Kathimerini.gr
Δημήτρης Καραΐσκος
Όταν τον Ιούλιο του 2012 το CERN ανακοίνωνε στην παγκόσμια κοινότητα ότι είχε εντοπίσει την ύπαρξη του «μποζονίου του Χιγκς», έβρισκε δικαίωση μια θεωρία ηλικίας μισού αιώνα. Ο τότε 83 ετών εμπνευστής της, ο Άγγλος φυσικός και ακαδημαϊκός Πίτερ Χιγκς, σε εργασίες του που είχε δημοσιεύσει το 1964 πρότεινε την ύπαρξη ενός υποατομικού σωματιδίου που θα μας βοηθούσε να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η ύλη και να κατανοήσουμε καλύτερα τη δημιουργία του σύμπαντος και τη «μεγάλη έκρηξη». Η δικαίωση περίμενε 48 χρόνια και, όταν ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων στη Γενεύη εντόπισε το φευγαλέο σωματίδιο, οι ερευνητές το βάφτισαν με το όνομα του εμπνευστή του. Ο Χιγκς πήρε για τη γενικότερη συνεισφορά του στην επιστήμη Νομπέλ Φυσικής, το 2013. Έφυγε από τη ζωή στα 95 χρόνια του, στις 8 Απριλίου, στο σπίτι του στο Εδιμβούργο.
H μαθηματική εξίσωση που πρότεινε ο Χιγκς, ήταν ένα “άλμα πίστης” και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να κάνει η τεχνητή νοημοσύνη. Δεν μπορεί να δει μπροστά.
Γεννημένος το 1929 στο Νιούκαστλ, ξεκίνησε την ερευνητική και ακαδημαϊκή καριέρα στο King’s College του Λονδίνου, αποφοιτώντας το 1954 με διδακτορικό στη φυσική. Το 1960 εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όπου δίδαξε μαθηματική και θεωρητική φυσική έως το τέλος της καριέρας του, το 1996. Υπήρξε λάτρης της μουσικής και της τέχνης και ήταν γνωστός για το καυστικό χιούμορ του – «με συγχωρείτε που σας έβαλα σε μπελά για τόσο καιρό», είχε πει απευθυνόμενος σε όλους τους ερευνητές που προσπαθούσαν επί δεκαετίες να αποδείξουν στην πράξη τη θεωρία του.
Κυρίως, όμως, τον χαρακτήρισε η ταπεινότητά του, κάτι που το κοινό βίωσε από πρώτο χέρι τις ημέρες της μεγάλης ανακοίνωσης του CERN στις 4 Ιουλίου του 2012, όπου παρευρέθη και ο ίδιος. Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν την τύχη να τον συναντήσουν ήταν και ένας Ελληνας φυσικός, ο Μιχάλης Ορφανάκης, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας το κλίμα της ιδιαίτερης περίστασης:
«Συμμετέχοντας σε θερινό σχολείο σωματιδιακής φυσικής για εκπαιδευτικούς, βρεθήκαμε εκεί 42 καθηγητές από όλον τον κόσμο, έχοντας την απίστευτη τύχη η παρουσία μας να συμπέσει με την επίσκεψη του Πίτερ Χιγκς. Ξέραμε πως την 4η Ιουλίου θα γινόταν η επίσημη ανακοίνωση, αλλά δεν περιμέναμε να συναντήσουμε τον ίδιο, μας λέει ο κ. Ορφανάκης.
«Στις 2 Ιουλίου το βράδυ, κάποιοι συνάδελφοι ήταν στο εστιατόριο του ερευνητικού κέντρου, όπου ξαφνικά μπήκε μέσα ένας ντροπαλός ηλικιωμένος άνδρας, που φυσικά όλοι αμέσως αναγνώρισαν ποιος ήταν. Ενθουσιάστηκαν και πήγαν να τον χαιρετήσουν και να του πιάσουν κουβέντα. Η φήμη πως βρισκόταν στο εστιατόριο κυκλοφόρησε αμέσως, κάτι που αυτόματα σήμαινε και το ότι έχει ανακαλυφθεί το σωματίδιο. Το βράδυ λάβαμε ένα email από τον υπεύθυνο του σεμιναρίου ότι την επομένη υπάρχει για εμάς μια έκπληξη: ο Χιγκς θα μας συναντούσε για μια ώρα, για να μιλήσει μαζί μας και να απαντήσει σε ερωτήσεις».
Ο Έλληνας φυσικός μάς περιγράφει το αίσθημα ενθουσιασμού εκείνων των ημερών στη Γενεύη: «Ενιωθα πως ζούσαμε μια σημαντική στιγμή όχι μόνο για την επιστήμη και τη φυσική, αλλά και για την ανθρωπότητα, μια γενικότερη αίσθηση πως επιβεβαιώνεται το μεγαλείο της επιστήμης. Το γεγονός είχε φέρει επισκέπτες από όλον τον κόσμο, και πολλοί από αυτούς είχαν πάει από νωρίς το πρωί έξω από το κεντρικό αμφιθέατρο, για να μπουν πρώτοι όταν ανοίξουν οι πόρτες και να πιάσουν μια καλή θέση. Οσοι δεν είχαμε μπει μέσα, καθόμασταν με καφέ απ’ έξω και παρακολουθούσαμε την εκδήλωση από γιγαντοοθόνες. Και ενώ ανακοινώθηκε κάτι τόσο σπουδαίο, μέσα σε έναν διεθνή ενθουσιασμό, το τιμώμενο πρόσωπο βγήκε έξω με σκυμμένο κεφάλι, με τους δημοσιογράφους να τον καταδιώκουν κι αυτός να τους αποφεύγει. Νιώθαμε δέος γι’ αυτόν, γιατί ενώ ήξερε πόσο σημαντικό ήταν αυτό που είχε προσφέρει στην επιστήμη και την ανθρωπότητα, δεν είχε την παραμικρή έπαρση».
Ένας ακόμη Ελληνας που βρισκόταν εκεί ήταν ο Αγγελος Αλεξόπουλος, ο οποίος εργαζόταν στο τμήμα εκπαίδευσης του CERN. «Για μένα ο Χιγκς αποτελεί το αντίβαρο απέναντι στον νομπελίστα Λέον Λέντερμαν και στο μπεστ σέλερ του “Το σωματίδιο του Θεού”. Ενα λόμπι “της υψηλής κοινωνίας” της φυσικής από τη μία και μια ταπεινότητα από την άλλη», θα μας πει ο ίδιος, προσφέροντας και έναν επίκαιρο συλλογισμό: «H μαθηματική εξίσωση που πρότεινε ο Χιγκς, στην εποχή της, δεν μπορούσε να υποστηριχθεί από πειραματικά μοντέλα. Ηταν ένα “άλμα πίστης” και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να κάνει η τεχνητή νοημοσύνη. Δεν μπορεί να δει μπροστά. Αν γυρνούσαμε πίσω στον χρόνο και προσφέραμε στον Γαλιλαίο τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης, δεν θα τον βοηθούσε αυτό να προτείνει τις “αιρετικές” ιδέες του, ιδέες που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Μόνο το ανθρώπινο μυαλό του θα μπορούσε να τις γεννήσει, και έτσι συνέβη και στην περίπτωση του Χιγκς. Παράλληλα, με τη “δικαίωση” εκείνης της αρχικής του πρότασης, φάνηκε πως μια καλή θεωρία δεν αποδεικνύεται απαραιτήτως από το πείραμα, αλλά πως μπορεί να λειτουργήσει και το αντίστροφο: μια καλή πρακτική να αποδεικνύεται από μια καλή θεωρία. Αυτή ήταν σίγουρα μια μεγάλη κληρονομιά που άφησε ο Χιγκς: το μήνυμα ότι μια καλή θεωρία έχει δύναμη. Οπως είχε πει ο Αϊνστάιν: “Το εάν μπορούμε να παρατηρήσουμε ή όχι ένα πράγμα εξαρτάται από τη θεωρία που χρησιμοποιούμε. Η θεωρία είναι αυτή που αποφασίζει τι μπορεί να παρατηρηθεί».
Δύο ημέρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση του CERN, λοιπόν, 2 Ιουλίου του 2012, και ενώ οι δημοσιογράφοι τον αναζητούν, ο Πίτερ Χιγκς επιλέγει να συναντήσει τους καθηγητές του θερινού σχολείου για μια συνέντευξη και συζήτηση μεταξύ συναδέλφων. «Ηταν μάλλον τυχαίο», απαντάει με την αθωότητα ενός παιδιού o σπουδαίος επιστήμονας, όταν μια φυσικός καθηγήτρια από το κοινό τον ρωτάει πώς του γεννήθηκε η αρχική ιδέα της θεωρίας του το 1964. «Δεν θα φανταζόμουν ότι η πρόταση που έκανα τότε, 48 χρόνια πριν, θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί πειραματικά όσο εγώ ζω», προσθέτει. Οταν τον ρωτούν (κλείνοντάς του το μάτι) γιατί βρίσκεται στο CERN, απαντά, κάνοντας το κοινό του να ξεσπάσει σε γέλια. «Ημουν σε ένα θερινό σχολείο στη Σικελία και ετοιμαζόμουν να γυρίσω στο σπίτι μου στο Εδιμβούργο και τελικά με έπεισαν να έρθω εδώ εκτάκτως, χωρίς να μου πουν για ποιο λόγο». Με το φλεγματικό χιούμορ του, συμπληρώνει: «Ποιος ξέρει, μπορεί όλο αυτό να είναι ένα αστείο»…