Kathimerini.gr
Λίνα Γιάνναρου
«Κάποια στιγμή σκέφτηκα: “Ακούς όλα αυτά και ζωγραφίζεις;”». Ηταν στη δίκη σε πρώτο βαθμό για τον φονικό ξυλοδαρμό του Ζακ Κωστόπουλου, όταν κάποια στιγμή ο εικονογράφος και δημιουργός κόμικ Kanellos Cob, κατά κόσμον Κανέλλος Μπίτσικας, λύγισε. «Ηταν σαν να μη δικάζονταν οι κατηγορούμενοι αλλά ο Ζακ. Τόσο, που είχε σηκωθεί η μαμά του και είχε πει “σας υπενθυμίζω ότι το παιδί μου είναι το θύμα”. Επιανα τον εαυτό μου να τινάζεται, να θέλω να πω “τι είναι αυτά που λέτε;”». Δεν το έκανε. Αντιθέτως συνέχισε να σκιτσάρει, με μανία, ασταμάτητα, καταγράφοντας εκφράσεις, κινήσεις, λεπτομέρειες που σε κάποιον άλλο θα περνούσαν απαρατήρητες. Αυτό ήταν το όπλο του, η πένα του.
Το δικαστικό σκιτσορεπορτάζ έχει συνδεθεί κατά βάση με τα αμερικανικά δικαστήρια, αλλά έχει μεγάλη παράδοση και στην Ελλάδα. Πάμπολλες πολύκροτες δίκες έχουν καταγραφεί στη χώρα μας και από σκιτσογράφους, από τη Δίκη των Εξι και των πρωταιτίων της χούντας μέχρι του σκανδάλου Κοσκωτά, της 17N και της Χρυσής Αυγής, πιστά αν και όχι εντελώς αντικειμενικά, αφού η πένα του δημιουργού βουτάει πρώτα στην καρδιά του. Ο σκιτσογράφος Γιάννης Αντωνόπουλος, γνωστός στους περισσότερους ως John Antono, ξεκίνησε τη «θητεία» του στο δικαστικό σκιτσορεπορτάζ από τη δίκη της Χρυσής Αυγής, συνεχίζοντας μετά στου Ζακ, στη δίκη για το βιτριόλι, για το Μάτι (κατάγεται από την περιοχή και η τραγωδία τον επηρέασε βαθιά), στη δίκη Πισπιρίγκου. «Ολες υποθέσεις με ψυχικό πόνο και αγριότητα, που αυτά που ακούς στην αίθουσα δεν είναι εύκολα», λέει. «Πρέπει όμως να κρατηθείς ψύχραιμος. Παρότι η θέση μας είναι χωροταξικά και ηθικά με τα θύματα, πρέπει να δείξουμε την κατάσταση στο δικαστήριο όπως είναι συνολικά, από τους κατηγορουμένους μέχρι τους δικηγόρους και την έδρα». Το εγχείρημα είναι απαιτητικό, οι εναλλαγές κάδρων είναι συνεχείς. «Παρατηρώντας όμως τη γλώσσα του σώματος και τις εκφράσεις, καταγράφεις μια τάση. Αμηχανίας, θράσους, άνεσης. Πράγμα που ίσως δεν μπορεί να κάνει ο φακός με τον ίδιο τρόπο. Εμείς έχουμε περισσότερο χρόνο. Διαμεσολαβείται μέσα από την τέχνη μας η εικόνα, ανάλογα με το εικαστικό ύφος του καθενός».
Πάνω, σκίτσο του Παναγιώτη Μητσομπόνου από τη δίκη για την υπόθεση της «Κιβωτού του Κόσμου». Κάτω, η κατάθεση ενός μάρτυρα για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου από την πένα του Κανέλλου Μπίτσικα ή αλλιώς Kanellos Cob.
Η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη στις δίκες που έχει απαγορευτεί η παρουσία φωτορεπόρτερ, όπως στη δίκη για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. «Ενιωσα ότι είχε έναν ακτιβισμό αυτό που κάναμε», λέει ο John Antono. «Αν δεν υπήρχαν σκίτσα, δεν θα μπορούσε κάποιος να δει τίποτα. Ενιωσα ότι καταγράφουμε κάτι που έχει αξία για το μέλλον ως ιστορική πηγή, τεκμηρίωση ενός ιστορικού γεγονότος». Παρών σε εκείνη τη δίκη, με τα μπλοκ, τα μολύβια και τα υπόλοιπα εργαλεία της δουλειάς, ήταν και ο Παναγιώτης Μητσομπόνος. «Με το που μπήκα στο δικαστήριο ανακάλυψα ότι γνωρίζω τον πατέρα του Ζακ. Είχαν μια ταβέρνα στην Ιτέα στην οποία πηγαίναμε πιτσιρικάδες. Πολύ συμπαθητικοί άνθρωποι». Αργότερα θα τους έβλεπε να κλαίνε. «Ηταν πολύ δύσκολο να το παρακολουθείς, Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η ασέβεια των κατηγορούμενων αστυνομικών, που κάθονταν με τα πόδια πάνω στις καρέκλες, γελούσαν και ειρωνεύονταν τους μάρτυρες, και δίπλα τους κάθονταν οι γονείς του θύματος». (Η αίθουσα ήταν άδεια λόγω COVID-19.) Δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει το συναίσθημά του. «Βγαίνει μόνο του πάνω στο σκίτσο. Επειδή τα σκίτσα είναι δίλεπτα, τρίλεπτα, αφού οι άνθρωποι κουνιούνται, φεύγουν, δεν είναι μια στημένη πόζα, αυτό που προλαβαίνεις είναι κυρίως το συναίσθημα».
Ο Μητσομπόνος είχε εμπειρία από τη δίκη της Χ.Α., στην οποία πολλοί σκιτσογράφοι έβγαζαν φωτογραφίες για να διευκολυνθεί η δουλειά τους. Οταν όμως στις 18 Ιανουαρίου του 2024 στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο σήκωσε το κινητό να βγάλει φωτογραφία, κατέληξε όχι μόνο να του κατασχεθεί η συσκευή παρότι είχε σβήσει τη φωτογραφία, αλλά να συλληφθεί και να περάσει ένα βράδυ στο κρατητήριο. «Πιο βρώμικο μέρος δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Θυμάμαι είχε κάτι κουβέρτες πεταμένες κάτω, να βρέχονται από τα νερά της τουαλέτας. Ολο το βράδυ το πέρασα καθιστός σε μια γωνιά», λέει σήμερα. «Θα μπορούσα να το κάνω κόμικ». Πριν από δύο εβδομάδες ήταν και η δικάσιμος, στην οποία αθωώθηκε για το έγκλημά του. Το κινητό ακόμη να του επιστραφεί. Ο ίδιος επέστρεψε να καλύψει την υπόθεση και σε δεύτερο βαθμό. Η ατμόσφαιρα είναι διαφορετική, η αίθουσα αυτή τη φορά είναι γεμάτη κόσμο. Ομως η διαδικασία εξακολουθεί να είναι ψυχοφθόρα. «Δεν ξέρω τι έχει βγει από αυτά στα σχέδιά μου, αλλά κάθε φορά που φεύγω από το δικαστήριο είμαι διαλυμένος».
Σκίτσα του Γιάννη Αντωνόπουλου, γνωστού και ως John Antono, από τη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου.
Κάτι αντίστοιχο θα μου πει και ο Kanellos Cob. «Θυμάμαι να φεύγω από αυτή τη δίκη (σ.σ. για το Ζακ) εντελώς άδειος. Στις 6 μ.μ. κοιμήθηκα». Ηταν η πρώτη του δίκη και ήταν χειρότερο από αυτό που φανταζόταν. «Δεν είχα προετοιμαστεί γι’ αυτά που θα άκουγα. Επειδή κάνω εικονογράφηση και η φαντασία μου καλπάζει, ήθελα να ζωγραφίσω τέρατα. Το φωτογραφικό κλικ είναι πολύ σημαντικό, αλλά στην εικονογράφηση πιάνεις ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να αποσπαστεί από το δικό σου. Το πρόβλημα δεν ήταν το πόσο γρήγορα έπρεπε να ζωγραφίζουμε. Ηταν το αίσθημα της αδικίας». Προς το τέλος της δικασίμου, ο Κανέλλος ζωγράφιζε ακόμη με ένταση, όταν αισθάνθηκε ένα χτύπημα στον ώμο. Ηταν η γιαγιά του Ζακ που ήθελε να τον ευχαριστήσει για αυτό που κάνει. «Πήγα να κλάψω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι η δική μου δυσκολία δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που περνούν αυτοί οι άνθρωποι».