Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Ο Τζο Μπάιντεν προειδοποιούσε εδώ και ενάμιση μήνα ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε αποφασίσει σαρωτική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά οι κυβερνήσεις στη Δυτική Ευρώπη τον έβλεπαν περίπου σαν τον ψεύτη βοσκό. Τον ίδιο σκεπτικισμό τρέφαμε και οι περισσότεροι από το σινάφι των δημοσιολογούντων. Τα ελαφρυντικά είναι προφανή, με δεδομένη την προϊστορία της Ουάσιγκτον στην παραπληροφόρηση, με τελευταίο κρίκο τα περί όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν. Ολα αυτά, όμως, δεν αλλάζουν στο ελάχιστο την πικρή πραγματικότητα: για πρώτη φορά στον αιώνα μας η Ευρώπη γίνεται πεδίο πολεμικής σύγκρουσης ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη σε έκταση χώρες της ηπείρου, πράγματα που θεωρούσαμε ότι ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Τραγωδία ναι, πρωτοφανής όχι. Οι πόλεμοι του ΝΑΤΟ τη δεκαετία του ’90, σε ό,τι είχε απομείνει από την ιστορική Γιουγκοσλαβία, ήταν οι πρώτοι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που άλλαξαν βίαια τα σύνορα στην Ευρώπη για να φτιάξουν ασταθή προτεκτοράτα. Αυτό όμως σε τίποτα δεν μετριάζει τις ιστορικές ευθύνες του Ρώσου προέδρου για την απόφασή του να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Το καίριο ερώτημα είναι γιατί φτάσαμε έως εδώ και αφορά κυρίως τους δύο πρωταγωνιστές της σύγκρουσης, τον Τζο Μπάιντεν και τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Αμερικανός ηγέτης εμφανίζεται δικαιωμένος στις προβλέψεις του, αλλά εγκαλείται για το γεγονός ότι, ενώ έβλεπε πού οδηγούνται τα πράγματα, δεν κατάφερε να αποτρέψει τα χειρότερα. Από τις 17 Δεκεμβρίου ο Πούτιν του είχε καταστήσει σαφές ότι δεν επρόκειτο να δεχτεί μια Ουκρανία ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ, με πυραύλους Τόμαχοκ που θα μπορούν να πλήξουν μέσα σε μισή ώρα τη Μόσχα.
Ανίσχυρη πολιτικά και στρατιωτικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να συμπιεστεί ανάμεσα στα συγκρουόμενα μεγα-κράτη των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας.
Εάν ήθελε όντως να σταματήσει την εισβολή του Πούτιν, ο Τζο Μπάιντεν είχε μια προφανή λύση: να πείσει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι να εφαρμόσει τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Μινσκ, παραχωρώντας αυτονομία στους ρωσόφωνους του Ντονμπάς και να «παγώσει» το αίτημά του για ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που για πολλούς λόγους (διαφθορά, εκκρεμότητα της Κριμαίας) δεν έμπαινε, ούτως ή άλλως, στην ημερήσια διάταξη. Δεν το έκανε. Αντίθετα, άφησε τον Ζελένσκι να συρθεί σε έναν άνισο πόλεμο, δηλώνοντας ξανά και ξανά πως ούτε οι ΗΠΑ ούτε το ΝΑΤΟ θα στείλουν στρατεύματα να τον βοηθήσουν. Οσο για τις κυρώσεις που υποτίθεται ότι θα τρόμαζαν τον Πούτιν, οι μέχρι στιγμής αποφάσεις είναι βέβαιο ότι πονάνε μεν, αλλά όχι και τόσο πολύ. Οι Δυτικοί αποφεύγουν, τουλάχιστον για την ώρα, να χρησιμοποιήσουν το λεγόμενο «πυρηνικό όπλο του οικονομικού πολέμου», τον εξοστρακισμό της Ρωσίας από το σύστημα διεθνών τραπεζικών συναλλαγών SWIFT, γιατί υπολογίζουν, ιδίως οι Ευρωπαίοι, ότι μπορεί να τους γίνει μπούμερανγκ, με πρώτη επίπτωση να κλείσει η κάνουλα του ρωσικού φυσικού αερίου.
Περισσότερο ακανθώδη είναι τα ερωτήματα που αφορούν τον Πούτιν. Εάν ήθελε απλώς να εξοστρακίσει στις ελληνικές καλένδες την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, του αρκούσε μια σύντομη επιχείρηση στο ρωσόφωνο Ντονμπάς, ένα είδος «minor incursion», όπως έλεγε ο Μπάιντεν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε αυτή την περίπτωση τα αντίποινα της Δύσης θα ήταν περιορισμένα. Αλλωστε, ο Ζελένσκι ήδη μετά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων του διεμήνυσε ότι είναι πρόθυμος να συζητήσει το πέρασμα της Ουκρανίας σε καθεστώς «ουδετερότητας», μάλιστα παρακάλεσε τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να μεσολαβήσει για να έρθει σε επαφή με το Κρεμλίνο. Ωστόσο, ο Πούτιν επέλεξε να διαβεί τον Ρουβίκωνα, με μια σαρωτική εισβολή από ξηρά, θάλασσα και αέρα, με βομβαρδισμούς μεγάλων πόλεων, συμπεριλαμβανομένου του Κιέβου και με διείσδυση χερσαίων δυνάμεων από τρία μέτωπα. Με ποιον τελικό στόχο, άραγε;
Αν και ο Ρώσος πρόεδρος διαβεβαίωσε ότι δεν σκοπεύει να καταλάβει ουκρανικά εδάφη, οι εξελίξεις επί του πεδίου άλλα μαρτυρούν. Ο ρωσικός στρατός εισβάλλει στο Κίεβο και πολιορκεί το Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας, ενώ το ρωσικό ναυτικό καταλαμβάνει νησιά μπροστά από την Οδησσό. Ο χάρτης των επιχειρήσεων επιτρέπει την υπόνοια ότι ο Πούτιν έχει στόχο να θέσει υπό έλεγχο ολόκληρη την ανατολική Ουκρανία, ανατολικά του Δνείπερου. Ο Ρώσος πρόεδρος δήλωσε ανοιχτά ότι επιδιώκει να ανατρέψει τον Ζελένσκι- έκανε λόγο για «κυβέρνηση ναρκομανών και νεοναζί» και κάλεσε τον ουκρανικό στρατό να πάρει την εξουσία- καθιστώντας σαφή την πρόθεσή του για τη δημιουργία ενός ομόσπονδου, ανίσχυρου κράτους περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Κίνδυνος νέου Αφγανιστάν
Οι κίνδυνοι από αυτή την παράτολμη στρατηγική, αν βέβαια επαληθευτεί, είναι προφανείς. Ακόμη κι αν πετύχει τους στρατιωτικούς στόχους της -όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές ο ρωσικός στρατός συναντούσε ισχυρή αντίσταση και δεν είχε καταλάβει καμία μεγάλη πόλη- η Ρωσία απειλείται να αποτελματωθεί σε ένα νέο Αφγανιστάν, αυτή τη φορά στην καρδιά της Ευρώπης, με αντάρτικο διαρκείας από έναν πληθυσμό ο οποίος, στην πλειονότητά του, θα την αντιμετωπίσει ως δύναμη κατοχής. Η ρωσική οικονομία, έστω κι αν σε πρώτο χρόνο απορροφήσει τις κυρώσεις με ανεκτές απώλειες, μεσοπρόθεσμα θα υποφέρει. Οι Ρώσοι πολίτες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους και σε πρώτο χρόνο έδιναν απρόθυμη στήριξη στον Πούτιν, θα αρχίσουν να δυσφορούν για τον πόλεμο και τις επιπτώσεις του, όπως προμηνύουν και οι πρώτες διαδηλώσεις σε δεκάδες ρωσικές πόλεις. Ταυτόχρονα, θα εντείνονται οι αντιδράσεις των οικονομικών ελίτ, της διανόησης, ίσως και τμημάτων του βαθέος κράτους. Ενδεχομένως, ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Πούτιν στην παγκόσμια πρωτοτυπία μιας συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, ήταν ότι ήθελε να εκθέσει δημοσίως όλους τους κορυφαίους επιτελείς του, ώστε να μην έχουν να λένε αύριο ότι δεν είχαν καμία ευθύνη για ό,τι συνέβη.
Οσο για τη διεθνή θέση και εικόνα της Μόσχας, η ζημιά έχει ήδη γίνει. Ακόμη και οι πιο στενοί της σύμμαχοι από τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες θα ανατριχιάζουν από τον ανηλεή πόλεμο εναντίον ενός αδελφού, σλαβικού έθνους. Οι Αμερικανοί πρέπει να ευγνωμονούν τον Πούτιν για το γεγονός ότι κατάφερε να στείλει τους Ευρωπαίους να στοιχηθούν πίσω τους και να νεκραναστήσει ένα ΝΑΤΟ, που μόλις χθες είχε ταπεινωθεί στο Αφγανιστάν και ανακηρυχθεί «εγκεφαλικά νεκρό» από τον Εμανουέλ Μακρόν. Αποξενωμένη όσο ποτέ από τη Δύση, η Ρωσία θα αναζητήσει οικονομικά και τεχνολογικά στηρίγματα στη στρατηγική συμμαχία της με την Κίνα, όπου όμως κινδυνεύει να βρεθεί στον ρόλο του ελάσσονος εταίρου.
Τέλος εποχής και lose-lose
Τη δεκαετία του 1990, την πρώτη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, κυριαρχούσε το αφήγημα της καλοήθους παγκοσμιοποίησης, μιας παλίρροιας που υψώνει όλες τις βάρκες, μικρές και μεγάλες, και όπου οι διακρατικές σχέσεις είναι win-win, ένα παιχνίδι όπου μπορούν να κερδίσουν και οι δύο.
Ηταν εκείνη την εποχή όπου η Κίνα έμπαινε, με τις ευλογίες του Μπιλ Κλίντον, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το Κρεμλίνο, πρώτα με τον Μπόρις Γέλτσιν και ύστερα με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, βολιδοσκοπούσε, εν τη αφελεία του, τον Αμερικανό ηγέτη για το πώς θα έβλεπε την ένταξη της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ.
Οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ, όπως και η διεθνής οικονομική κρίση του 2008, έθεσαν σε ισχυρή αμφισβήτηση αυτό το αφήγημα, αλλά η υπό εξέλιξη σύγκρουση στην Ουκρανία μοιάζει με τη χαριστική βολή.
Η 24η Φεβρουαρίου του 2022, ημέρα έναρξης της ρωσικής εισβολής, πιθανόν να περάσει στην Ιστορία ως το πέρασμα σε μια νέα παγκόσμια αταξία ανταγωνιζόμενων μεγάλων δυνάμεων, όπου κυριαρχεί το lose-lose: εκείνο που προέχει είναι να καταφέρει κάποιος το μέγιστο πλήγμα στον αντίπαλο, έστω κι αν ζημιωθεί και ο ίδιος.
Σε αυτόν τον νέο, πιο επικίνδυνο κόσμο, τα μεγακράτη του πλανήτη (Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία, Κίνα, αύριο ίσως και Ινδία) είναι περισσότερο θωρακισμένα και ικανά να απορροφούν εξωτερικά σοκ. Πολιτικά και αμυντικά ανίσχυρη, όπως έδειξε και η ουκρανική κρίση, η Ευρωπαϊκή Ενωση κινδυνεύει να συμπιεστεί ανάμεσα στους μεγάλους παίκτες της γεωπολιτικής, εκτός αν αναδιαρθρωθεί εκ βάθρων ως αυτόνομη, ισχυρή και ελκτική παγκόσμια δύναμη – ένα τεράστιο ΑΝ.