Kathimerini.gr
Παρότι η ουκρανική αντεπίθεση άρχισε πριν από δύο μήνες, οι Ουκρανοί προετοιμάζονταν για μια τέτοια επιχείρηση εδώ και καιρό, χάρη στη βασισμένη στο νατοϊκό δόγμα εκπαίδευσή τους, συνδυάζοντας πεζικό, πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αεροπορία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όμως, περίμενε πάνω από ένα χρόνο προκειμένου να δώσει το πράσινο φως για την εξαγωγή αεροσκαφών F-16 στην Ουκρανία. Μέχρις ότου οι Ουκρανοί χειριστές εκπαιδευτούν στα νέα αεροσκάφη, αυτά δεν αναμένεται να παίξουν σημαντικό επιχειρησιακό ρόλο στα σχέδια του Κιέβου.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Χωρίς υπολογίσιμη υποστήριξη από αέρος, πυλώνας του δυτικού επιχειρησιακού δόγματος που επιβλήθηκε στην Ουκρανία, η αντεπίθεση έχει ελπίδες επιτυχίας; Η απάντηση μοιάζει να είναι καταφατική, σύμφωνα με εκτιμήσεις Ουκρανών, Αμερικανών και Ευρωπαίων αξιωματούχων, οι οποίοι επισημαίνουν όμως ότι οι ουκρανικές επιχειρήσεις θα καθυστερήσουν σημαντικά χωρίς αεροπορική στήριξη.
«Είναι εφικτό»
«Θα πρέπει να προωθηθούν χωρίς τα F-16, αλλά πιστεύω ότι αυτό είναι εφικτό», λέει ο απόστρατος Αμερικανός πτέραρχος και πρώην διοικητής του ΝΑΤΟ Φίλιπ Μπρίντλαβ. Ως πρώην χειριστής F-16 ο Μπρίντλαβ λέει ότι οι επιχειρήσεις πεζικού με αεροπορική υποστήριξη αποτελούν τον σκελετό του σύγχρονου επίγειου πολέμου. «Αν, όμως, αναμένουμε την Ουκρανία να πολεμήσει σαν εμάς, πρέπει να της προσφέρουμε τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνει», συμπληρώνει ο πτέραρχος. Με αυτή την άποψη συμφωνεί ο στρατηγός Βαλέρι Ζαλούζνι, μέλος του ουκρανικού επιτελείου, ο οποίος έχει διαφωνήσει επανειλημμένως με δυτικούς ομολόγους του, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη ενίσχυσης των ουκρανικών εναέριων μέσων.
Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι η απουσία αεροπορικής κάλυψης επέτρεψε στα ρωσικά επιθετικά ελικόπτερα να καταστρέψουν μεγάλο αριθμό ουκρανικών αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων. Ευτυχώς για τους Ουκρανούς, οι ρωσικοί αντιαρματικοί πύραυλοι φημίζονται για το ποσοστό αστοχίας τους, σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Αμυνας.
Ο συνταγματάρχης Μάρκους Ράιζνερ, επικεφαλής της ακαδημίας ενόπλων δυνάμεων της Αυστρίας, λέει ότι με περισσότερα αεροσκάφη η Ουκρανία θα μπορέσει να προστατεύσει το πεζικό της πιο αποτελεσματικά. «Η στρατιωτική λογική σου λέει ότι πρέπει να έχεις την κυριαρχία του αέρα για να πραγματοποιήσεις επιτυχημένες επίγειες επιχειρήσεις. Ορισμένοι Αμερικανοί στρατηγοί λένε ότι οι Ουκρανοί δεν χρειάζονται αεροπλάνα σε αυτή τη συγκυρία. Αυτή είναι μια ξεκάθαρα πολιτική εκτίμηση, που απέχει από την επιχειρησιακή πραγματικότητα», λέει ο Ράιζνερ.
Υπεροχή χωρίς αντίκρισμα
Παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή της, όμως, η Ρωσία δεν έχει αποκτήσει κυριαρχία του αέρα από την αρχή του πολέμου μέχρι σήμερα. Τον Φεβρουάριο του 2022 η Ρωσία διέθετε δεκαπλάσιο αριθμό αεροσκαφών από την Ουκρανία (772 έναντι 69). Στους 18 μήνες που μεσολάβησαν, όμως, και οι δύο πλευρές βασίστηκαν περισσότερο στο πυροβολικό, στα drones και στις επιθέσεις με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Αυτό έγινε επειδή η Ουκρανία με το αντιαεροπορικό Patriot και η Ρωσία με το S-400 διαθέτουν επίφοβη αντιαεροπορική ικανότητα. Οι Ουκρανοί χειριστές μαχητικών MiG και Σουχόι φροντίζουν να μην πλησιάζουν πολύ τους στόχους τους προτού εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους, προκειμένου να μη γίνουν στόχοι οι ίδιοι. Η τακτική τους αφορά την πυροδότηση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που τους παραχώρησαν η Βρετανία και η Γαλλία, εναντίον αποθηκών καυσίμων και άλλων στρατιωτικών στόχων, προτού εγκαταλείψουν τη ζώνη. Δεδομένων αυτών των ελλείψεων, αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν είπε την περασμένη εβδομάδα ότι είναι αβέβαιο εάν οι ουκρανικές δυνάμεις θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν από αέρος κάλυψη στο πεζικό, ακόμη και αν είχαν στη διάθεσή τους F-16.
Υστερα από τις βαριές απώλειες που υπέστη η Ουκρανία αξιοποιώντας τη νατοϊκή τακτική των συνδυασμένων επιχειρήσεων πεζικού και αεροπορίας τις πρώτες ημέρες της αντεπίθεσης, ορισμένοι Ουκρανοί διοικητές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν αυτή την τακτική για να επιστρέψουν σε αυτό που γνώριζαν καλύτερα: τα μπαράζ πυροβολικού και πυραύλων με στόχο την υποβάθμιση της μαχητικής ικανότητας των Ρώσων. Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους ειδικούς, οι οποίοι υπογράμμισαν ότι τα προβλήματα των Ουκρανών ήταν πολύ σημαντικότερα από την έλλειψη αεροπορικής κάλυψης. Ο απόστρατος σμήναρχος Στιβ Μπόιλαν λέει ότι ο αμερικανικός στρατός χρειάστηκε μία δεκαετία πριν μάθει να αξιοποιεί σωστά την αεροπορική κάλυψη.
Ο σύγχρονος πόλεμος απαιτεί τον άριστο συγχρονισμό μεταξύ επιχειρήσεων πεζικού, τεθωρακισμένων, πυροβολικού και αεροπορίας, με στόχο την απόλυτη κυριαρχία στο πεδίο της μάχης. Αυτή η τακτική αναπτύχθηκε ως απάντηση στον στατικό και αιματηρό πόλεμο χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά εφαρμόσθηκε πλήρως για πρώτη φορά από τις ΗΠΑ στον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91. Οι επιχειρήσεις χωρίς ένα από αυτά τα στοιχεία –η αεροπορική στήριξη στην περίπτωση της Ουκρανίας– μπορούν να δώσουν κίνητρο σε στρατιωτικές μονάδες να αυτοσχεδιάσουν. «Οση αεροπορική ισχύ κι αν αναπτύξεις στο πεδίο, έως ότου το πεζικό το καταλάβει και το κρατήσει, δεν έχεις καταφέρει τίποτα», λέει ο Μπόιλαν.
Ο ουκρανικός στρατός, όμως, είναι ήδη ένας από τους καλύτερα εξοπλισμένους και δοκιμασμένους στην Ευρώπη. Την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι επανέλαβε την πεποίθησή του ότι η χώρα του θα αποκτήσει σύντομα F-16. Αυτό, όμως, θα απαιτήσει μακρά περίοδο εκπαίδευσης πιλότων. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν ξεχωρίσει μόλις οκτώ Ουκρανούς χειριστές μαχητικών αεροσκαφών οι οποίοι μιλούν αρκετά καλά αγγλικά, προκειμένου να αρχίσουν το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Αλλοι είκοσι έχουν ταξιδέψει στη Βρετανία για να μάθουν την αγγλική γλώσσα. Η αποστολή λίγων μαχητικών F-16 δεν πρόκειται να αλλάξει τα δεδομένα στο πεδίο, λέει ο Ντάγκλας Μπάρι, αμυντικός αναλυτής στο ινστιτούτο IISS του Λονδίνου. Αν η Ουκρανία διέθετε κατάλληλα εκπαιδευμένους πιλότους και πλήρως εξοπλισμένα F-16, η ουκρανική αντεπίθεση θα είχε εντελώς διαφορετική μορφή, λέει ο Μπάρι, για προσθέσει: «Ο ουκρανικός στρατός ουδέποτε επρόκειτο να είναι ικανός να εξαπολύσει αντεπίθεση με συνδυασμό όπλων χωρίς αεροπορία. Αν, όμως, δεν είχαν εκπαιδευθεί τόσο αποτελεσματικά από τη Δύση τα τελευταία χρόνια, σήμερα θα συζητούσαμε πώς να διώξουμε τους Ρώσους από το Κίεβο», καταλήγει ο Βρετανός αναλυτής.