Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
«Τι θα γίνει εάν…;» Το ερώτημα κυριαρχεί εδώ και καιρό στις αναλύσεις του διεθνούς Τύπου, προσλαμβάνοντας διαστάσεις… εσχατολογικής κινδυνολογίας ή ακόμη και υπαρξιακού πανικού.
«Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», όπως λέγεται. Στον δρόμο προς τις δημοκρατικές αμερικανικές προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου ωστόσο, πολλοί βλέπουν τα προσωποποιημένα «αδιέξοδα» να πλησιάζουν απειλητικά με την πορτοκαλί τους κόμη, κομίζοντας κινδύνους για την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τη «βασισμένη σε κανόνες» παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Τις πταίει; Η ίδια η αμερικανική δημοκρατία που παραπαίει πια, «διαλυμένη» («broken»), υπό το βάρος πολωτικών ρηγμάτων και δυσλειτουργιών; Τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ που κατέληξαν να είναι σκιά του εαυτού τους («the Hollow Parties»: ο χαρακτηριστικός τίτλος του νέου βιβλίου των Αμερικανών ακαδημαϊκών Ντ. Σλότσμαν και Σ. Ρόζενφελντ); Η παγκοσμιοποίηση που γύρισε μπούμερανγκ, οδηγώντας στον απομονωτισμό; Ο αυταρχισμός που κερδίζει έδαφος στη σκιά δημοκρατικών αρρυθμιών; Το «σύστημα των ελίτ» που απαξιώθηκε ή κατέληξε να προκαλεί μέσα από υπερβολές, πριμοδοτώντας έτσι καθετί αντι-συστημικό; Τα τοξικά μίντια και τα fake news;
Οι ερμηνείες ποικίλλουν, πλην όμως το γεγονός παραμένει: Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, έπειτα και από την –ενδεικτική των τάσεων– συντριπτική του επικράτηση στις προκριματικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην πολιτεία της Αϊόβα στις 15 Ιανουαρίου, ο 77χρονος Ντόναλντ Τραμπ θα είναι, εκτός πολύ μεγάλου απροόπτου, ο προεδρικός υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου. Ο συγκεκριμένος υποψήφιος είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει και την τελική νίκη σε βάρος των Δημοκρατικών, ανοίγοντας έτσι την πόρτα της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο από τον Ιανουάριο του 2025 και έπειτα.
Τι θα γίνει άραγε στον κόσμο, εάν κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ;
Οσοι ασχολούνται με το Ουκρανικό, τις σινοαμερικανικές σχέσεις, το Παλαιστινιακό, το προσφυγικό/μεταναστευτικό (στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού), το ΝΑΤΟ και τη μετάβαση σε ένα μέλλον χωρίς υδρογονάνθρακες έχουν, πάντως, λόγους να «φοβούνται».
Ο ίδιος ο Τραμπ δεν έχει κρύψει, άλλωστε, ότι θα ήθελε να απεμπλακεί από μέτωπα όπως είναι αυτό του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ έχει αμφισβητήσει κατ’ επανάληψη και την αξία που έχει το ΝΑΤΟ για τις ΗΠΑ.
Στον αντίποδα ωστόσο, ο Ρεπουμπλικανός πρώην πρόεδρος και νυν προεδρικός υποψήφιος είχε επιδείξει μεγαλύτερες διαθέσεις «εμπλοκής» σε άλλα μέτωπα. Υπενθυμίζεται ότι επί προεδρίας Τραμπ, οι ΗΠΑ όξυναν σημαντικά τον ανταγωνισμό τους με το Πεκίνο, «έκαναν πιο εύκολη τη ζωή» για τις βιομηχανίες υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ, ξεκίνησαν να επεκτείνουν/ενισχύουν τους φράχτες στα σύνορα με το Μεξικό και αποσύρθηκαν από τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στην Περιοχή του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership – TPP). Παράλληλα, μέσα στην ίδια τετραετία, οι ΗΠΑ μετέφεραν την πρεσβεία τους στην Ιερουσαλήμ και αποσύρθηκαν από τη διεθνή συμφωνία (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης. Επιπλέον, και εκείνο το σχέδιο που είχε παρουσιάσει ο Τραμπ για την ειρήνευση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων (έχοντας τον Ιανουάριο του 2020 στο πλευρό του τον Μπενιαμίν Νετανιάχου) είχε απορριφθεί από την παλαιστινιακή πλευρά (όχι μόνο από τη Χαμάς αλλά και από την Παλαιστινιακή Αρχή/Φατάχ).
Οι ρίζες του Ρεπουμπλικανικού απομονωτισμού
Οι τάσεις νεο-απομονωτισμού του Τραμπ, όπως εκείνες εκφράζονται τα τελευταία χρόνια μέσω της φράσης/συνθήματος «Πρώτα η Αμερική», μπορεί τώρα να εντυπωσιάζουν, κυρίως λόγω του πομπώδους/άκομψου ύφους μέσω του οποίου εκείνες εκφέρονται, πλην όμως δεν είναι κάτι το καινοφανές στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αντιθέτως, απηχούν μια μακρά παράδοση το νήμα της οποίας μας οδηγεί πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο πολύπειρος Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέραλντ Σάιμπ (WSJ, CSIS).
Υπενθυμίζεται ότι κύκλοι εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν ήθελαν η χώρα τους να στηρίξει στρατιωτικά τους Βρετανούς ενάντια στον Χίτλερ (και για αυτό είχαν αντιταχθεί στο Lend-Lease Act του Ρούζβελτ) αλλά ούτε και να ενταχθούν οι ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Και αν ο Αϊζενχάουερ δεν είχε ως «ήρωας του Β΄ Παγκοσμίου» νικήσει τον –εκφραστή του απομονωτισμού– Ρόμπερτ Ταφτ στις εσωκομματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών το 1952, τότε η πορεία των ΗΠΑ μπορεί να ήταν πολύ διαφορετική.
Τι θα γίνει, λοιπόν, στον κόσμο, εάν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο; Τι θα γίνει, ή μήπως τι γίνεται ήδη, ενόψει της εν λόγω επιστροφής;
Δέκα μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, πολλοί διεθνώς δείχνουν, πάντως, να προετοιμάζονται για το… μοιραίο.
«Ο Τραμπ ήδη αναδιαμορφώνει τη γεωπολιτική (σ.σ. διά της πιθανώς νικηφόρας υποψηφιότητάς του για την προεδρία των ΗΠΑ)», γράφει στο περιοδικό Foreign Affairs ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Γκρέιχαμ Αλισον τον οποίο πολλοί στην Ελλάδα γνωρίζουν και ως συγγραφέα του βιβλίου «Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη».
«Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 έχουν ήδη αντίκτυπο στις αποφάσεις που παίρνουν οι ηγεσίες χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο», συνεχίζει ο Αλισον. Από αυτές τις ηγεσίες, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, άλλες τώρα τρέχουν να προλάβουν (να κάνουν όσα θεωρούν ότι θα είναι πιο δύσκολο να φέρουν σε πέρας στο μέλλον, με πρόεδρο τον Τραμπ) και άλλες καθυστερούν (θεωρώντας ότι θα μπορέσουν να διαπραγματευτούν καλύτερες συμφωνίες με την Ουάσιγκτον μετά τον Ιανουάριο του 2025, εάν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο).
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ρεαλιστικών προσδοκιών, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, για παράδειγμα, δεν έχει λόγο να δώσει τώρα ένα τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία. Αντιθέτως, θα περιμένει, καθώς η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα μπορούσε να τον ωφελήσει έναντι του Κιέβου. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Πούτιν ήδη κινείται σε γραμμή Τραμπ… αποκηρύσσοντας τη νίκη του Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020 ως «αποτέλεσμα νοθείας».
Το Κίεβο, από την άλλη πλευρά, και όσοι το στηρίζουν στην Ευρώπη, έχουν τώρα λόγους να «τρέξουν» εξασφαλίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερα «κέρδη» πριν από την επαπειλούμενη αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο. Μια ενδεχόμενη αλλαγή φρουράς θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά ή ακόμη και να τερματίσει τη βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία, μια βοήθεια η οποία άλλωστε ήδη «εξαντλείται» και συναντά εμπόδια υπό το βάρος των Ρεπουμπλικανικών ενστάσεων στο Κογκρέσο.
Οι Ευρωπαίοι ειδικότερα, είδαν μεν το ΝΑΤΟ να επιστρέφει «αναζωογονημένο» στη Γηραιά Ηπειρο τα τελευταία δύο χρόνια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά πλέον, υπό τον «φόβο» του Τραμπ, εκείνοι καλούνται να οραματιστούν –και πάλι– ένα μέλλον μεγαλύτερης ευρωπαϊκής αμυντικής αυτοτέλειας και αυτονομίας.
Εάν ισχύουν άλλωστε όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας στις ΗΠΑ, τότε ο Τραμπ θα επιχειρήσει, εάν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, να περιορίσει την αμερικανική εμπλοκή σε μια στάση «αναμονής» εντός του ΝΑΤΟ, να απομακρύνει από την κυβέρνησή του όλους τους καλούμενους «NATO lovers» και να αναθεωρήσει το Αρθρο 5 της Συμμαχίας περί συλλογικής άμυνας σε περίπτωση επίθεσης κατά μίας χώρας-μέλους. ένα Βάσει του Αρθρου η ένοπλη επίθεση εναντίον ενός θα πρέπει να αντιμετωπισθεί κατά τρόπο συλλογικό καθώς θεωρείται ένοπλη επίθεση εναντίον όλων, όπως γράφαμε στην «Κ» ήδη από τον Οκτώβριο του 2023.
Η «European Defence Industrial Strategy», που αναμένεται να παρουσιάσει η Κομισιόν μέσα στο 2024, δεν μπορεί, προφανώς, να παραβλέψει όσα είναι πιθανό να συμβούν πολιτικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού από τον Νοέμβριο του 2024 και έπειτα. Η «αμυντική γιγάντωση» χωρών όπως είναι η Πολωνία και η Ρουμανία, που βρίσκονται στην ουκρανική γειτονιά της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και έχουν επιδοθεί σε κούρσες εξοπλισμών την τελευταία διετία, επίσης αποκτά πρόσθετο νόημα μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο επαπειλούμενων διατλαντικών ανατροπών. Στο ίδιο πλαίσιο ουσιαστική διάσταση αποκτούν και οι διμερείς (και όχι πολυμερείς, νατοϊκές ή ευρωπαϊκές) συμφωνίες στήριξης της Ουκρανίας που προωθούνται επί του παρόντος από χώρες όπως είναι η Βρετανία του Σούνακ και η Γαλλία του Μακρόν.
Και όλα αυτά, προτού καν ο Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος… εάν εκλεγεί.