
Kathimerini.gr
Οι τουρίστες το βρίσκουν «τσιμπημένο», αν και αντιλαμβάνονται τις αιτίες της αύξησής του («Κ», 5/4/2025). Δεν είναι εξάλλου ασήμαντη μια προς τα πάνω ανατίμηση κατά 50%. Αυτό όμως περιλαμβάνει, ειδικά για την Ακρόπολη, η δεύτερη φάση της νέας τιμολογιακής πολιτικής του υπουργείου Πολιτισμού για αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία: από 1ης Απριλίου 2025 το εισιτήριο του δημοφιλέστερου μνημείου της χώρας κοστίζει όχι 20, αλλά 30 ευρώ.
Η νέα τιμή εισόδου στην Ακρόπολη εφαρμόζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς καταργούνται οι τιμολογιακές διαφορές θερινής και χειμερινής περιόδου. Τα ενιαία εισιτήρια έχουν επίσης σταματήσει να ισχύουν από πέρυσι, πλην εξαιρέσεων, στις οποίες η Ακρόπολη δεν περιλαμβάνεται. Τα νέα, πάντως, δεν είναι μόνο δυσάρεστα: τόσο στην Ακρόπολη, όσο και σε μνημεία και μουσεία προβλέπεται μία επιπλέον «δωρεάν» Κυριακή κάθε μήνα, ενώ το δικαίωμα ελευθέρας εισόδου για πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέχρι 25 ετών επεκτάθηκε και σε εκείνους εκτός Ε.Ε. μέχρι 18 ετών.
Και αν τον Δεκέμβριο του 2023, όταν ανακοινώθηκε η νέα τιμολογιακή πολιτική, οι συζητήσεις και οι αντιδράσεις αφορούσαν ένα μέτρο που δεν είχε ακόμα εφαρμοστεί, πλέον το ερώτημα μπορεί να τεθεί στη βάση μιας αύξησης που εφαρμόζεται ήδη εδώ και μια εβδομάδα: είναι πολλά τα 30 ευρώ για να δει κανείς την Ακρόπολη; Ναι ή όχι και σε σχέση με τι; Ποιο αποτύπωμα θα έχει το νέο μέτρο, αλλά και τι ευθύνες συνεπάγεται;
ΙΩΑΝΝΑ ΔΡΕΤΤΑ
Πρόεδρος του ∆.Σ. του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Συνάδει με το μέγεθος και τη σημασία του μνημείου
Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι της χώρας μας είναι κεντρικό, μεγάλης προστιθέμενης αξίας στοιχείο του brand της Ελλάδας. Ειδικότερα η Ακρόπολη αποτελεί τον πρώτο –με διαφορά– λόγο να επισκεφθεί κανείς την Αθήνα· είναι ένα μνημείο με τεράστια αναγνωρισιμότητα, που περιλαμβάνεται στους προορισμούς ζωής των ταξιδιωτών από όλο τον κόσμο.
Τον Δεκέμβριο του 2023, το υπουργείο Πολιτισμού παρουσίασε πλέγμα πολιτικών που ρυθμίζουν ζητήματα εισιτηρίων για τους αρχαιολογικούς χώρους, βασισμένο σε ειδική μελέτη του ΟΔΑΠ. Μεταξύ άλλων, ακολουθώντας αντίστοιχη τιμολογιακή πολιτική με την υπόλοιπη Ευρώπη, η πολιτεία αυξάνει το κόστος των εισιτηρίων και κατηγοριοποιεί τους χώρους ανάλογα με την επισκεψιμότητά τους. Το εισιτήριο της Ακρόπολης –το μοναδικό μνημείο στην πρώτη κατηγορία– αυξάνεται από 20 στα 30 ευρώ.
Η αύξηση είναι ποσοστιαία μεγάλη, κατά τη γνώμη μου, όμως, το νέο κόστος συνάδει με το μέγεθος και τη σημασία του μνημείου. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τη συσχέτισή του με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ με την ίδια απόφαση διευρύνονται οι δικαιούχοι ελεύθερης εισόδου. Σημασία επίσης έχει πως τα έσοδα επανεπενδύονται στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε πως με ένα πιο αυξημένο εισιτήριο, οι απαιτήσεις των επισκεπτών αντίστοιχα αυξάνονται. Η διαχείριση του μνημείου γίνεται ακόμη πιο απαιτητική, όσον αφορά την τελική εμπειρία. Η πρόσβαση σε ΑμεΑ, η σκίαση στην αναμονή, ο αριθμός των επισκεπτών κάθε στιγμή, το ηλεκτρονικό εισιτήριο και η δυνατότητα έγκαιρης κράτησης διαμορφώνουν την τελική εμπειρία.
Σε αυτή τη λογική, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, λόγω των πρόδρομων εργασιών και των δοκιμαστικών τομών που ξεκινούν σύντομα στο πλαίσιο του μεγάλου έργου ανακαίνισης και επέκτασης και της σχετικής όχλησης που θα δημιουργηθεί στους επισκέπτες, αποφάσισε να μην αυξήσει το εισιτήριο (12 ευρώ) για το 2025.
Το μέγεθος και η σημασία της Ακρόπολης και η ταύτισή της με το brand της Αθήνας και της χώρας δεν επιτρέπουν άλλη τιμολογιακή προσέγγιση. Το κόστος του εισιτηρίου πρέπει να αντανακλά αυτό που είναι το μνημείο, όχι μόνο επιστημονικά, αλλά και στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός ευρύτερα, αλλά και ειδικότερα αυτά τα σπουδαία μνημεία με την πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα από το διεθνές κοινό είναι ένα εργαλείο soft power για τη χώρα. Ως τέτοιο πρέπει να προσεγγίζεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Τέχνης και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, κάτοχος της έδρας Jonathan Sobel and Marcia Dunn
Επιχείρημα για το Βρετανικό Μουσείο;
Τριάντα ευρώ το άτομο για να επισκεφθούμε την Ακρόπολη. Για έναν τουρίστα, η τιμή δεν είναι εξωφρενική σε σύγκριση με τα 79 δολάρια για το Empire State Building, τα 36 ευρώ για τον Πύργο του Αϊφελ ή τα 32 για τις Βερσαλλίες. Βέβαια, η Αγία Σοφία στα 25 ευρώ είναι πιο φθηνή και για 22 ευρώ μπορώ να δω ολόκληρη την Πομπηία. Το Κολοσσαίο με μόνο 18 ευρώ είναι σε τιμή ευκαιρίας. Για μια ελληνική οικογένεια με δύο παιδιά όμως, ακόμη κι αν νέοι κάτω των 25 ετών δεν πληρώνουν, 60 ευρώ για τους γονείς είναι απαγορευτικά. Φυσικά ο πατέρας μπορεί να περιμένει στην είσοδο και η όλη επίσκεψη να κοστίσει μόνο 30. Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι: Πού θα καταλήξουν τα επιπλέον έσοδα; Επιστημονικό έργο υπό τη μορφή σοβαρών δημοσιεύσεων δεν παράγει πλέον ο ΟΔΑΠ. Αραγε θα γίνουν κι άλλες δραστικές επεμβάσεις στα μνημεία που ξεπερνούν τις παραδοσιακές αναστηλώσεις; Αν τα χρήματα χρησιμοποιηθούν για να κλείσουν τρύπες στον προϋπολογισμό ή για να δημιουργηθούν τα μουσεία του μέλλοντος με εκ των υστέρων μουσειακές μελέτες (ο νοών νοείτω!), τότε ας αναλάβει τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς το υπουργείο Τουρισμού κι ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: περί κερδοφόρας επιχείρησης πρόκειται, όχι διαχείρισης, προβολής και μελέτης των αρχαιοτήτων. Επιπλέον θέμα είναι η σύγκριση με το Βρετανικό Μουσείο. Η είσοδος ελεύθερη. Φυσικά, οι αίθουσές του παμπάλαιες και προβληματικές, αλλά και μια επίσκεψη σε μεγάλο μουσείο της Ελλάδας, με πάνω από τις μισές του αίθουσες κλειστές και τις υπόλοιπες σε λυπηρή κατάσταση, αρκεί για να σωπάσουμε. 30+20 ευρώ για τον Παρθενώνα και κάποια από τα γλυπτά στο Μουσείο Ακρόπολης στην Αθήνα, 0 ευρώ για την πλειοψηφία των Γλυπτών στο Λονδίνο και τον Παρθενώνα ας τον δω σε φωτογραφίες, όπως ο Ελληνας πατέρας που ακόμη περιμένει στην είσοδο της Ακρόπολης… Μήπως δίνουμε επιχειρήματα στο Βρετανικό Μουσείο;