Του Σταύρου Χριστοδούλου
Στις εκλογές κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. Το ενδιαφέρον όμως με την πολιτική είναι ότι δεν κυριαρχείται από τη μαθηματική λογική. Εξ ου και οι νικητές ή οι χαμένοι των εκλογών δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην αντανάκλαση των ποσοστών που έλαβαν. Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές είναι ένα τέτοιο καλό παράδειγμα, καθώς έδωσαν θετικό πρόσημο στα κόμματα του λεγόμενου ενδιάμεσου και αρνητικό στον ΔΗΣΥ που έμεινε εκτός δεύτερου γύρου. Τι γίνεται όμως με το ΑΚΕΛ; Ή για να ακριβολογούμε, τι γίνεται με την ευρύτερη Κεντροαριστερά, η οποία έφτασε μέχρι την πηγή αλλά δεν ήπιε νερό;
Διαβάζω την άποψη ότι το ΑΚΕΛ μετά από μια τρίτη ήττα δεν δικαιούται να αισθάνεται δικαιωμένο από την επιλογή του. Αν το δούμε με τη στενή εκλογική (μαθηματική) λογική, το επιχείρημα αυτό έχει βάση. Αν όμως δούμε τη μεγάλη εικόνα, τότε θα καταλήξουμε σε δύο ενδιαφέροντα, κατά την άποψή μου, συμπεράσματα: Πρώτον, το ΑΚΕΛ ανέστρεψε μια καθοδική πορεία δέκα χρόνων, καταφέρνοντας να αποκλείσει από τον δεύτερο γύρο τον βασικό κομματικό του αντίπαλο. Καθόλου αμελητέο, αν σκεφτούμε ότι η υποψηφιότητα Μαυρογιάννη δεν είχε άλλα κομματικά στηρίγματα. Δεύτερον, έπειτα από ένα μπαράζ δημοσκοπήσεων που έδειχναν τον Χριστοδουλίδη να παίρνει κεφάλι έως και 20 μονάδες, ο υποψήφιος της Κεντροαριστεράς κατάφερε να κλείσει την ψαλίδα στις 4 μονάδες. Κι εδώ βάζουμε μια άνω τελεία. Αφενός γιατί όλα αυτά αποτελούν μια παλιά ιστορία που αφορά στο χθες κι αφετέρου γιατί το ενδιαφέρον πλέον εστιάζεται στο πολιτικό τοπίο όπως διαμορφώνεται σήμερα. Υπ’ αυτή την έννοια, εκείνο που χαρακτηρίζει το μετεκλογικό σκηνικό είναι το momentum της Αριστεράς. Μια πολιτική δυναμική η οποία συσπείρωσε το 48% του λαού (τη μισή Κύπρο δηλαδή) πίσω από μια κεντροαριστερή υποψηφιότητα. Αυτό το γεγονός δικαιολογεί την αισιοδοξία του ΑΚΕΛ ότι μπορεί ν’ αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό για τη δημιουργία ενός πλατιού κεντροαριστερού μετώπου, το οποίο θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο μέλλον. Με δύο βασικές προϋποθέσεις όμως: ότι το ΑΚΕΛ θα κατανοήσει την ύπαρξη του momentum και ότι θα επιδείξει ενεργά κομματικά αντανακλαστικά για να το αξιοποιήσει.
Τα κόμματα, ακόμα κι αυτά που δεν είναι αρχηγικά, αλλά στηρίζονται σε ιδεολογικά θεμέλια, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς «πρόσωπο». Η Αριστερά, στον σύγχρονο κόσμο της πολιτικής επικοινωνίας και της επικυριαρχίας των κοινωνικών δικτύων, δεν θα μπορούσε φυσικά να αποτελεί εξαίρεση. Το ΑΚΕΛ, λοιπόν, αν θέλει να βρει τον νέο του βηματισμό, οφείλει να εισέλθει πιο αποφασιστικά στην «εποχή Στεφάνου». Μόνο έτσι ο κόσμος –όχι μόνο τα κομματικά μέλη αλλά το εν δυνάμει εκλογικό ακροατήριο της Αριστεράς– θα καταλάβει αν το ΑΚΕΛ λαμβάνει τα μηνύματα της εποχής και αν τα μετουσιώνει σε όραμα. Μόνο ένας στιβαρός ηγέτης, με τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβει, θα καταφέρει να εξελίξει το νέο momentum σε νικηφόρα προοπτική. Ο Στεφάνου, λόγω ιδιοσυγκρασίας, έχει θετικό πρόσημο στην κοινή γνώμη και αυτό είναι βεβαίως πλεονέκτημα. Πλην όμως, δεν είναι αρκετό. Γιατί άλλο πράγμα είναι να σε συμπαθούν και άλλο να σε ψηφίζουν. Το momentum αποτελεί απλώς μια καλή προϋπόθεση. Με άλλα λόγια ανοίγει τους ορίζοντες σε ένα ευρύτερο κοινό, το οποίο αποζητά απαντήσεις και διεξόδους μέσα από την αριστερή πολιτική οπτική. Το ζητούμενο για το ΑΚΕΛ είναι αν θα καταφέρει να ξεπεράσει τον κομματικό του εαυτό και να εκφράσει εκλογικά τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.
Σύμφωνα με τις έως τώρα εξαγγελίες φαίνεται ότι στην Εζεκία Παπαϊωάννου έλαβαν τα μηνύματα και δρομολόγησαν εσωκομματικές διαδικασίες. Με ορίζοντα το Καταστατικό Συνέδριο του φθινοπώρου το ΑΚΕΛ θα κινηθεί σε τρία μέτωπα: Πρώτον, τον εκσυγχρονισμό του κόμματος με καταστατικές αλλαγές. Δεύτερον, την οργανωτική αναδιάρθρωση με σημερινούς όρους. Και τρίτον, τη μετεξέλιξη των Νέων Δυνάμεων σε μια δομή με χαρακτηριστικά Κοινωνικής Συμμαχίας. Το αποτέλεσμα της κάλπης των προεδρικών εκλογών έστειλε το μήνυμα ότι εκεί έξω υπάρχει ένα μεγάλο ακροατήριο έτοιμο να ακούσει. Το στοίχημα για το ΑΚΕΛ και τον Στέφανο Στεφάνου προσωπικά, είναι αν θα μπορέσει να το πείσει.