Reuters, The New York Times
Το καλό νέο για τον Τζο Μπάιντεν είναι ότι η θέση του βελτιώνεται θεαματικά στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων τον αποδέχεται πλέον ως τον ισχυρότερο υποψήφιο του κόμματος στις εκλογές του 2024, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από ένα χρόνο. Το κακό νέο είναι ότι στο ευρύτερο εκλογικό σώμα η εικόνα του παραμένει προβληματική και η πολύ πιθανή αναμέτρηση-ρεβάνς με τον Ντόναλντ Τραμπ το 2024 διαγράφεται άκρως αμφίρροπη. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας του ινστιτούτου Siena College για λογαριασμό της εφημερίδας New York Times, μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση αντίστοιχης δημοσκόπησης για την παράταξη των Ρεπουμπλικανών.
Σε παρόμοια έρευνα της ίδιας εταιρείας, που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2022, μόλις το 26% των Δημοκρατικών υποστήριζε πιθανή υποψηφιότητα του Μπάιντεν, ενώ τα δύο τρίτα αναζητούσαν κάποιον άλλο υποψήφιο. Αυτή τη φορά, το ποσοστό που υποστηρίζει την επανεκλογή του προέδρου ανέρχεται σε 45%. Μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα, το 64% δηλώνει ότι θα ψηφίσει Μπάιντεν, ενώ το 13% προτιμά τον Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ (γιο του δολοφονημένου γενικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Κένεντι και ανιψιό του επίσης δολοφονημένου προέδρου Τζον Κένεντι) και το 7% τη συγγραφέα Μαριάν Γουίλιαμσον.
Με αυτά τα δεδομένα, το σκηνικό της ρεβάνς του 2020 στις εκλογές του 2024 φαίνεται πολύ δύσκολο να ανατραπεί – μια ημέρα νωρίτερα, το ίδιο ινστιτούτο ερευνών έφερνε τον Τραμπ να προηγείται του κυριότερου εσωκομματικού αντιπάλου του, του κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ντε Σάντις, ενόψει των προκριματικών εκλογών των Ρεπουμπλικανών με τεράστια διαφορά, 37 μονάδων (54%-17%). Στο ερώτημα ποιον από τους δύο θα ψήφιζαν σε μια νέα μονομαχία τους, Μπάιντεν και Τραμπ ισοψηφούν με ποσοστό 43%. Αλλά και στο 14% που υπολείπεται, δηλαδή μεταξύ των πολιτών που δεν θα ήθελαν κανέναν από τους δύο στον Λευκό Οίκο, η εικόνα διαγράφεται θολή: το 47% δηλώνει ότι μάλλον θα ψήφιζε πιο εύκολα Μπάιντεν και το 45% Τραμπ – μια οριακή διαφορά, καλύτερη από το τίποτα για τον Δημοκρατικό πρόεδρο, αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη αξία πρόβλεψης.
Πολιτικοί αναλυτές αποδίδουν τη βελτίωση της εικόνας του Μπάιντεν μεταξύ των Δημοκρατικών στις καλύτερες του αναμενόμενου επιδόσεις του κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού – παράγοντας που θα λειτουργήσει υπέρ του στη μάχη του 2024 εάν διατηρηθεί η σημερινή, θετική τροχιά της οικονομίας. Ωστόσο, ο 80χρονος πρόεδρος παραμένει ευάλωτος, με ποσοστό αποδοχής μόλις στο 39% – με το θέμα της ηλικίας του να αποτελεί την πρώτη πηγή ανησυχιών. Μόλις το 17% των νέων Δημοκρατικών ψηφοφόρων (ηλικίας 18 έως 29 ετών) επιθυμεί την επανεκλογή του Μπάιντεν (από 5% προ ενός έτους).
Εναντι του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν εξακολουθεί να υπερτερεί στις κοινωνικές κατηγορίες που του χάρισαν τη νίκη το 2020: γυναίκες, μεσαία στρώματα των προαστίων, κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος, μαύροι. Ωστόσο ο Ρεπουμπλικανός προκάτοχός του σημειώνει αξιοσημείωτη διείσδυση σε ισπανόφωνους και μικρά κέρδη στους μαύρους, στα χαμηλά εισοδήματα και στους άνδρες.
Οικογενειακές σκοτούρες
Σε επιβαρυντικό παράγοντα της εκστρατείας Μπάιντεν εξελίσσονται οι δικαστικές περιπέτειες του γιου του, Χάντερ. Τη Δευτέρα, ο πρώην συνεταίρος του, Ντέβον Αρτσερ, δήλωσε, στη διάρκεια πεντάωρης, κεκλεισμένων των θυρών κατάθεσής του στην επιτροπή ελέγχου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ότι ο Τζο Μπάιντεν συνομίλησε σε δεκάδες περιπτώσεις με υποψήφιους επιχειρηματικούς εταίρους του γιου του σε διάρκεια δεκαετίας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ. Μάλιστα, ο Αρτσερ ανέφερε ότι ο Χάντερ έβαλε τον πατέρα του 20 φορές σε ανοιχτή ακρόαση με ξένους επιχειρηματίες, συμπεριλαμβανομένων ενός δείπνου με τη διοίκηση γαλλικής ενεργειακής εταιρείας στο Παρίσι και ανάλογης συνάντησης στην Κίνα. Τόνισε όμως ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν συμμετείχε στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του γιου του, ο οποίος απλώς προσπάθησε να «πουλήσει» στους υποψήφιους συνεργάτες του την ιδέα ότι θα τους προσέφερε πρόσβαση στον πατέρα του. Ο Χάντερ κατηγορείται για αδικήματα φοροδιαφυγής και παράνομης οπλοκατοχής, ενώ οι προσπάθειες συμφωνίας με τις δικαστικές αρχές για το κλείσιμο των δύο υποθέσεων με χαμηλές ποινές, που θα έχουν ανασταλτικό χαρακτήρα, δεν έχουν μέχρι στιγμής ευοδωθεί.