Kathimerini.gr
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια δύο πολιτικές προσωπικότητες στη Δύση στοιχειώνουν τη φαντασία των αγχωμένων αριστερών. Η πρώτη είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, ίσως ο πιο ισχυρός λαϊκιστής στη Δύση εξαιτίας και μόνο του αξιώματος που κατέχει. Ο δεύτερος είναι ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν, ίσως ο πιο αποτελεσματικός λαϊκιστής με κριτήριο τις εξουσίες που εξασφάλισε, τους αντιπάλους που εξουδετέρωσε και την επιρροή που διαθέτει πάνω στην πολιτική ζωή της χώρας του.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να θεωρεί κανείς τον Τραμπ και τον Ορμπαν προσωπικότητες με παράλληλο πολιτικό βίο. Εχουν παρόμοια πολιτική βάση, ίδιους εχθρούς και αντίστοιχη υποστήριξη από μια «εθνικιστική διεθνή», που έχει συσπειρωθεί ονλάιν για να διακηρύξει την υποστήριξή της προς τους λαϊκιστές όλου του κόσμου.
Αμφότεροι είναι επικριτές των διεθνών θεσμών και της φιλελεύθερης ευαισθησίας, έχουν τάσεις νεποτισμού και προώθησης ημετέρων και έχουν ευεργετηθεί ιδιαίτερα από τις αποτυχίες του ραφιναρισμένου κέντρου, της αξιοσέβαστης ελίτ. Ανέκαθεν όμως υπήρχαν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, που έγιναν αισθητές από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά οξύνθηκαν κατά την πρόσφατη κρίση, τους τελευταίους μήνες.
Ο Ορμπαν δεν είναι ακριβώς ο αυταρχικός ηγέτης που σκιαγραφεί η φιλελεύθερη καρικατούρα, αλλά πολιτικός που ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική ισχύ και τις χρήσεις της. Αντίθετα ο Τραμπ δεν φαίνεται να νοιάζεται για την πολιτική στιβαρότητα, την ισχύ να κυβερνά και όχι απλώς να επιβιώνει.
Αναλογιστείτε τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην πανδημία. Στην Ουγγαρία η άφιξη του κορωνοϊού οδήγησε στην αορίστου χρόνου κήρυξη της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που εγκρίθηκε από μια μεγάλη πλειοψηφία στην ουγγρική Βουλή και με την οποία εκχωρήθηκαν πρόσθετες εξουσίες στον πρωθυπουργό. Τι σήμαινε αυτό έγινε αντικείμενο ξεχωριστών ερμηνειών. Για τους επικριτές του Ορμπαν διέβη τον Ρουβίκωνα και διολίσθησε στη δικτατορία. Ο ίδιος ο Ορμπαν διεμήνυσε ότι θα επιστρέψει τις υπερεξουσίες στη Βουλή αυτόν τον μήνα και θα δώσει την ευκαιρία σε όλους να απολογηθούν στην Ουγγαρία για τις άδικες κατηγορίες.
Δεν χρειάζεται όμως να επιλύσει κανείς αυτό το δίλημμα και να αποφασίσει αν ο Ορμπαν βρίσκεται εγγύτερα στον Βλαντιμίρ Πούτιν ή τον Σαρλ ντε Γκωλ για να κατανοήσει ότι συμπεριφέρθηκε ακριβώς όπως ενεργούν γενικά οι επιθετικοί ηγέτες σε περιόδους κρίσεων: αναζητώντας περισσότερες εξουσίες και περισσότερα περιθώρια δράσης εναντίον των κινδύνων.
Καλώς ή κακώς, στο παρελθόν τέτοιου είδους κρίσεις οδήγησαν σε εκτόξευση της δημοφιλίας των προέδρων των ΗΠΑ, είτε αυτοί ήταν Ρεπουμπλικανοί είτε ήταν Δημοκρατικοί. Ο Τραμπ δεν ήθελε αυτό το δώρο. Δεν ήταν μόνο πως ήταν αναποτελεσματικός: του λείπουν η ευκολία και το ενδιαφέρον που χρειάζεται για να αδράξει την ευκαιρία μιας κρίσης. Αντιμετώπισε την πανδημία ως μια αναποδιά που πρέπει να αγνοηθεί, ένα πρόβλημα που θα ήθελε να εξαφανιστεί, ένα εμπόδιο στον τρόπο ζωής που έχει συνηθίσει: το γκολφ, τα tweets και τα παραληρήματά του. Και όταν η πραγματικότητα κατέστησε αδύνατο να αγνοήσει την απειλή, το μόνο γνήσιο πολιτικό του ένστικτο ήταν να μεταθέσει την ευθύνη στους κυβερνήτες της χώρας και να νίψει τας προεδρικές του χείρας. Ο πρόεδρός μας ενδιαφέρεται για την εξουσία μόνο ως ένα όχημα για να αποσπά την προσοχή.
Αν και οι επικριτές και οι σύμμαχοί του τον φαντάζονταν ως μια αμερικανική εκδοχή του Ορμπαν, η κρίση αποκάλυψε το βαθύ χάσμα που χωρίζει τον Τραμπ όχι μόνο από τον Ούγγρο ηγέτη, αλλά από κάθε ηγέτη που θεωρείται επικίνδυνος και ταλαντούχος. Στο τέταρτο έτος της προεδρίας του η μαύρη κωμωδία έγινε τραγωδία. Την μαύρη αυτή άνοιξη, η Αμερική ανακάλυψε ότι έχει για πρόεδρο έναν τηλεαστέρα, έναν φυγόπονο, έναν κλόουν.