Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ο Δημήτρης Φανής για ακόμη μία φορά με τη μουσική παράσταση «Άκου» που ετοιμάζει, μέσα από τη συνεργασία του με τον Νεοκλή Νεοφυτίδη στο πιάνο και τις ενορχηστρώσεις, τον Κωνσταντίνο Μακαρίτη στα πνευστά, τον Γιώργο Δημητρίου στο μπουζούκι τον τζουρά και το λαούτο και τη Μιράντα Παπανεοκλέους στο τσέλο, αναζητεί μουσικά μαργαριτάρια, τα οποία όπως λέει στη συνέντευξή του μπορεί όποιος θέλει να τα βρει στην άμμο του βυθού. «Εκεί θα τους βρει όποιος ψάξει [σ.σ. τους μουσικούς θησαυρούς]. Δεν χάνονται κι ούτε φθείρονται. Χρειάζεται βουτιά και έρευνα». Σχετικά με το καλό τραγούδι ο Δημήτρης μού λέει πως καλά τραγούδια γράφονταν, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται. «Δεν έχει σημασία η συχνότητα ή η ποσότητα. Αυτό που μετρά είναι η βούληση του καθενός από εμάς να τ’ ανακαλύψει και να τα κουβαλά στη ζωή του, σαν ακριβή συντροφιά».
–Κατ’ αρχάς, Δημήτρη, θα ήθελα να μου πεις τι θα περιλαμβάνει η παράσταση «Άκου»;
–Η πρόταση αυτή, είναι μια περιδιάβαση στους δρόμους του ήχου και του στίχου. Θα περπατήσουμε στη λεωφόρο του καλού τραγουδιού και θα κάνουμε σταθμούς στις πιο σημαντικές στιγμές του. Και είναι μια μαγική διαδρομή! Από την περίοδο που το τραγούδι διαδιδόταν από στόμα σε στόμα, άλλα και στην μετέπειτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη του. Σμυρναίικο, ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο, σύγχρονο. Μια μεγάλη και συνάμα πολύ γοητευτική διαδρομή, που θα παρουσιαστεί στο κοινό μ’ έναν βεβαίως συνοπτικό, πλην όμως ουσιαστικό τρόπο, με τις ευφάνταστες ενορχηστρώσεις και τη διεύθυνση του Νεοκλή Νεοφυτίδη. Εκτός από τον Νεοκλή επί σκηνής θα βρεθούν άλλοι τρεις προικισμένοι μουσικοί. Ο Γιώργος Δημητρίου θα παίξει μπουζούκι και λαούτο, η Μιράντα Παπανεοκλέους θα παίξει τσέλο και ο Κωνσταντίνος Μακαρίτης, φλάουτο. Η αφεντιά μου θα τραγουδήσει και θα παίξει κιθάρα και μπαγλαμά. Καμαρώνω πολύ γι’ αυτή τη δουλειά!
–Δημήτρη, πόσο βαθιά πρέπει να βουτήξει τελικά κάποιος για να βρει μουσικά μαργαριτάρια;
–Όπως οι παλιοί δύτες βουτούσαν στα βάθη των ωκεανών, για να βρουν τα αυθεντικά μαργαριτάρια (τώρα καλλιεργούνται σε φάρμες), έτσι κι ένας λάτρης του ήχου και του στίχου θα πρέπει να βουτήξει στα βαθιά του τραγουδιού, για να βρει τους θησαυρούς του. Όσο περνά ο καιρός και στην επιφάνεια του τραγουδιού επιπλέουν τα σκουπίδια μιας χρήσης, τα οποία προέκυψαν από τη «βιομηχανοποίησή» του, οι πραγματικοί θησαυροί κρύβονται στην άμμο του βυθού. Εκεί θα τους βρει όποιος ψάξει. Δεν χάνονται κι ούτε φθείρονται. Χρειάζεται βουτιά και έρευνα.
–Αισθάνομαι πως με την ταχύτητα που τρέχει και η μουσική παραγωγή, χάνονται πολλά ωραία ακούσματα... Ακούμε καλή μουσική σήμερα;
–Όλα σήμερα τρέχουν ιλιγγιωδώς. Το διαδίκτυο και οι κανόνες που έφερε στη ζωή μας επέβαλαν τη γρήγορη εναλλαγή της πληροφορίας. Αυτό σημαίνει ότι όλα όσα βλέπουμε κι ακούμε έχουν βραχύβια ύπαρξη. Μια είδηση, όσο συνταρακτική κι αν είναι, την επόμενη μέρα της ανακοίνωσής της, ατονεί και σβήνει. Υπάρχει όμως κάτι το οποίο πιστεύω πως μπορεί να αποτελέσει το αντίβαρο αυτής της θλιβερής κατάστασης. Θα απαντήσω με έναν πλάγιο τρόπο στο ερώτημά σου.
Η τέχνη έχει εκ της φύσεώς της μια ειδοποιό διαφορά, απ’ όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας. Σκοπός της τέχνης, ανάμεσα σ’ άλλα, είναι να συγκινεί. Η μνήμη και το συναίσθημα, σύμφωνα με ψυχολογικές μελέτες, έχουν πολύ στενή σχέση. Κάπου διάβασα ότι όταν κάποιος ακούει μουσική, ενεργοποιεί μεγάλες περιοχές του εγκεφάλου που έχουν σχέση με την ακοή, την κίνηση και το συναίσθημα. Συνεπώς θεωρώ πως αν καταφέρει κάποιος να ξυπνήσει το συναίσθημα, την ίδια στιγμή ξυπνά και τη μνήμη. Καλά τραγούδια γράφονταν, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται. Δεν έχει σημασία η συχνότητα ή η ποσότητα. Αυτό που μετρά είναι η βούληση του καθενός από εμάς να τ’ ανακαλύψει και να τα κουβαλά στη ζωή του, σαν ακριβή συντροφιά.
Διαχρονικότητα και κενό
–Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τα σπλάγχνα της μουσικής παράδοσης του ελληνικού χώρου;
–Τα τελευταία χρόνια, βλέπω με χαρά όλο και περισσότερους νέους συνάδελφους ν’ ασχολούνται με τον χώρο της παράδοσης. Αυτό είναι ελπιδοφόρο τόσο για την παράδοση, όσο και για τον ίδιο τον χώρο της μουσικής ευρύτερα. Η αγάπη για το παραδοσιακό τραγούδι, σε συνδυασμό με τις ακαδημαϊκές γνώσεις που λαμβάνουν στο πανεπιστήμιο, αλλά και οι προσωπικές εμπειρίες των μουσικών αυτών, μεταλαμπαδεύονται στη νέα γενιά. Όλο και πιο συχνά βλέπουμε να συμμετέχουν στα μουσικά σχήματα, όργανα παραδοσιακά, τα οποία με το μοναδικό τους ηχόχρωμα προσδίδουν κύρος στο τελικό αποτέλεσμα μιας παράστασης. Το σημαντικότερο όμως σ’ αυτή την ιστορία είναι πως όλοι, παλιοί και νέοι, αντιλαμβανόμαστε την αρτιότητα της παράδοσης και πως μέσα απ’ αυτήν μπορεί να γεννηθεί το αύριο της μουσικής.
–Τι νομίζεις πως κάνει ένα τραγούδι ή και έναν σκοπό διαχρονικό;
–Αυτό που γνωρίζω ως ακροατής αφενός, ως μουσικός αφετέρου, είναι πως η διαχρονικότητα καθορίζεται από το ίδιο το κοινό. Να ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι. Υπάρχουν τραγούδια που απασχολούν τον κόσμο για ένα διάστημα, είτε γιατί υπερπροβάλλονται, είτε γιατί απλώς είναι της μόδας. Αυτό δεν σημαίνει πως κατέκτησαν τη διαχρονικότητα. Σε καμία περίπτωση. Χρειάζεται χρόνος, όπως καταφαίνεται από την ετυμολογία της ίδιας της λέξης, αλλά και κάτι παραπάνω. Προϋπόθεση για τη διαχρονικότητα είναι το άκουσμα του τραγουδιού, να προκαλεί την ίδια συγκίνηση, να πυροδοτεί τα ίδια συναισθήματα, όσα χρόνια κι αν περάσουν από τη γέννησή του. Γιατί άραγε η «συννεφιασμένη Κυριακή», 75 χρόνια μετά εξακολουθεί να προκαλεί τέτοιο δέος; Μήπως βρίσκεται στις προτεραιότητες κάποιου ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού; Θ’ αστειευόμαστε μάλλον! Αφού ο Τσιτσάνης όπως και οι άλλοι σημαντικοί του τραγουδιού, απασχολούν μόνο στα «μνημόσυνά» τους τους πιο πάνω, ακόμα και ανθρώπους του χώρου μου, δυστυχώς. Μόνο τότε τους θυμούνται. Έλα όμως που αυτά τα τραγούδια έχουν ζυμωθεί με τα θεία υλικά της δημιουργίας. Μπορείς να βάλεις πάνω στη ζυγαριά, από τη μια όλη τη σαβούρα της εποχής μας και από την άλλη ένα σπουδαίο τραγούδι. Τη «Φραγκοσυριανή» του Βαμβακάρη ας πούμε. Ξέρεις τι θα συμβεί; Το ειδικό βάρος της «Φραγκοσυριανής» θα εκσφενδονίσει τη σαβούρα στο απώτερο διάστημα. Αυτό κάνουν τα μεγάλα, διαχρονικά τραγούδια. Μας ξεβρωμίζουν.
–Οι Κύπριοι μουσικοί, όλων των ειδών, έχουν στην Κύπρο τη θέση που θα έπρεπε; Στα ραδιόφωνα, στα Μέσα γενικά;
–Κατηγορηματικά όχι! Σπανίως ακούς να προβάλλονται Κύπριοι μουσικοί από τα Μέσα. Εύκολα κάποιος μπορεί να εξακριβώσει αυτό που λέω, αρκεί να ανοίξει την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Επικρατεί μια αδικαιολόγητη περιφρονητική στάση απέναντι στον εγχώριο καλλιτεχνικό πληθυσμό. Φαίνεται ότι δεν τους ενδιαφέρουν οι τοπικές παραγωγές. Και γίνονται τόσα αξιόλογα πράγματα στον τόπο μας, τα οποία δεν φτάνουν ποτέ στ’ αφτιά του κόσμου. Η ευθύνη –το λέω ευθέως και χωρίς περιστροφές– βαραίνει πρώτα και κύρια αυτούς που καθορίζουν τη γραμμή πλεύσης ενός σταθμού, τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού, ετοιμάζοντας τις γνωστές λίστες καλλιτεχνών, που ακούγονται κατά κόρον από τα μέσα. Είναι τουλάχιστον ντροπή να εξαιρούνται από τις λίστες αυτές, άξιοι άνθρωποι της μουσικής και να επιλέγονται τα υποπροϊόντα μιας χρήσης, τα οποία πόρρω απέχουν από τον μουσικό πολιτισμό, με την ανόητη δικαιολογία, ότι αυτά θέλει ο κόσμος. Ο κόσμος μπορεί να σχηματίσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι θέλει, εάν έχει την ευκαιρία να ακούσει συνολικά και όχι αποσπασματικά.
–Πώς σχολιάζεις τις ταμπέλες στο τραγούδι, έντεχνο, λαϊκό, ελαφρύ...
–Παραδέχομαι ότι αρκετές φορές, για λόγους επικοινωνίας και συνεννόησης, τις χρησιμοποιώ. Πεποίθησή μου όμως είναι, πως το μόνο που καταφέρνουν αυτές οι ταμπέλες είναι να χωρίζουν και να διχάζουν, τόσο εμάς τους καλλιτέχνες, όσο και το ίδιο το κοινό. Τα πράγματα είναι απλά. Υπάρχει καλό και κακό τραγούδι. Τα υπόλοιπα είναι φιλολογικές συζητήσεις, οι οποίες δεν έχουν καμιά χρησιμότητα.
–Τελικά τι σημαίνει καλή μουσική, έχεις απάντηση;
–Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, είναι απότοκο ατέρμονων συζητήσεων. Θα επαναλάβω εν πολλοίς αυτό που ειπώθηκε λίγο πιο πάνω. Την αξία της καλής μουσικής την κρίνει ο χρόνος. Εάν δηλαδή ο χρόνος διατηρεί και ανανεώνει μια μουσική, αυτό δηλώνει πως είναι σημαντική και για τις επόμενες γενιές. Δεν μιλάμε για τη μόδα, μιλάμε για τη διάρκεια. Η μόδα αφορά ποσοτικά σε μεγαλύτερες συλλογικότητες. Ανέκαθεν αυτό συνέβαινε. Η καλή μουσική μπορεί να ενδιαφέρει λιγότερους, όμως η διάρκειά της είναι μακροπρόθεσμη. Ξεπερνά την εποχή της. Για παράδειγμα, το «Άξιον Εστί» ή ο «Μεγάλος Ερωτικός», θεωρούνται από τα εμπορικότερα έργα, μισόν αιώνα και βάλε. Μόνο μέσα από τέτοια παραδείγματα μπορεί να στοιχειοθετηθεί μια ικανοποιητική απάντηση.
Ενωμένοι θα πετύχουμε
–Να σε πάω σε κάτι πιο πεζό... είσαι από τους πρωτεργάτες της Συντεχνίας των Μουσικών, πόσο σημαντικό είναι αυτό το βήμα για τον κλάδο σας;
–Θεωρώ ότι αυτή η ενέργεια των μουσικών είναι ιστορικής σημασίας. Πρώτη φορά στα 30 χρόνια που δραστηριοποιούμαι στον χώρο της μουσικής, είδα τέτοια αποφασιστικότητα, τέτοιο ενθουσιασμό, αλλά κυρίως τέτοια ομοθυμία. Ομολογουμένως, τα προβλήματα του κλάδου μας είναι πολλά και πολύπλοκα. Τούτη τη φορά, όλοι όσοι συμμετείχαμε σ’ αυτή την προσπάθεια, μελετήσαμε διεξοδικά, καθορίσαμε εφικτούς στόχους, ανταλλάξαμε ιδέες με συναδέλφους από το εξωτερικό. Είναι κοινή πεποίθηση, ότι ενωμένοι θα πετύχουμε. Η πανδημία μάς ταρακούνησε! Από τη μια, ένα ανάλγητο και ανίκανο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων κράτος και από την άλλη, η δική μας ανυπαρξία και ανοργανωσιά, είχαν οδυνηρά αποτελέσματα. Ζοριστήκαμε, απογοητευτήκαμε. Ήταν λοιπόν αδήριτη ανάγκη, να δημιουργηθεί μια συντεχνία, η οποία θα είναι παρούσα, για να θέσει τα προβλήματα του κλάδου μας εκεί όπου που λαμβάνονται οι αποφάσεις και θα έχει λόγο σε αυτές. Θα συμβάλει στη θεσμική κατοχύρωση του επαγγέλματός μας, θα καταρτίσει επιτέλους το πολυσυζητημένο μητρώο του καλλιτέχνη, θα διεκδικήσει και θα πετύχει αλλαγές στο μείζον ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτοί είναι ορισμένοι από τους βασικούς στόχους της Συντεχνίας μας. Και θα τους πετύχουμε!
Πληροφορίες
«Άκου», μουσική παράσταση: 21 και 22 Νοεμβρίου, Αίθουσα ΠΛΕΥΣΙΣ στη Λεμεσό και 29 Νοεμβρίου, Δημοτικό Θέατρο Λατσιών, ώρα 8:30 μ.μ. Πληροφορίες/Κρατήσεις: 99650187