγότερο σημαντικές από τις σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ομως, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την επιδείνωση της οικονομίας του και δεν θα μπορεί να υπολογίζει επ’ αόριστον στη γενναιοδωρία της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας. Η Δύση εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Τουρκίας και την κύρια πηγή άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η πραγματικότητα ίσως αναδείξει την πραγματιστική πλευρά του Ερντογάν. Στο μεταξύ, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας, είναι πιθανό να διατηρήσει τη μετασεισμική ηρεμία με την Ελλάδα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και χωρίς να κάνει κάποια παραχώρηση στις διεκδικήσεις του, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Οσον αφορά την Κύπρο, πιθανώς δεν θα υπάρξει υποχώρηση από την πολιτική της «λύσης των δύο κρατών». Η επιστροφή στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό είναι απίθανη. Γενικότερα, ο Ερντογάν είναι απρόβλεπτος και θα αλλάξει πορεία προς οποιαδήποτε κατεύθυνση αν κρίνει ότι είναι προς το ευρύτερο συμφέρον του.
Χακάν Ακμπάς - Ανώτερος σύμβουλος Albright Stonebridge Group
Η ένταση ψηλά
Η Τουρκία έχει σαφώς κινηθεί περισσότερο προς τον ακροδεξιό εθνικισμό και τον συντηρητισμό, που αντιπροσωπεύουν πλέον τα 2/3 του τουρκικού κοινοβουλίου. Εάν τελικά ο πρόεδρος Ερντογάν κερδίσει τις εκλογές, το πιθανότερο είναι να συνεχιστούν οι τελευταίες πρωτοβουλίες του στην εξωτερική πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, η διπλωματία με πρώην περιφερειακούς αντιπάλους, όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Επιπλέον, η διατήρηση μιας φιλοουκρανικής στάσης, χωρίς όμως να είναι αντιρωσική στάση. Επειτα από μια μακρά περίοδο περιφερειακής απομόνωσης –απότοκη μιας ιδιαίτερα δυναμικής περιφερειακής πολιτικής, ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο– ο Ερντογάν έδωσε πρόσφατα προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση των σχέσεων με τους περιφερειακούς γείτονες της Τουρκίας, με στόχο να προσελκύσει οικονομική υποστήριξη για την τουρκική οικονομία. Η διπλωματία των σεισμών βοήθησε περαιτέρω προς αυτή την κατεύθυνση. Τα τελευταία δύο χρόνια η Τουρκία έχει ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, φλερτάροντας επιθετικά με την προσέλκυση επενδύσεων από τον Κόλπο, ώστε να ενισχύσει την οικονομία της. Η απελευθέρωση της βίζας, η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και το μεταναστευτικό θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην ατζέντα μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια προεδρία του Κιλιτσντάρογλου πιθανότατα θα οδηγούσε σε μια πιο ισορροπημένη σχέση με τη Δύση, σε λιγότερο συναλλακτικό και μαχητικό τόνο. Ο Κιλιτσντάρογλου είχε άλλωστε γνωστοποιήσει την πρόθεση να εκπληρώσει όλα τα κριτήρια προκειμένου να εξασφαλίσει την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Πάντως, ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί, στο τέλος της ημέρας, το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχιστούν οι εδαφικές διαμάχες της Τουρκίας και οι υψηλές εντάσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Μπερκ Eζεν - Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sabanci της Κωνσταντινούπολης
Προς μια «άβολη» ειρήνη
Με την υποστήριξη του κράτους και την ώθηση ενός αυταρχικού καθεστώτος, ο Ερντογάν ήταν φαβορί ήδη πριν από τον πρώτο γύρο. Υπάρχει η απαισιόδοξη ανάγνωση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα τονίσει ακόμη περισσότερο τα απολυταρχικά χαρακτηριστικά της ηγεσίας του Ερντογάν. Αυτή είναι πράγματι μια πιθανότητα, με την αντιπολίτευση να έχει αποδυναμωθεί ιδιαίτερα λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ηγεσίας της. Παρεμπιπτόντως, δεν νομίζω ότι ο Κιλιτσντάρογλου θα μπορέσει να διατηρήσει πλέον τη θέση του. Πάντως, οι τοπικές εκλογές το 2024 θα είναι ένα ενδιαφέρον τεστ για τον Ερντογάν, ο οποίος για πρώτη φορά δεν πέτυχε το 50% των ψήφων από τον πρώτο γύρο. Η Τουρκία είναι ακόμη αντιμέτωπη με οικονομική κρίση και ο ίδιος συχνά δείχνει καταβεβλημένος με προβλήματα υγείας. Αποτελεί ερώτημα αν θα έχει τα αποθέματα να εξαντλήσει τη νέα θητεία του. Στην εξωτερική πολιτική θα προσπαθήσει να έχει οφέλη και από τη Ρωσία και από τη Δύση, από την οποία θα χρειαστεί στήριξη. Πιθανώς θα χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης τόσο το ουκρανικό όσο και το μεταναστευτικό. Στις σχέσεις με την Ελλάδα, μάλλον αναμένεται μία από τα ίδια. Η διπλωματία των σεισμών, η οποία δεν ήταν τόσο δυναμική όσο την είδαμε το 1999, το πιθανότερο δεν θα συνεχιστεί. Σημειωτέον, η εξωτερική πολιτική δεν ασκείται αποκλειστικά από τον Ερντογάν, αλλά και από μια ομάδα ανθρώπων γύρω του, η οποία ασκεί πολιτική με βάση και εσωτερικούς σκοπούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Δεν θα πρέπει να αναμένει κανείς αύξηση της έντασης, αλλά ούτε και ουσιαστική πρόοδο. Μία «άβολη» ειρήνη ανάμεσα στις δύο χώρες είναι το επικρατέστερο σενάριο.