Του Απόστολου Κουρουπάκη
Τον Νίκο Χαραλάμπους τον γνώρισα από κοντά σε ένα δείπνο στο σπίτι της φίλης Αυγής Σαββίδου, τον χειμώνα του 2010 αν δεν κάνω λάθος, αυτή ήταν και η μόνη φορά, αλλά ήταν αρκετή για να σχηματίσω μία εικόνα για τον άνθρωπο. Σε εκείνο το δείπνο ήταν και η σύζυγός του Μαρία Μίχα, μαζί με δύο από τις κόρες τους, τη Νιόβη και αν δεν κάνω λάθος τη Δανάη, αλλά και η μουσικός Χριστίνα Αργύρη. Ήταν το πρώτο «καλλιτεχνικό» σαλόνι στο οποίο παρευρισκόμουν, στην Κύπρο, αν και κανείς φυσικά δεν το είχε ονομάσει έτσι. Ο Νίκος Χαραλάμπους και η Μαρία Μίχα μού ήταν άγνωστοι, κάπου μόνο είχα ακούσει για τις «Ικέτιδες» του Χαραλάμπους, γενικά και αόριστα, ίσως από τη Χριστίνα ή την Αυγή.
Μετά το δείπνο, στην ολόλευκη –έτσι τη θυμάμαι– κουζίνα της Αυγής, συνεχίσαμε στο σαλόνι τη βραδιά μας, με τη Μίχα να γεμίζει το δωμάτιο με την πληθωρική της προσωπικότητα, και τον Χαραλάμπους να αφήνει χώρο σε όλους μας, ως παρατηρητής των πραγμάτων. Ευτυχώς το δείπνο κράτησε για αρκετή ώρα και έτσι είχα την ευκαιρία να τον ακούω να μου μιλάει για το θέατρο και τον πολιτισμό, αλλά και να με ρωτάει για τη δική μου άποψη, για το τι πιστεύω ότι είναι το θέατρο, για το τι είναι ο πολιτισμός στην Κύπρο, και άλλα σχετικά.
Αυτό που έμεινε στη μνήμη μου ήταν η ταπεινότητά του, αλλά όχι αυτή η επίπλαστη, η ψεύτικη, που θέλει να σου πει «θαύμασέ με, τώρα, αλλά κάνε το διακριτικά», όχι, η ταπεινότητα του ανθρώπου που ξέρει ότι υπάρχουν και άλλα πολλά να μάθει, και σε κάθε ευκαιρία θα το πράξει. Η αίσθηση που πήρα από τον Νίκο Χαραλάμπους τότε ήταν ότι εξερευνούσε τον κόσμο γύρω του, ήθελε να αφουγκράζεται τον παλμό του, παρατηρούσε και μάλλον σκηνοθετούσε, έτσι το βλέπω σήμερα.
Ανεξίτηλη θα μείνει στο μυαλό μου η εικόνα του στο φως ενός πορτατίφ, όντας καθισμένος σε μία πολυθρόνα, να με ρωτάει για το θέατρο στην Κύπρο και εγώ που ακόμα δεν γνώριζα παρά ελάχιστα να μην ξέρω τι να του απαντήσω. Ήσυχες ερωτήσεις, που εξελίσσονταν, ώστε να καταλήγουμε να συζητάμε για το τι είναι πολιτισμός, τι σημαίνει ταυτότητα, με τη Μαρία Μίχα, την Αυγή και τη Χριστίνα να συμμετέχουν ενεργά στην κουβέντα, η οποία συνεχίστηκε μέχρι αργά, χωρίς εγώ να αντιλαμβάνομαι το μέγεθός της. Τώρα μόνο, τόσα χρόνια μετά, σκέφτομαι ότι και ο Νίκος Χαραλάμπους και η Μαρία Μίχα είχαν μια διαφορετική καλλιτεχνική δυναμική, που συνδυαστικά δημιουργούσαν έναν κόσμο από τον οποίο απουσίαζε η σοβαροφάνεια και η έπαρση, έλειπε η αυθεντία και περίσσευε η αυθεντικότητα.
Δυστυχώς, δεν ξανασυνάντησα ούτε τον Νίκο Χαραλάμπους ούτε τη Μαρία Μίχα, όμως εκείνη η βραδιά έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου για το πώς το φως κάποιων ανθρώπων δωρίζεται αφειδώλευτα, χωρίς αχρείαστες φωταψίες.