Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ο Dzingovic, κατά κόσμο Θανάσης Dzingovic, ιδρυτικό μέλος των Σούπερ Στέρεο με τους οποίους έχουν κυκλοφορήσει τρεις δισκογραφικές δουλειές, των Tuflon με τους οποίους κυκλοφόρησαν το ντεμπουτο τους πέρυσι την άνοιξη, κιθαρίστας στον Παύλο Παυλίδη και τους B-movies από το 2008 ως το 2015, μέλος της ορχήστρας του Γιάννη Χαρουλη από το 2015 έως σήμερα, έρχεται στην Κύπρο, και θα εμφανιστεί με την Εύα Ντούρου στα πλήκτρα, τον Βασίλη Μπαχαρίδη στα τύμπανα και τον Λευτέρη Μουμτζή στο μπάσο. Ο Θανάσης Dzingovic μίλησε στο «Σημειωματάριο» για τη μουσική του και για τον πρώτο του δίσκο, που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021, σε βινυλιο από τη Veego Records.
–Αυτός ο ατμοσφαιρικός ήχος στα κομμάτια σου είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο ή είναι απότοκο της εποχής δημιουργίας του δίσκου;
–Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Όταν γράφω μουσική απλώς αφήνω τις επιρροές μου να λειτουργούν ελεύθερες. Έτσι από μόνη της διαμορφώνεται μια αισθητική. Από την άλλη όταν ξεκινάω να γράψω κάτι συνήθως έχω στο μυαλό μου μια συνολική εικόνα του ήχου που θέλω καταλήξω και προσπαθώ να κατευθυνθώ προς τα εκεί. Δεν πετυχαίνει πάντα, μερικές φορές χρειάζεται να το πάρω πάλι από την αρχή με άλλη κατεύθυνση. Το θέμα για μένα είναι το contrast που κάνουν οι στίχοι με τη μουσική και τον ήχο. Αυτό καθορίζει το συνολικό αποτέλεσμα. Πάντα αυτό είναι το ζητούμενο, αυτές οι ισορροπίες. Φυσικά και η γενικότερη περίοδος που γράφεται ένας δίσκος παίζει και αυτή τον ρόλο της. Τον δίσκο αυτό τον δούλεψα κυρίως τα βράδια, τα πολύ ήσυχα βράδια της καραντίνας μέσα στο home studio μου.
–Ο ελληνικός στίχος που χρησιμοποιείς νομίζω πως κινείται μεταξύ λυρισμού και ενός ρεαλισμού, ισορροπείς μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου;
–Ισορροπώ μεταξύ της πραγματικότητας και ενός έργου με πρωταγωνιστή εμένα, έτσι νομίζω κάνει ο καθένας. Οι στίχοι και τα τραγούδια μου είναι το sountrack του δικού μου έργου. Τον τίτλο της ταινίας θα τον βρω στο τέλος της. Δεν ξέρω σε ποιο είδος ανήκει. Σίγουρα πάντως και ευτυχώς δεν είναι πολεμική, western ή τρόμου.
–Συμμετέχεις στην ομάδα του Γιάννη Χαρούλη, ισορροπείς και εκεί μεταξύ διαφορετικών ήχων, σε δυσκολεύει αυτή η κατάσταση;
–Όχι, καθόλου θα έλεγα. Όχι, γιατί εγώ είμαι πάντα ο ίδιος. Θα με δυσκόλευε, αν δεν μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. Προφανώς η μουσική του Γιάννη Χαρούλη είναι αρκετά μακριά στυλιστικά από τη μουσική που εγώ φτιάχνω. Ο τρόπος που συμμετέχω επίσης σε αυτή είναι πολύ διαφορετικός από το Dzingovic Project. Στη μία περίπτωση είμαι μέλος μιας ομάδας ενώ η άλλη είναι αρκετά προσωπική υπόθεση. Είναι ωραία να μπορείς να μεταπηδάς από μια συνθήκη σε μια άλλη. Βοηθάει να βλέπεις τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές. Πέρα από όλα αυτά όμως έχω τύχη να παίζω σε όλα αυτά τα σχήματα με φίλους και συνοδοιπόρους εδώ και πολλά χρόνια. Ποτέ μου –είναι αλήθεια– δεν έχω αισθανθεί ως session μουσικός. Δεν είμαι. Σε ό,τι και αν έχω παίξει ποτέ ο ρόλος μου δεν ήταν να παίζω μόνο κιθάρα. Και υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς εκτός από το να παίζει ένα όργανο μέσα σε τέτοιες ομάδες. Για όλα αυτά αγαπώ τη μουσική.
–Ποιες είναι οι κυριότερες μουσικές επιρροές σου;
–Σίγουρα η ξένη μουσική των 50s, 60s, 70s από το rock n roll του Elvis και του Jerry Lee μέχρι την ψυχεδέλεια των Floyd, και από τις μπαλάντες του Bob Dylan και του Nick Drake, μέχρι τους Beatles. Φυσικά αγαπώ και 80s 90s, αφού είναι τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά μου χρόνια. Έχω ακούσει και αρκετή ελληνική μουσική των αντίστοιχων περιόδων, αν και οι σχέσεις μου με την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική ήταν περιορισμένες. Αν έλεγα στα γρήγορα αγαπημένους καλλιτέχνες θα ανέφερα τους Elvis Presley, Beatles, Led Zeppelin,Lou Reed, JJ Cale, Neil Young, Nick Drake, Queen, Kevin Morby, Television, Beck, Pavement, Cure, dEUs, Xaxakes, Βαγγέλη Γερμανό, Πουλικάκο, Σιδηρόπουλο και θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ ώρα...
Σε ό,τι και αν έχω παίξει ποτέ ο ρόλος μου δεν ήταν να παίζω μόνο κιθάρα. Και υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς εκτός από το να παίζει ένα όργανο μέσα σε τέτοιες ομάδες. Για όλα αυτά αγαπώ τη μουσική.
–Ποιο είναι το αποτύπωμα που θέλησες να αφήσεις με τον δίσκο σου «Dzingovic»; Μία προσωπική κατάσταση;
–Ο δίσκος αυτός δεν ξεκίνησε με την προοπτική να κάνω ένα δίσκο. Ξεκίνησε με τη λογική του φτιάχνω κομμάτια για προσωπική χρήση. Φυσικά αυτό δεν ισχύει σχεδόν ποτέ. Ό,τι φτιάχνουμε νομίζω έχει τελικό προορισμό τους άλλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ακυρώνεται το βασικό κίνητρο που είναι η προσωπική ανάγκη για έκφραση. Συνεπώς σίγουρα αυτός ο δίσκος είναι μια προσωπική κατάσταση ή ακόμα καλύτερα, μια φωτογραφία μιας περιόδου μου που αποφάσισα να μοιραστώ.
–Για ποιο λόγο θέλησες να συμπεριλάβεις και το «Αύριο πάλι» των Δ. Μούτση –Ν. Γκάτσου, στον δίσκο σου; Είναι μια αφιέρωση;
–Είναι και αυτό... Αυτό το κομμάτι επίσης είναι από τα πρώτα κομμάτια που έφτιαξα για την ενότητα αυτού του δίσκου. Πολύ πριν σκεφτώ ότι θα κάνω ένα δίσκο. Ένα τραγούδι που με το που το πρόσεξα το φαντάστηκα διασκευασμένο σε ένα στυλ πιο κοντά σε εμένα. Έτσι έκανα αυτό το ντέμο. Γιατί στην ουσία ντέμο είναι. Με εντυπωσίασε η μουσική του, η οποία ξεφεύγει από τα στάνταρ της εποχής του αλλά και οι τόσο απλοί και δυνατοί στίχοι του. Νοηματικά ήταν πιστεύω ο καλύτερος επίλογος για τον δίσκο αυτό.
–Είναι τελικά η μουσική το πιο ασφαλές καταφύγιό σου;
–Σίγουρα, πάντα ήταν και αισθάνομαι πολύ τυχερός για αυτό. Δεν έχει να κάνει με την επιτυχία, ούτε με το αν παίζεις «καλά» ή όχι, ούτε επίσης με τα χρήματα. Το να κλείνομαι στο στουντιάκι μου και να φτιάχνω τραγούδια και στίχους, να μπορώ να νιώθω μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία τόσο δυνατά, τόσο που να με πιάνουν τα κλάματα και ύστερα να γελάω μόνος μου, να ανατινάζω το κεφάλι μου και να αισθάνομαι ωραία με αυτό, είναι ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στη ζωή μου. Πέραν της μουσικής όμως υπάρχουν και οι άνθρωποι που είναι καταφύγιο για μένα. Και εδώ αισθάνομαι τυχερός.
Εμφανίσεις
Dzingovic Project: 25 Μαΐου, Desert Island Records, Λευκωσία – duo show, ώρα 17:00, και New Division, Λευκωσία, 21:30 και 26 Μαΐου, Savino, Λάρνακα – w/ Smallest Creature, 22:00