Kathimerini.gr
Γιάννης Σουλιώτης
Τον Μάιο του 2021 και ενώ επί δύο χρόνια ερευνούσε εντατικά την αμαρτωλή σύμβαση «717» της ΕΡΓΟΣΕ, η επιθεωρήτρια της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) Μάγδα Γεροντίδου αντικαταστάθηκε με αιφνιδιαστική απόφαση της τότε διοίκησης. Ο φάκελος της έρευνας τής αφαιρέθηκε, με την ίδια να υποβάλλει λίγο αργότερα την παραίτησή της και να αποχωρεί από την ΕΑΔ μέσα σε αρνητικό κλίμα. Προηγουμένως είχε εντοπίσει παρατυπίες στην υλοποίηση της σύμβασης, ενώ ως επικεφαλής κλιμακίου της ανεξάρτητης αρχής είχε πραγματοποιήσει απροειδοποίητα έφοδο στα γραφεία της ΕΡΓΟΣΕ κατάσχοντας και ζητώντας έγγραφα.
Δύο χρόνια αργότερα και ενώ πλέον εργάζεται ως ελεγκτής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κ. Γεροντίδου αποτελεί μάρτυρα-κλειδί στην έρευνα της ευρωπαϊκής εισαγγελίας για τη μη υλοποίηση της χρηματοδοτούμενης από κονδύλια της Ε.Ε. σύμβασης «717». Με την έρευνα να καταλήγει στη σύνταξη –τον Ιούλιο– κατηγορητηρίου εις βάρος 26 στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ, του υπ. Μεταφορών και των κατασκευαστικών εταιρειών για απιστία και απάτη. Ευθύνες εντοπίζονται και σε πολιτικά πρόσωπα και συγκεκριμένα στους κ. Χρήστο Σπίρτζη και Κώστα Καραμανλή, που διετέλεσαν υπουργοί Μεταφορών και Υποδομών το διάστημα από το 2016 κι έπειτα. Το τελικό πόρισμα της ΕΑΔ αντίστοιχα, από το οποίο φυσικά απουσιάζει η υπογραφή της κ. Γεροντίδου, διατυπώνει παρατηρήσεις και συστάσεις, αλλά δεν εντοπίζει ποινικές ευθύνες για τη μη υλοποίηση του έργου.
Από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 2023, η πρώην επιθεωρήτρια της ΕΑΔ έδωσε τουλάχιστον τρεις καταθέσεις και ένα πολυσέλιδο υπόμνημα στους Ευρωπαίους εισαγγελείς παραθέτοντας λεπτομερώς τα ευρήματα της πολυετούς έρευνάς της. Ρωτήθηκε και για την απόφαση των επικεφαλής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας να της αφαιρέσουν τον φάκελο της έρευνας. Οι απαντήσεις της περιλαμβάνονται στη δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση: «Η συμμετοχή μου τερματίστηκε την Πέμπτη 27 Μαΐου 2021, ημερομηνία στην οποία έλαβα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την τροποποίηση της εντολής ελέγχου, μέσω της οποίας πληροφορήθηκα την αντικατάστασή μου (χωρίς δική μου αίτηση) στον εν λόγω έλεγχο για λόγους φόρτου εργασίας, όπως μου ανακοίνωσαν», κατέθεσε στις 30 Μαρτίου ενώπιον των Ευρωπαίων εισαγγελέων.
Το έργο
Η σύμβαση «717» υπεγράφη το 2014 και αφορούσε την αποκατάσταση λειτουργίας των συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης κατά μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου. Είχε προϋπολογισμό 41 εκατ. ευρώ και προθεσμία υλοποίησης δύο ετών. Επτά χρόνια μετά το πέρας της προθεσμίας και ενώ έχουν μεσολαβήσει 8 παρατάσεις και η υπογραφή μιας συμπληρωματικής σύμβασης, η ολοκλήρωση του έργου παραμένει σε εκκρεμότητα. Η ευρωπαϊκή εισαγγελία άρχισε να ερευνά την υπόθεση το φθινόπωρο του 2022 με αφορμή μια ανώνυμη καταγγελία και φέτος το καλοκαίρι συνέταξε ένα βαρύ κατηγορητήριο. Μεσολάβησε το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που είχε ως συνέπεια τον θάνατο 57 επιβατών – οι περισσότεροι, φοιτητές που ταξίδευαν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη μετά το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας.
Το κατηγορητήριο των Ευρωπαίων εισαγγελέων εντοπίζει βαριές ευθύνες στα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, της διαχειριστικής αρχής του υπουργείου Μεταφορών και της κοινοπραξίας, αποδίδοντάς τους δόλο. Στα ίδια συμπεράσματα είχε, εξάλλου, οδηγηθεί και η έρευνα της κ. Μάγδας Γεροντίδου. «Ο ανάδοχος δεν προσκόμισε εγκεκριμένες μελέτες, με συνέπεια την παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης. Η εν λόγω παραβίαση δημιουργεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα σφάλματα κατά την υλοποίηση των συμβάσεων», κατέθεσε στους Ευρωπαίους εισαγγελείς η κ. Γεροντίδου. «Με την 1η συμπληρωματική σύμβαση εργασιών πραγματοποιείται ουσιώδης τροποποίηση του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις», παρατηρεί σε άλλη κατάθεσή της.
Η ζημία
Σε μία από τις τελευταίες καταθέσεις της και ενώ έχει επισημάνει στους εισαγγελείς ότι η οικονομική ζημία από τους χειρισμούς στην υπόθεση ξεπερνά τα 9 εκατ. ευρώ, η κ. Γεροντίδου καλείται να σχολιάσει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι πρώην συνάδελφοί της στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Πριν αποφασίσουν να θέσουν την έρευνα στο αρχείο, μεταξύ άλλων, απέδωσαν τις πολυετείς καθυστερήσεις στις «δύσκολες συνθήκες υλοποίησης της σύμβασης» και στις «διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις για την αναβάθμιση του έργου». «Η έκθεση της ΕΑΔ ενώ κατ’ αρχάς αναγνωρίζει τις αντισυμβατικές πράξεις και κυρίως παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων της ΕΡΓΟΣΕ έναντι του αναδόχου, στη συνέχεια αντί να αναλύει τις ζημιογόνες χρονικά και κοστολογικά συνέπειες αυτών των πράξεων, εκτρέπεται σε δίκη προθέσεων των στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ και επικαλείται το σύνολο των δυσχερειών του έργου για να δικαιολογήσει τον μη καταλογισμό των αυτονόητων εκ του αποτελέσματος ευθυνών τους».
Η επιθεωρήτρια, που πλέον εργάζεται για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με έδρα τις Βρυξέλλες, είχε αρνηθεί να απαντήσει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της «Κ» ξεκαθαρίζοντας ότι δεσμεύεται από το απόρρητο και συμφωνίες εμπιστευτικότητας που παραμένουν σε ισχύ. Πηγές από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, που είχαν ερωτηθεί σχετικά, είχαν δηλώσει ότι η επιθεωρήτρια απαλλάχθηκε από την έρευνα λόγω φόρτου εργασίας, καθώς χειριζόταν μία ακόμη ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση.