Kathimerini.gr
Ηλιάνα Μάγρα
Το 2015, λίγους μήνες αφότου ο Ρομπ Χέντερσον είχε αρχίσει να φοιτά στο Γέιλ, οι φοιτητές έλαβαν ένα e-mail από το πανεπιστήμιο, που τους προέτρεπε να σκεφθούν προσεκτικά και με ευαισθησία τα κοστούμια τους για το επικείμενο Halloween. Τους ζητούσαν να αποφύγουν μεταμφιέσεις που ενδεχομένως θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για «πολιτισμικό σφετερισμό» (cultural appropriation) – όπως φτερωτά αποκριάτικα καπέλα ή τουρμπάνια.
Ως απάντηση, μια λέκτορας του πανεπιστημίου, η Ερικα Χρηστάκη (σύζυγος του Ελληνοαμερικανού επίσης καθηγητή στο Γέιλ, Νικόλα Χρηστάκη), έστειλε ένα διαφορετικό e-mail στους φοιτητές για τους οποίους ήταν τότε υπεύθυνη, διερωτώμενη αν τα πανεπιστήμια γίνονται χώροι λογοκρισίας και απαγόρευσης. «Εχουμε χάσει την πίστη μας στις ικανότητες των νέων –στις δικές σας ικανότητες– να εξασκήσετε αυτολογοκρισία, μέσω κοινωνικών κανόνων, και στην ικανότητά σας να αγνοήσετε ή να απορρίψετε οτιδήποτε σας προβληματίζει;» έγραψε μεταξύ άλλων, τονίζοντας τη σημασία της ελεύθερης έκφρασης και του διαλόγου.
Το e-mail της πυροδότησε έντονες αντιδράσεις στο Γέιλ. Πολλοί φοιτητές διαδήλωσαν. Ελεγαν ότι τα λεγόμενά της τους δημιούργησαν αίσθημα ανασφάλειας. Ζητούσαν την απόλυσή της. Δύο μήνες αργότερα, η Ερικα Χρηστάκη παραιτήθηκε.
Τότε ξεκίνησε ο Ρομπ Χέντερσον, ένας 33χρονος σήμερα κοινωνικός σχολιαστής και συγγραφέας, να σκέφτεται τη θεωρία που στο μεταξύ τον έχει κάνει γνωστό τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μεγάλη Βρετανία, των «πεποιθήσεων πολυτελείας» ή, αλλιώς, luxury beliefs.
Ο Ρομπ Χέντερσον ανησυχούσε ότι η θεωρία του περί πεποιθήσεων πολυτελείας ίσως είναι υπερβολική. «Αλλά και άλλοι άνθρωποι συμφωνούν με αυτές τις παρατηρήσεις», σχολιάζει, «απλώς μέχρι πρότινος δεν υπήρχε ο όρος για να τις εκφράσουν».
Εκείνο το φθινόπωρο, ο κ. Χέντερσον ήταν 24 χρόνων. Είχε μεγαλώσει χωρίς πατέρα. Η εθισμένη στα ναρκωτικά μητέρα του είχε αναγκαστεί να τον αφήσει όταν εκείνος ήταν τριών ετών. Μέχρι τα επτά του, είχε ζήσει ήδη με επτά διαφορετικές ανάδοχες οικογένειες. Για τον Ρομπ Χέντερσον, ο οποίος μεγάλωσε με φτώχεια και ανασφάλεια, οι προεκτάσεις που πήρε το θέμα για τα κοστούμια του Halloween ήταν ακατανόητες.
Αφότου αποφοίτησε από το Γέιλ, έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και τότε άρχισε πια να γράφει δημοσίως τη θεωρία του. «Τα πιστεύω πολυτελείας είναι ιδέες και απόψεις που προσδίδουν κύρος στα ανώτερα στρώματα, ενώ επιφέρουν κόστος στα κατώτερα – σχεδόν εξ ορισμού, δεν μπορεί μια τέτοια πεποίθηση να είναι θετική», υπογραμμίζει στην «Κ» ο κ. Χέντερσον.
Ναρκισσιστική «γυμναστική»
Ενα από τα εγχειρήματα που ετοιμάζει αυτή την περίοδο είναι ένα βίντεο-δοκίμιο για τους New York Times, μαζί με τη δημοσιογράφο της εφημερίδας, Λίντσεϊ Κράους, που αφορά το πώς η θεωρία του σχετίζεται με τις πρόσφατες διαδηλώσεις στα πανεπιστήμια κυρίως των ΗΠΑ. «Εστιάζουμε στο πώς φοιτητές που ανήκουν στην ελίτ μοιάζει να κάνουν θέμα τους ίδιους, να κάνουν τους εαυτούς τους πρωταγωνιστές», λέει ο κ. Χέντερσον.
Θεωρεί ότι αυτό που συμβαίνει αυτή την περίοδο σε πολλά Ivy League πανεπιστήμια αποτελεί καλό παράδειγμα της θεωρίας των πεποιθήσεων πολυτελείας. «Κατά κάποιο τρόπο, σφετερίζονται σοβαρούς αγώνες και κινήματα, για την προσωπική τους φήμη. Πολύ συχνά, όταν θυματοποιείται μια ομάδα ανθρώπων, και αυτό παίρνει έκταση στα MME, άτομα της ελίτ, μελλοντικά μέλη της άρχουσας τάξης, βρίσκουν τρόπους να γυρίσουν την προσοχή στους εαυτούς τους», δηλώνει. Και δίνει ένα παράδειγμα για το πώς αυτή η ναρκισσιστική «γυμναστική» μπορεί να έχει παρενέργειες για τις κατώτερες τάξεις: Οι φοιτητές είχαν στήσει κατασκηνώσεις στους προαύλιους χώρους και τέντες με φαγητό και ποτά, τις οποίες διατήρησαν για πολλές ημέρες. Δεν φρόντισαν όμως για τον καθαρισμό του χώρου όταν έφυγαν. «Εβλεπες τους καθαριστές και τις καθαρίστριες, άτομα της εργατικής τάξης, να μαζεύουν τα σκουπίδια, να τρίβουν τα πεζοδρόμια, να καθαρίζουν τα πάντα για να γίνει το πανεπιστήμιο όμορφο ξανά – είναι σαν οι αριστοκράτες να κάνουν πάρτι στο κάστρο και μετά να φέρνουν τους χωριάτες για να καθαρίσουν, χωρίς να το σκεφθούν στιγμή», σχολιάζει.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Για την ακρίβεια, οι φοιτητές τραβούν την προσοχή από όσα συμβαίνουν στη Γάζα, τονίζει ο κ. Χέντερσον. Δεν δείχνουν φωτογραφίες από τη Γάζα, δεν αναφέρουν τα ονόματα των θυμάτων, δεν υπογραμμίζουν τα δεινά των ανθρώπων εκεί, δεν μαζεύουν χρήματα, λέει στην «Κ». «Αναλώνονται σε ηθικούς θεατρινισμούς. Σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ οι διαδηλωτές έσκισαν την αμερικανική σημαία και έβαλαν στη θέση της τη σημαία της Παλαιστίνης – μοιάζει τέλειο στο TikTok, αλλά δεν βοηθάει τους ανθρώπους στη Γάζα», εξηγεί. Αλλα παραδείγματα των πεποιθήσεων πολυτελείας θεωρεί τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών –«θεωρητικά ακούγεται καλό, όμως όταν νομιμοποιούνται, βλέπεις τους φτωχούς και παραγκωνισμένους ανθρώπους να πεθαίνουν από υπερβολική δόση στους δρόμους σε ανοιχτές αγορές με ναρκωτικά», λέει– και το κίνημα υπέρ της διακοπής χρηματοδότησης της αστυνομίας «Defund the Police», που ήταν πολύ έντονο στις ΗΠΑ το 2020. «Απ’ όταν ξεκίνησε, ήξερα ότι είναι πρωτοβουλία των πλουσίων, γιατί οι φτωχοί θέλουν την αστυνομία – οι περισσότεροι απ’ όσους συλλαμβάνονται είναι φτωχοί, αλλά το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα θύματα», επισημαίνει ο κ. Χέντερσον.
Ξεκαθαρίζει βέβαια ότι δεν σημαίνει πως όλοι οι ευκατάστατοι άνθρωποι ή όλοι οι απόφοιτοι ελίτ πανεπιστημίων έχουν πεποιθήσεις πολυτελείας. Απλώς ότι το να ενστερνίζεσαι κάποιο τέτοιο πιστεύω σημαίνει ότι ανήκεις σε συγκεκριμένη τάξη. «Είναι όπως με τα αγαθά πολυτελείας – δεν σημαίνει πως κάθε μέλος των ανώτερων τάξεων οδηγεί Ferrari ή διαθέτει Birkin τσάντα, αλλά αν οδηγείς Ferrari ή έχεις Birkin, μάλλον ανήκεις σε αυτήν την τάξη», αναφέρει.
Ούτε πιστεύει ο ίδιος ότι είναι για όλους μια στάση συνειδητά υποκριτική. Θεωρεί πως περίπου 80% των ανθρώπων που έχουν πεποιθήσεις πολυτελείας, εκείνη τη στιγμή όντως πιστεύουν αυτά που λένε και κάνουν – «απλώς δεν αναλύουν σε βάθος τις θέσεις τους, υποστηρίζουν κινήματα που είναι της μόδας, χωρίς να σκέφτονται τις επιπτώσεις που θα έχουν αν εφαρμοστούν οι πολιτικές που ζητούν». Από το υπόλοιπο 20%, εκτιμά ότι περίπου το μισό απαρτίζεται από άτομα που φοβούνται μην αποκλειστούν από το κοινωνικό σύνολο αν δεν συμφωνήσουν, ενώ το υπολειπόμενο 10% πιστεύει ότι απολαμβάνει να επιβάλλει τις απόψεις του στους υπόλοιπους. «Αλλά για όλους, το να ενστερνίζονται αυτές τις απόψεις γίνεται, συνειδητά ή υποσυνείδητα, για λόγους κοινωνικού στάτους – όλοι θέλουμε να μας συμπαθούν, να μας θεωρούν ηθικούς, ενδιαφέροντες, εκλεπτυσμένους, και οι πεποιθήσεις σου επιτρέπουν να το κάνεις αυτό», εξηγεί στην «Κ».
Δεν μισεί όλες τις ελίτ, ούτε τους κριτικάρει όλους. «Μόνο ένα μέρος της ελίτ», λέει. Διαχωρίζει τα συγκεκριμένα πιστεύω από άλλους σκοπούς και αγώνες που οι ελίτ έχουν υποστηρίξει. «Το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας υποστηρίχθηκε από πολλούς ευκατάστατους Αμερικανούς, όπως και αργότερα, το κίνημα για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών», τονίζει ο κ. Χέντερσον, «αγώνες που βοήθησαν πραγματικά τους ανθρώπους».
Η ανησυχία
Οταν ξεκίνησε να δημοσιοποιεί τη θεωρία του, για την οποία μιλάει και στο μπεστ σέλερ βιβλίο του, «Troubled: A Memoir of Foster Care, Family, and Social Class», που εκδόθηκε φέτος και για το οποίο έχουν γράψει ΜΜΕ όπως η Washington Post και οι Times του Λονδίνου, ανησυχούσε μήπως ήταν άδικος στην κριτική του. «Μήπως είμαι ο μόνος που βλέπει αυτό που εντέλει ονόμασα “πεποιθήσεις πολυτελείας”, μήπως είναι η πικρία ενός παιδιού που μεγάλωσε με ανάδοχες οικογένειες;» σκεφτόταν. «Αλλά κι άλλοι άνθρωποι συμφωνούν με αυτές τις παρατηρήσεις», καταλήγει ο κ. Χέντερσον, «απλώς, μέχρι πρότινος δεν υπήρχε ο όρος για να τις εκφράσουν».
Η ζωή του, από τη λάντζα στο Γέιλ
Γεννήθηκε το 1990 και μεγάλωσε σε σπίτια ανάδοχων οικογενειών στην Καλιφόρνια. Δούλεψε σε λεωφορεία και σούπερ μάρκετ, έπλενε πιάτα σε εστιατόρια και όταν έγινε 17, αποφάσισε να στρατευτεί στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Υπηρετούσε στην αεροπορία ακόμη όταν πήγε διακοπές πρώτη φορά.
«Το 2013, όταν η βάση μου ήταν στη Γερμανία, μια κοπέλα με την οποία έβγαινα μου είπε “πάμε στην Ελλάδα;”» λέει στην «Κ». «Η ιδέα τού να αγοράσουμε εισιτήρια για να πάμε σε μια άλλη χώρα για διακοπές μου φάνηκε τρελή», αναφέρει. Εντέλει, το έκανε. Οι πρώτες του διακοπές ήταν στην Κω.
Δύο χρόνια αργότερα, πήγε στο Γέιλ, όπου σπούδασε ψυχολογία, πάνω στην οποία ήταν και το διδακτορικό του από το Κέμπριτζ. Αυτό που συνειδητοποίησε όταν πήγε στο Γέιλ ήταν ότι ο ταξικός διαχωρισμός δεν ήταν μόνο οικονομικός αλλά και κοινωνικός, πολιτισμικός. «Το περίμενα πως πολλοί φοιτητές θα προέρχονταν από ευκατάστατες οικογένειες», εξηγεί, αλλά του έκανε εντύπωση ότι ήταν και από οικογένειες με δύο γονείς, στις οποίες μεγάλωσαν παρακολουθώντας τις ειδήσεις, και ήταν αυτονόητο ότι θα φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο. Τόσο διαφορετική ήταν η μέχρι τότε πραγματικότητα του κ. Χέντερσον, ο οποίος ανήκει σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων που μεγάλωσαν σε ανάδοχες οικογένειες και σπούδασαν σε Ivy League πανεπιστήμιο.
«Αν είσαι ένα παιδί που ανήκει ακόμη και στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, θα ανοίξεις την τηλεόραση και μπορεί να δεις τη μετάδοση των πεποιθήσεων πολυτελείας, αλλά έχεις ταυτόχρονα γονείς που σου μαθαίνουν να είσαι συνεπής, να σέβεσαι τους άλλους, να πηγαίνεις στη δουλειά», τονίζει. Αν προέρχεσαι από μια διαλυμένη οικογένεια, από τα κατώτερα οικονομικά στρώματα, δεν υπάρχει αυτό το αντίβαρο. Η πραγματικότητα που βλέπεις στην τηλεόραση, σε ό,τι τύχει να διαβάσεις διαδικτυακά, σε ό,τι συμβαίνει γύρω σου, είναι η μόνη πραγματικότητα που ξέρεις, εξηγεί.
Τώρα γράφει το δεύτερο βιβλίο του, μιλάει με παραγωγούς για την τηλεοπτική μεταφορά του πρώτου, είναι αρθρογράφος στην Boston Globe, γράφει καθημερινά το Substack του. Αλλά θυμάται ακόμη την πρώτη φορά που τον αποκάλεσαν «προνομιούχο», την κατάπληξη που ένιωσε στο άκουσμα αυτού του χαρακτηρισμού. Ηταν το 2015, όταν προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το ντιμπέιτ για το Halloween είχε προκαλέσει τόση οργή. «Παραείσαι προνομιούχος», του είπε ένα άτομο από το Κονέκτικατ, που ήταν στο ακριβό οικοτροφείο Phillips Exeter Academy πριν από το Γέιλ, «για να καταλάβεις τον πόνο που προκάλεσαν οι καθηγητές μας»…