Kathimerini.gr
Της Μάρως Βασιλειάδου
«Δείξε μου τι βλέπεις όταν ζωγραφίζεις αυτόν τον πίνακα», του είπε μία φίλη, που πρόσφατα επισκέφτηκε το εργαστήριό του. Ο Στέφανος Δασκαλάκης πήγε στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα στο σημείο όπου έχει στήσει το καβαλέτο του κι άναψε το φως. Στο πάτωμα είναι πεταμένα σαν από τύχη, μια σειρά άσχετα μεταξύ τους αντικείμενα –παπούτσια, ένα θυμιατό, ένα μπουκαλάκι από φάρμακα–, ταλαιπωρημένα από τη χρήση.
«Τα είδε και εξεπλάγη», αφηγείται ο ζωγράφος, «επειδή αυτό που έβλεπε εκείνη ήταν κάτι ασήμαντο: πεταμένα πράγματα στο πάτωμα. Πώς μετατρέπονται σε έργο ζωγραφικής; Η σύνθεση στον χώρο είναι άνευ σημασίας, αλλά από τη στιγμή που μπαίνεις στη διαδικασία της ζωγραφικής, γίνονται ένας κόσμος. Μια πτυχή σε ένα ύφασμα, ή μια ανοιχτή πόρτα σε ένα ντουλάπι, αποκτά τεράστιο βάθος και μετατρέπεται σε πέρασμα προς άλλη διάσταση. Είναι μια συνθήκη κατά την οποία το φαντασιακό μας, τα αισθήματά μας προβάλλονται και επενδύουν τα πράγματα. Αυτό είναι η ζωγραφική, η διαδικασία τού να επενδυθεί ο κόσμος με νόημα και συγκινήσεις. Κι αυτό το ζω κάθε μέρα».
«Η Μαριλού στο πάτωμα», 2019. Τελλόγλειο Ιδρυμα Τεχνών ΑΠΘ. (Photo: Katoufas Brothers)
Το εργαστήριο βρίσκεται κοντά στον σταθμό της Αττικής, στην οδό Ρεμούνδου, όπου μια συστοιχία πέντε νεοκλασικών σπιτιών –το ένα στέγαζε το ατελιέ του ζωγράφου Παύλου Σάμιου– κυριαρχεί μέσα σε μια ταλαιπωρημένη γειτονιά. Είκοσι χρόνια, σχεδόν καθημερινά, δουλεύει ο Στέφανος Δασκαλάκης σε αυτόν τον χώρο. «Οταν ζωγραφίζω με φυσικό φως, έχω εδώ ένα καθημερινό ραντεβού από τις 11 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι που δεν παραβιάζεται με τίποτε. Ο ήλιος κινείται και δεν μας λαμβάνει υπόψη», λέει. «Οσο μεγαλώνω ζωγραφίζω περισσότερο διότι υπεισέρχεται η παράμετρος του επείγοντος – ο χρόνος περνά».
Η φωτοσκίαση
Στο σκοτεινό δωμάτιο τα αντικείμενα παραμένουν ακίνητα, το καβαλέτο άδειο. Τον ζωγράφο απασχολεί η φωτοσκίαση ενός έργου που δεν έχει τελειώσει. Ενας ακόμη πίνακας –ολοκληρωμένος αυτός– βρίσκεται όρθιος στον τοίχο. Ενα βαθυκόκκινο χαλί ξετυλίγεται από το βάθος του δωματίου που εικονίζεται στο έργο, και φτάνει ως την άκρη του τελάρου. Ο,τι υπάρχει μέσα στο εργαστήριο –τα έπιπλα, οι εικόνες στους τοίχους, τα μικροαντικείμενα, ένα φίκος που αντέχει, μια γλάστρα που ξεράθηκε στον καύσωνα του περυσινού καλοκαιριού– έχει ζωή παράλληλη με αυτή του καλλιτέχνη.
«Ολα τα αντικείμενα που ζωγραφίζω προέρχονται από το σπίτι που μεγάλωσα στον Πειραιά, ή από τα σπίτια των συγγενών μου», λέει. «Το χαλί του πίνακα είναι το χαλί που είχαμε στο πατρικό μου, οι καρέκλες είναι από τις αδελφές της μητέρας μου. Εβλεπα αυτά τα αντικείμενα πολύ συχνά, ήξερα τα γυαλίσματα και τις υφές τους, αλλά τότε ακόμη τα χρησιμοποιούσαν. Με έναν τρόπο παράδοξο –και ταυτόχρονα πολύ γνωστό–, ο χρόνος τα έφερε στη δική μου κατοχή επειδή οι άνθρωποι αυτοί δεν υπάρχουν πια».
«Λεωνίδας», 2010. Συλλογή Αγγελικής Τσίγκου και Κωνσταντίνου Μυριάνθη. (Katoufas Brothers)
Σε περίπου δύο εβδομάδες, στις 9 Μαρτίου, εγκαινιάζεται στον χώρο «16 Φωκίωνος Νέγρη» η ατομική του έκθεση με τίτλο «Συλλογή Σωτήρη Φέλιου – Στέφανος Δασκαλάκης: Ζωγραφική 2013-2021» σε επιμέλεια της Ειρήνης Οράτη. Η έκθεση παρουσιάζει 25 ζωγραφικές συνθέσεις, κυρίως μεγάλων διαστάσεων, από ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Το έργο με το χαλί εντάσσεται θεματικά και χρονικά στη σειρά εκείνων που θα παρουσιαστούν, αλλά εντέλει παρέμεινε στο ατελιέ για πρακτικούς λόγους. Ακολουθώντας μια χρονολογική προσέγγιση, η έκθεση παρακολουθεί την εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας του 70χρονου ζωγράφου, μέσα από τις θεματικές ενότητες που τον απασχολούν: την ανθρώπινη μορφή και τη γυναικεία φιγούρα, την παρατήρηση της πραγματικότητας την ώρα της ζωγραφικής πράξης, τους εσωτερικούς χώρους.
Τα νέα έργα που θα δούμε στην έκθεση αποτελούν συνέχεια της δουλειάς του με κάποιες διαφοροποιήσεις: οι ολόσωμες γυναικείες φιγούρες συνδιαλέγονται τώρα με τον χώρο, και το τεχνητό φως έχει δώσει τη θέση του στο φως της ημέρας. «Κάθε τι σε βοηθά να κινηθείς σε άλλες κατευθύνσεις», λέει ο κ. Δασκαλάκης. «Η ζωγραφική με τεχνητό φως έχει ωραία σκοτάδια, δραματικές φωτοσκιάσεις, έντονες αντιθέσεις. Είναι η ποιητική της νύχτας. Το φυσικό φως από την άλλη έχει μια μεταφυσική διάσταση. Πέφτει επάνω στα αντικείμενα και τα ενώνει, δημιουργεί μια ώσμωση μεταξύ τους. Αυτό που συνολικά χαρακτηρίζει τη ζωγραφική μου είναι ότι δουλεύω πάντοτε εκ του φυσικού. Συνεπώς ζωγραφίζω τον χώρο στον οποίο βρίσκομαι. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ενώ ως πράξη είναι εσωστρεφής, καταλήγει στη λήθη του εαυτού και την ένωση με τον κόσμο. Κάνω μια ζωγραφική που δεν ξεκινάει από ιδέες, δεν θέλει να καταγγείλει. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι αυτοαναφορική, δηλαδή απλώς μια αναζήτηση μορφών. Υπάρχει περιεχόμενο, αλλά βρίσκεται μέσα από τη διαδικασία της ζωγραφικής. Το απρόβλεπτο και το οικείο αναδύονται όταν τους αφήσεις τη δυνατότητα να εμφανιστούν χωρίς να τα κατευθύνεις».