ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

«Έκλαιγαν, γιατί δεν πίστευαν, ότι θα σωθούν»

Εθελοντές που ξεκίνησαν ακόμα κι από την Αθήνα περιγράφουν στην «Κ» τις δραματικές στιγμές που βιώνουν οι εγκλωβισμένοι στον πλημμυρισμένο κάμπο

Kathimerini.gr

Μαριάννα Χιονά

Η πόλη του, η Καρδίτσα, ήταν αυτό που τού είχε λείψει περισσότερο μετά τη συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου. Λίγες μέρες ξεκούρασης χρειαζόταν μόνο ο πρωταθλητής του βάδην, Αλέξανδρος Παπαμιχαήλ για να ξεκινήσει πάλι τις προπονήσεις του. Δεν πρόλαβε όμως καθώς η κακοκαιρία «Daniel» ισοπέδωσε τη Θεσσαλία και έπληξε την πατρίδα του.

Χωρίς δεύτερη σκέψη συνεννοήθηκε μαζί με άλλους κατοίκους και συγκρότησαν μία ομάδα 20 εθελοντών που μοιράζουν τρόφιμα σε όσους έχουν εγκλωβιστεί στα σπίτια τους. «Η κατάσταση είναι τραγική. Ό,τι κάνουμε το κάνουμε μόνοι μας, δεν υπάρχει καμία βοήθεια από καμία υπηρεσία. Υπάρχει ένταση, επικρατεί πανικός και εμείς προσπαθούμε να τροφοδοτήσουμε όσο περισσότερο κόσμο μπορούμε», λέει στην «Κ», την ώρα που βρίσκεται πάνω σε ένα τρακτέρ που προσπαθεί να διασχίσει τους πλημμυρισμένους δρόμους στον Παλαμά.

Η επιχείρηση τροφοδοσίας ξεκίνησε στις έξι το πρωί της Παρασκευής. Όσο όμως βράδιαζε, η προσπάθειά τους γίνεται πιο δύσκολη. Μέχρι τα σημεία που το βάθος δεν ξεπερνά το ένα μέτρο προσεγγίζουν με το τρακτέρ. Στα βαθύτερα χρησιμοποιούν βάρκες. Υπάρχει ανάγκη όμως για περισσότερα χέρια, περισσότερες μέσα. «Υπάρχουν ογδοντάχρονοι φοβισμένοι, κάθονται μέσα στα δωμάτια περιμένοντας κάποιον να τους σώσει και ακόμα δεν έχουμε κόσμο. Είναι κρίμα, χρειαζόμαστε και άλλες βάρκες», συμπληρώνει απευθύνοντας έκκληση για μεγαλύτερη βοήθεια.

«Αυτό που έχω ζήσει σήμερα – γιατί είχα ζήσει και τον ‘’Ιανό’’ το 2020 στην Καρδίτσα – δεν το έχω ξαναδεί. Οι άνθρωποι που μας βλέπουν εγκλωβισμένοι συγκινούνται. Μας κοιτούν και νομίζουν ότι σωθήκανε. Έχουν έναν καημό στα μάτια τους. Και είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις συγκρατημένος για να τους συμπαρασταθείς. Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι, οι νέοι μπόρεσαν μόνοι τους να βγουν με ψυχραιμία και να σωθούν. Οι μεγαλύτεροι όμως και 30 πόντους νερό να έχει δεν μπορούν να βγουν. Περιμένουν στωικά στις ταράτσες. Στα δυώροφα σπίτια συγκεντρώνονται 3-4 οικογένειες. Τρέχουμε όλοι και προσπαθούμε να συμμαζέψουμε την κατάσταση. Έχουμε τροφοδοτήσει πάνω από 40 οικογένειες. Η συνέχεια όμως θα είναι δύσκολη».

Στον Παλαμά, στο ίδιο χωριό, λίγα μέτρα παρακάτω πάνω σε ένα τρακτέρ επιχειρεί και ο Σάκης Σχοινάς. Με το όχημά του μεταφέρει μία βάρκα, την οποία χρησιμοποιούν για τους απεγκλωβισμούς άνδρες των ΟΥΚ. «Συναντάμε φοβισμένους ανθρώπους. Ηλικιωμένους, με κινητά προβλήματα. Άλλοι είναι κατάκοιτοι. Βρίσκονται όπου μπορούν για να γλυτώσουν, στον πρώτο όροφο, στην ταράτσα, πάνω από μία ντουλάπα. Το πρώτο πράγμα που μας ζητούν είναι νερό. Έχουν να πιουν δύο μέρες. Έχουμε απεγκλωβίσει σχεδόν 300 άτομα. Νεκρούς δεν έχουμε αντικρίσει. Γνωρίζουμε όμως για πολλούς αγνοούμενους», περιγράφει στην «Κ».

Αυτή την εικόνα μεταφέρει και άλλος ένας εθελοντής. «Υπάρχουν πολλοί αγνοούμενοι στον Παλαμά, τους οποίους η πλημμύρα τους βρήκε στον ύπνο και επειδή τα σπίτια ήταν παλιά με χώμα και πέτρα, έπεσαν. Σίγουρα θα έχει εγκλωβισμένους και από κάτω».

Ο Σπύρος Πέτροβιτς συνδράμει στις επιχειρήσεις διάσωσης από το απόγευμα της Πέμπτης. Άφησε την οικογένεια του στην Αθήνα, πήρε τη βάρκα του και πήγε στην Καρδίτσα για να βοηθήσει στους απεγκλωβισμούς. Ως υπεύθυνος της Ειδικής Ομάδας Εθελοντών Πεντέλης έχει συμμετάσχει σε διασώσεις σε φωτιές, σε ισχυρές χιονοπτώσεις. Σε πλημμύρες όμως ήταν η πρώτη φορά. «Τέτοιο πράγμα δεν έχουμε ξαναδεί. Τον τόπο δεν τον ξέρουμε και αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολη την επιχείρηση μας. Τα πράγματα είναι τραγικά, υπάρχουν χωριά εγκλωβισμένα, που δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να προσεγγίσουμε».

Στη βάρκα βρίσκεται μαζί με άλλον έναν εθελοντή από την Αθήνα, ενώ αύριο να αναμένεται να ενισχύουν την προσπάθεια τους άλλα τέσσερα άτομα με δύο βάρκες. Μέχρι στιγμής έχουν περάσει από τέσσερα χωριά της Καρδίτσας. «Με το που φτάσαμε πήγαμε στην Αγία Τριάδα. Στην εκκλησία ήταν εγκλωβισμένα σχεδόν 25 άτομα. Μπήκαμε βράδυ, να τους αφήσουμε τρόφιμα και κοιμόντουσαν. Παντού πλημμυρισμένα, οι δρόμοι ήταν ποτάμια, μόνο με βάρκα μπορείς να κινηθείς. Στον Παλαμά οι περισσότεροι περιμένουν στον δεύτερο όροφο, γιατί τα σπίτια του πρώτου ορόφου είναι όλα πλημμυρισμένα. Εγώ τους παίρνω από τα σπίτι τους και τους μεταφέρω στην εκκλησία ή το κέντρο υγείας και από εκεί τους παραλαμβάνουν άλλοι. Μας έπιαναν από το χέρι και έκλαιγαν. Δεν πίστευαν ότι θα σωθούν, δεν πίστευαν ότι θα ζήσουν…».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση

X