ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μια Τραγωδία που αφορά την τραγωδία μας

Η Μαγδαλένα Ζήρα μιλάει στην «Κ» για τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη που σκηνοθετεί για τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Η Μαγδαλένα Ζήρα σκηνοθετεί για τον ΘΟΚ τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, οι οποίες παρουσιάζονται στο πλαίσιο των δράσεων μνήμης για τη μαύρη επέτειο των πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή. Η σκηνοθέτρια λέει στην «Κ» πως μετά από πενήντα χρόνια από την εισβολή και κατοχή είμαστε σε ένα σημείο που αυτό το έργο είναι πάρα πολύ καίριο για εμάς, γιατί ένα από τα βασικά ερωτήματα που θέτει είναι σε ποιον ανήκει αυτή η γη. Οι «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, όπως λέει η κα Ζήρα, μάς προκαλεί να σταθούμε με κριτική ματιά μπροστά από βεβαιότητες και σε παγιωμένες αντιλήψεις.

–«Φοίνισσες» του Ευριπίδη, μία πολυπρόσωπη και όχι πολυπαιγμένη τραγωδία...
Όντως πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο έργο και είναι δύσκολο να ανέβει χωρίς τη στήριξη ενός κρατικού θεάτρου. Αλλά είναι ένα σπουδαίο, δυνατό, συναρπαστικό κείμενο με μία πολύ προχωρημένη δραματουργία. Αντί για έναν κεντρικό ήρωα, παρακολουθούμε ένα σύνολο πρωταγωνιστών μέσα από πολλαπλά επεισόδια, που συνδέονται μεταξύ τους θεματικά. Η συγκέντρωση ολόκληρου του θηβαϊκού κύκλου σε ένα έργο επιτυγχάνει μία ανατρεπτική ματιά σε γνωστά γεγονότα, ενώ αποφεύγει εύκολες λύσεις. Όλα αυτά είναι γοητευτικά στοιχεία, ιδιαίτερα για το σύγχρονο θέατρο. Προσπαθώντας να καταλάβω γιατί δεν παίζεται συχνότερα ανακάλυψα ότι είχε αποκτήσει μετά την αρχαιότητα μια κακή φήμη λόγω κάποιων σχολιαστών που έκριναν ότι δεν ακολουθεί την αριστοτελική ενότητα. Αυτή είναι μια επιπόλαια κριτική γιατί η γερή δραματουργία του επιτυγχάνεται με άλλα στοιχεία της δομής και της αρχιτεκτονικής του. Νιώθω τυχερή γιατί έχω μια εξαιρετική διανομή και είχα στη διάθεσή μου το δυναμικό των Κύπριων ηθοποιών από διαφορετικές γενιές. Μάλιστα μερικοί συμμετείχαν και στα δύο προηγούμενα ανεβάσματα των «Φοινισσών», του Νίκου Χαραλάμπους και αυτό είναι ιδιαίτερα συγκινητικό. Πάντα, όμως, είναι δύσκολη μία αρχαία τραγωδία.

 

–Οι «Φοίνισσες» εμπεριέχουν ζητήματα που αφορούν το παγκόσμιο, αλλά και ειδικότερα εδώ εμάς στην Κύπρο, έχοντας αυτή την πρόσφατη ιστορία…
–Νομίζω ότι μετά από πενήντα χρόνια από την εισβολή και κατοχή είμαστε σε ένα σημείο που αυτό το έργο είναι πάρα πολύ καίριο για μας, γιατί ένα από τα βασικά ερωτήματα που θέτει είναι σε ποιον ανήκει αυτή η γη. Επίσης βάζει στο μικροσκόπιο και αποδομεί την ιδέα ότι η γη σε κάποιον ανήκει. Επικεντρώνεται στη νοσηρή προσκόλληση των Λαβδακιδών στην αυτοχθονία. Η Θήβα των Φοινισσών είναι μία πολύ κλειστή κοινωνία, αιμομικτική και μιαρή. Αντιπαραβάλλοντας με τους Λαβδακίδες ένα χορό ‘ξένων’ γυναικών, που όμως κι αυτός έχει την αξίωση ότι συνδέεται με αυτή τη χώρα, μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε τι σημαίνει πραγματικά να είσαι αυτόχθων. Ο αδελφοκτόνος πόλεμος της Θήβας είναι αποτέλεσμα μιας βίας προγονικής. Και εμείς σήμερα έχουμε εμπειρία αυτής της ιστορικότητα του τραύματος, διότι το τραύμα του πολέμου κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Στο έργο βλέπουμε τρεις γενιές μιας οικογένειας πάνω στη σκηνή σε μία πανοραμική οπτική της ιστορίας της Θήβας σε βάθος χρόνου, δηλαδή από την ίδρυσή της μέχρι το σήμερα του έργου, με τον Κάδμο, με τον Δράκοντα, με την κατάρα που υπάρχει από την αρχή… Άρα και εμείς, που είμαστε πενήντα χρόνια μέσα στο εθνικό μας πρόβλημα—και παραπάνω, αν πούμε ότι δεν άρχισε το 1974 αλλά πολύ πιο πριν—καλούμαστε να σταθούμε με κριτική ματιά μπροστά από βεβαιότητες και παγιωμένες αντιλήψεις, γιατί το ίδιο πράττει και ο Ευριπίδης, όπως ξέρει πολύ καλά να κάνει.

– Όλες αυτές οι «κυπριακές» ομοιότητες, με κάποιο τρόπο έμμεσο ή άμεσο θα τις δούμε επί σκηνής;
–Νομίζω η όψη, επειδή είναι εντελώς σύγχρονη και εμπνέεται και από τη νεκρή ζώνη της Λευκωσίας, αλλά και από τους σύγχρονους πολέμους που βλέπουμε γύρω μας αυτή τη στιγμή και διεθνώς, θα δημιουργήσει αυτές τις αναγωγές στο σήμερα αναπόφευκτα. Εδώ να μου επιτρέψεις να αναφερθώ στον Δημήτρη Αληθεινό, έναν σπουδαίο ζωγράφο από την Ελλάδα, ο οποίος αγαπάει πάρα πολύ την Κύπρο. Στα σκηνικά που ετοιμάζει νομίζω ότι εξέφρασε πάρα πολύ βαθιά αυτό τον συσχετισμό με την Κύπρο, και είμαστε τυχεροί που τον έχουμε μαζί μας σε αυτή τη συνεργασία.

–Τον σημαντικό αγώνα λόγου μεταξύ Ετεοκλή και Πολυνείκη πώς τον σκέφτηκες;
–Εκεί συμπυκνώνεται το μεγαλύτερο μέρος της διάνοιας του έργου. Οι ιδέες του έργου, το σύνολο των ιδεών είναι αυτό που ως σκηνοθέτρια εμένα με ενδιαφέρει, όταν προσεγγίζω το αρχαίο δράμα. Θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο δυνατό κομμάτι και αυτό που θα αγγίξει τον θεατή. Θέλησα να βγει ξεκάθαρα αυτή η σύγκρουση των απόψεων, οι οποίες είναι όλες εξίσου δυνατές. Αυτό που γίνεται στον αγώνα λόγων είναι μία υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ισότητας από τη μία και από την άλλη υπάρχει μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα οπτική, που λέει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ισότητα πουθενά στον κόσμο. Ξέρουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που το πιστεύουν αυτό, μπορεί να μην το λένε φανερά αλλά στον κόσμο που ζούμε είναι κάτι πάρα πολύ καίριο και πάρα πολύ συγκλονιστικό να το ακούς τόσο απροκάλυπτα. Και αυτή τη στιγμή παγκόσμια νομίζω ότι μας αφορά πάρα πολύ. Το άλλο πράγμα που πάντα με γοήτευε σε αυτό το έργο είναι ότι ο χαρακτήρας που παράγει αυτή την υπεράσπιση της ισότητας και της δημοκρατίας είναι η Ιοκάστη, μία γυναίκα και έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτό. Η Ιοκάστη μιλάει για τη συνδιαλλαγή, για την ισότητα ως συμπαντικό νόμο. Είναι μία άλλη Ιοκάστη, δεν είναι εκείνη του Σοφοκλή, αυτή του Ευριπίδη ζει, και έχει μία πολύ δυναμική παρουσία.

–Όλοι οι γυναικείοι ρόλοι είναι πολύ δυναμικοί…
–Ναι, είναι όντως. Ο χαρακτήρας της Αντιγόνης είναι ακόμα ένας λόγος που με γοήτευσε το έργο. Μοιάζει με την Αντιγόνη του Σοφοκλή, το καταλαβαίνεις ότι έχει αυτά τα ψήγματα αυτού του χαρακτήρα, αλλά τη βλέπεις σε ένα μεταίχμιο, δηλαδή είναι μια ιστορία ενηλικίωσης για την Αντιγόνη. Τη βλέπεις πριν και μετά από τον πόλεμο, άρα βλέπεις τον πόλεμο μέσα από τα μάτια ενός νεαρού κοριτσιού, και τι επίδραση έχει ο πόλεμος και αυτή η απότομη βίαιη ενηλικίωση πάνω στα νεαρά άτομα, και είναι κάτι στο οποίο επικεντρώνει το έργο, το οποίο επίσης είναι κάτι πολύ σύγχρονο και επίσης μας αφορά.

Σύγχρονοι μετανάστες

–Ο χορός είναι ένας χορός ξένων γυναικών, οι οποίες έχουν εγκλωβιστεί στη Θήβα, εξαιτίας του πολέμου…
–Είναι πάρα πολύ σημαντικός ο ρόλος του χορού. Ενώ είναι ένας από αυτούς τους παράξενους ευριπίδειους χορούς, που είναι περαστικοί και δεν ανήκουν στον τόπο –υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι, όπως στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», αυτό είναι πάντα δύσκολο και έχει πάντα εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί είναι σαν να συμπληρώνει το νόημα, την ερμηνεία του κειμένου, με ένα άλλο τρόπο, όχι μέσα από παρέμβαση στην πλοκή, δεν μπορούν να παρέμβουν στην πλοκή καθόλου, αλλά σαν παρουσία, σαν δραματική ταυτότητα, σαν χαρακτήρες και σαν συνύπαρξη πάνω στη σκηνή, δημιουργούν ολοκληρωμένη εικόνα του νοήματος. Αν ήταν γυναίκες από τη Θήβα θα είχε άλλο νόημα, αν ήταν άντρες από τη Θήβα θα ήταν άλλο το νόημα. Τα μέλη του χορού κατάγονται από τη Φοινίκη, είναι ξένες, έχουν χαμηλό στάτους, μοιάζουν με σύγχρονες ταξιδιώτισσες, με σύγχρονες μετανάστριες, με σύγχρονους εκτοπισμένους ανθρώπους. Δεν μπορούσαμε παρά να το σκεφτούμε αυτό και να κάνουμε αυτή την αναφορά, γιατί ο σύγχρονος κόσμος στον οποίο ζούμε χαρακτηρίζεται από αυτή τη συνεχή μετακίνηση πληθυσμών, οι οποίοι φεύγουν από μία εμπόλεμη ζώνη, για να καταλήξουν σε άλλη εμπόλεμη ζώνη, ελπίζοντας ότι θα πάνε κάπου καλύτερα. Και η Κύπρος είναι αυτό το μέρος, απ’ όπου περνάνε άνθρωποι που θέλουν να πάνε κάπου καλύτερα. Άρα αυτό σίγουρα υπάρχει στο μυαλό μας.

 

Τι ρόλο θα παίζει στην παράστασή σου;
–Να σας πω ότι θεωρώ ότι ο Ευριπίδης ήθελε ο χορός να λειτουργεί αντιστικτικά, με πάρα πολλούς τρόπους, και σαν εθνικότητα και φύλο, πρόκειται για γυναίκες από τη Φοινίκη, δεν είναι Ελληνίδες και δεν ανήκουν σε αυτή την πολυπληθή, αιμομικτική οικογένεια, που είναι όλοι αυτόχθονες. Είναι ιέρειες, έχουν άμεση σχέση με το θείο και Ευριπίδης τους βάζει να έχουν ιστορική μνήμη, δηλαδή να είναι φορείς του παρελθόντος: όλες οι ωδές, τα χορικά, αναφέρονται στην προϊστορία της Θήβας και έτσι εξηγούν ότι αυτός ο κύκλος βίας που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά άρχισε πολύ παλιά με τον ίδιο τον Κάδμο. Λειτουργούν και αντιστικτικά και επειδή είναι λυρικά μέρη φυσικά. Αυτό είναι σημαντικό για ένα τέτοιο πολεμικό έργο, που έχει και μεγάλη πυκνότητα ιδεών κατά τη διάρκεια των επεισοδίων.

–Άρα αξιοποιείς ένα χορό παραδοσιακό…
Θα το δείτε αν είναι παραδοσιακό. Δεν έχουν αυτή την ομοιομορφία, αλλά και έχουν μια σύγχρονη όψη. Σίγουρα πάντως για μένα το λυρικό στοιχείο είναι δυνατό, όπως και η σχέση τους με το υπερβατικό, που εκφράζεται μέσα από την κίνηση και τον ήχο για να μεταφέρει ολοκληρωμένο το νόημα του έργου, το οποίο δεν εξηγείται μόνο μέσα από την ανθρώπινη βούληση και τα γεγονότα αλλά και μέσω του υπερβατικού και της σχέσης με το θείο, το οποίο πάντα η τραγωδία αγγίζει.

–Σε ποιο βαθμό παρενέβης δραματουργικά στο έργο, είναι ένα έργο με πάρα πολλές μυθολογικές αναφορές…
Δεν έκανα ιδιαίτερη παρέμβαση, γιατί ακριβώς θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σύγχρονη η σχέση των χορικών με τα επεισόδια, αλλά και το ιδεολογικό του περιεχόμενο. Αυτό που έκανα είναι ότι, μελετώντας σε πάρα πολύ βάθος το πρωτότυπο, αφαίρεσα πράγματα που οι μελετητές θεωρούν ότι είναι σίγουρα εμβόλιμα. Γιατί είναι ένα κείμενο που έχει περάσει από παρεμβάσεις έντονες. Αλλά όλες οι παρεμβάσεις που έγιναν ήταν μετά από πάρα πολλή μελέτη του πρωτότυπου και αν κάτι αφαιρέθηκε υπάρχει σαν ατμόσφαιρα.

–Τι είναι αυτό που γενικά σε εντυπωσιάζει στο αρχαίο δράμα, γιατί το μελετάς και ακαδημαϊκά, εκτός από την καλλιτεχνική ματιά...;
Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι το φιλοσοφικό του βάθος και εύρος, το περιεχόμενο των ιδεών, και γι’ αυτό νομίζω πως επιστρέφουμε ξανά και ξανά διεθνώς όλοι, σκηνοθέτες και κοινό σε ολόκληρο τον κόσμο σε αυτά τα κείμενα. Πρόκειται για κείμενα πολύ πλούσια πνευματικά και φιλοσοφικά, εμπερικλείουν θέματα οντολογίας, ταυτότητας, κοινωνικά. Το δε πολιτικό τους περιεχόμενο είναι επίκαιρο. Θεατρικά, είναι κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον, όντας μια ολοκληρωμένη θεατρική πράξη, γιατί περιέχει και όλες τις άλλες τέχνες. Όταν ανεβάζεις ένα έργο αρχαίου δράματος κάθε φορά πρέπει να αρχίζεις από το μηδέν και κάθε γενιά θα πρέπει να βρίσκει τα δικά της μέσα. Ο στόχος μου είναι να φωτίσω τη διάνοια του έργου, το εννοιολογικό του περιεχόμενο και να φωτίσω τις καίριες συνδέσεις με το σήμερα. Κάθε κείμενο, είτε είναι σύγχρονο είτε αρχαίο, καθορίζει τη σκηνοθετική προσέγγιση από μόνο του. Δηλαδή όταν το μελετήσεις θα βρεις μέσα τον πυρήνα, το κλειδί για το ποια θα είναι η θεατρική γλώσσα με την οποία θα το ανεβάσεις. Αυτό που εγώ ως σκηνοθέτρια δεν μπορώ να ακυρώσω είναι το πνευματικό του περιεχόμενο, ποια είναι δηλαδή η διάνοιά του, ποια είναι η βασική ιδέα. Σίγουρα αυτή δεν θα είναι δική μου. Γι’ αυτή την ιδέα θα διαλέξω να το ανεβάσω και να το συνδέσω με το σήμερα.

–Πώς σκέφτεσαι τον θεατή από κάτω, πώς θες να τον βοηθήσεις, να του ανοίξεις έναν δρόμο…;
Σκέφτομαι ότι είναι μια ευκαιρία πνευματικής άσκησης, δεν είναι μια απλή ψυχαγωγία, άρα οι ιδέες τους και η ιστορία τους δεν πρέπει να χαθούν. Και αυτό είναι νομίζω το μόνο μας χρέος. Πέρα από αυτό σχετικά με τη θεατρική γλώσσα και τα θεατρικά μέσα θεωρώ ότι πρέπει να προσφέρουμε και μια ανάταση στον θεατή, μία πλούσια θεατρική εμπειρία.

Πληροφορίες

«Φοίνισσες» του Ευριπίδη, ΘΟΚ, σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα. Παραστάσεις: Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄, Σχολής Τυφλών, 10-13 Ιουλίου, ώρα 9:00 μ.μ. Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 19-20 Ιουλίου, Αρχαίο Ωδείο Πάφου, Τετάρτη 24 Ιουλίου, Λάρνακα, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο, Σάββατο 27 Ιουλίου, Δερύνεια, Δημοτικό Αμφιθέατρο, Τετάρτη 31 Ιουλίου, ώρα έναρξης παραστάσεων 9:00 μ.μ. Ηλεκτρονικά: www.thoc.org.cy, ταμείο Θεάτρου ΘΟΚ: τηλ. 77772717.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση