Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Η Κίτρινη Ταπετσαρία» της Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν, σε σκηνοθεσία Μαρίας Ιόλης Καρολίδου, με την Αντωνία Χαραλάμπους ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο Θέατρο Αιγαία. Το κείμενο της Γκίλμαν δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1892, στο αμερικάνικο λογοτεχνικό περιοδικό «The New England magazine», ένα έργο που η συγγραφέας έγραψε σε δύο ημέρες, το 1890 και είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό. Η ανώνυμη ηρωίδα βρίσκεται έγκλειστη και απομονωμένη σε ένα δωμάτιο, ακολουθώντας μία ιδιαίτερη για τα σημερινά δεδομένα, ιατρική περίθαλψη, διαδεδομένη όμως και λογική για τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ασθένειά της, μάλλον, αδιάγνωστη, επιλόχειος κατάθλιψη, κάποιας μορφής ψυχασθένεια... Ωστόσο, ο εγκλεισμός της και η υποτιθέμενη θεραπεία, μάλλον κάνουν χειρότερα τα πράγματα. Όσο και αν το έργο μοιάζει παρωχημένο, οι δυναμικές του είναι τέτοιες που το καθιστούν διαχρονικό, ακόμα και αν θελήσουμε να το μετακινήσουμε από τον βασικό του άξονα, που είναι ο ρόλος της γυναίκας στο τέλος του 19ου αιώνα, που και σήμερα μπορεί να είναι το ίδιο ασφυκτικός... Το έργο μπορεί να μιλάει για κάθε αδύναμο άνθρωπο, για κάθε αδύναμο άνθρωπο. Βέβαια, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το έργο αφορά τη γυναίκα και τον τρόπο χειραγώγησής της από το ανδρικό περιβάλλον του κύκλου της, και όχι μόνο. Το έργο είναι φεμινιστικό, καταγγελτικό, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να είναι αυτεξούσιες, οι απαγορεύσεις πάντα παρούσες για τις γυναίκες, τότε και σήμερα ακόμα.
Αυτά ως αναγκαία εισαγωγή, για την παράσταση «Η Κίτρινη Ταπετσαρία», σε σκηνοθεσία Μαρίας Ιόλης Καρολίδου, η Αντωνία Χαραλάμπους καταφέρνει να κρατάει το βλέμμα του κοινού επάνω της, αλλά ταυτόχρονα να κοιτάζει αμήχανο και την κίτρινη ταπετσαρία, με κλεφτές ματιές και στα εν είδει κελιού παράθυρά της, αλλά και το βαρύ σιδερένιο κρεβάτι, τα οποία επιμελήθηκε η Αννα Φωτιάδου, δίνοντας στον θεατή όλα όσα του ήταν απαραίτητα. Η Αντωνία Χαραλάμπους, λοιπόν, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Καρολίδου ήταν εξαιρετική, σε έναν ομολογουμένως απαιτητικό ρόλο, όπως αυτός διαμορφώθηκε βάσει του κειμένου της Γκίλμαν. Η διαδρομή που ακολούθησαν σκηνοθέτρια και ηθοποιός, από την περίεργη ηρεμία της ηρωίδας έως το ξέσπασμά της, την πορεία της ουσιαστικά προς την τρέλα, ήταν ξεκάθαρη... ο θεατής ακολουθούσε τη δραματική πορεία της γυναίκας (Αντωνία Χαραλάμπους) βήμα-βήμα.
«Η διαδρομή που ακολούθησαν σκηνοθέτρια και ηθοποιός, από την περίεργη ηρεμία της ηρωίδας έως το ξέσπασμά της, την πορεία της ουσιαστικά προς την τρέλα, ήταν ξεκάθαρη... ο θεατής ακολουθούσε τη δραματική πορεία της γυναίκας (Αντωνία Χαραλάμπους) βήμα-βήμα».
Η ηθοποιός χρησιμοποίησε όλα τα εκφραστικά της μέσα και έδειξε τα μύχια συναισθήματά της, τις σκέψεις της, την παράδοσή της στα χέρια των δικών της ανθρώπων, έγκλειστη σε ένα δωμάτιο. Ακόμα και οι σκηνές της υστερίας ή της μανίας δεν εμπεριείχαν καμία υπερβολή, ή έστω προσπάθεια απόδειξης υποκριτικής δεινότητας από πλευράς της ηθοποιού. Πολύ σημαντικό είναι επίσης ότι όλα τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης (σκηνικά, ποοβολές Άννα Φωτιάδου, κοστούμια Μαρία Γεωργίου, σχεδιασμός ήχου Γιάννης Κουτής, κινησιολογία Έλενα Αντωνίου και σχεδιασμός φωτισμού Σταύρος Τάρταρης) συμβάδιζαν με την παράσταση, χωρίς περιττές οπτικές, ηχητικές ή άλλες φιοριτούρες.
Εν κατακλείδι η σκηνοθέτρια Μαρία Ιόλη Χαραλάμπους κατάφερε να εμποτίσει την Αντωνία Χαραλάμπους με όλες τις ποιότητες της ηρωίδας και η Χαραλάμπους να τις φέρει στα μέτρα της χωρίς εξάρσεις και υποκριτικές μεγαλοστομίες. Η ερμηνεία της Χαραλάμπους είναι δυνατή, ισορροπημένη, παλεύει με τον απέναντι τοίχο, με τα μοτίβα της ταπετσαρίας σαν να είχε απέναντί της ένα πραγματικό πρόσωπο.