Kathimerini.gr
Τασούλα Επτακοίλη
«Μήπως θέλετε κι εσείς ένα καρφί;». Ο υπάλληλος της Tate Modern κρατούσε ένα κουτί γεμάτο καρφιά και ένα σφυρί και έτεινε και τα δύο προς το μέρος μου. Με αιφνιδίασε. Τον κοίταξα σαστισμένη. Δεν είχα προλάβει να δω μια νεαρή Γαλλίδα μπροστά μου να κάνει ακριβώς αυτό που ουσιαστικά μου πρότεινε: να καρφώνει ένα καρφί στον μεγάλο καμβά που κρεμόταν στον τοίχο – ένα είδος διαλόγου με το έργο «Painting to Hammer a Nail» του 1961. «Oh mon Dieu, c’ est magnifique!», φώναζε ενθουσιασμένη. «Θεέ μου, είναι υπέροχο!».
Ο ορισμός της διαδραστικότητας, αυτό είναι η μεγάλη έκθεση της Γιόκο Ονο στη λονδρέζικη Tate Modern με τίτλο «Music of the Mind» (Η μουσική του μυαλού). Ηδη στον προθάλαμό της οι επισκέπτες καλούνται να γράψουν μια ευχή και να την κρεμάσουν στα «δέντρα των ευχών». Αλλοι ζητούν πράγματα προσωπικά («Να με αγαπάει για πάντα η Ελίζαμπεθ»), άλλοι εμφορούνται από πανανθρώπινα ιδανικά («Λευτεριά στην Παλαιστίνη») κι άλλοι εκφράζουν πολιτικές ανησυχίες («Να μην ξαναβγεί πρόεδρος ο Τραμπ»).
Ηδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 η καλλιτέχνις καλούσε το κοινό της να ζήσει τις συγκινήσεις της συμμετοχικής τέχνης.
Στη συνέχεια, και μετά τη δοκιμασία του σφυριού, μπορούν να παίξουν σκάκι αλλά μόνο με λευκά πιόνια σε σκακιέρα χωρίς μαύρα τετράγωνα («White Chess Set», 1966), να ζωγραφίσουν με μαρκαδόρους τους τοίχους μιας αίθουσας στο κέντρο της οποίας δεσπόζει μια βάρκα («Refugee Boat», 1960, αναφορά στην προσφυγική κρίση), να στείλουν μηνύματα στη μητέρα τους με χαρτάκια που πρέπει να κολλήσουν στους τοίχους μιας άλλης αίθουσας («Messages to our Mums», 2004). Και μπορεί σήμερα όλα αυτά να μη φαίνονται ιδιαίτερα πρωτοποριακά, ίσως ούτε καν πρωτότυπα, αλλά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν η Γιόκο Ονο καλούσε το κοινό της να ζήσει τις συγκινήσεις της συμμετοχικής τέχνης, ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικοί καλλιτέχνες απλώς κρεμούσαν τα έργα τους στις γκαλερί ή τα τοποθετούσαν σε βιτρίνες και ζητούσαν από τον κόσμο να τα θαυμάσει από απόσταση ασφαλείας.
Ακόρεστη πείνα
Τον Μάρτιο του 1945, όταν οι Αμερικανοί βομβάρδισαν το Τόκιο (ήταν η πιο θανατηφόρα αεροπορική διαδρομή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με περισσότερους από 100.000 νεκρούς), η οικογένειά της κατέφυγε στην ύπαιθρο. Ομως οι προμήθειές τους σε τρόφιμα ήταν ελάχιστες. Προσπαθώντας να ξεγελάσουν την πείνα τους, η δωδεκάχρονη Γιόκο Ονο και ο μικρότερος αδελφός της, Κεϊσούκε, ξάπλωναν στο χορτάρι, κοιτούσαν τον ουρανό και έπαιζαν το παιχνίδι των φανταστικών γευμάτων, επινοούσαν εδέσματα και λιχουδιές. Κατά την ίδια, ίσως αυτά να ήταν τα πρώτα έργα τέχνης που δημιούργησε. Μετά το τέλος του πολέμου, η πρόσβασή της στο φαγητό αποκαταστάθηκε αλλά η πείνα της παρέμεινε: πείνα για δημιουργία, μαζί με την ανάγκη να μην ακολουθεί την πεπατημένη, να ξεχωρίζει.
Κάπως έτσι, η πρώτη φοιτήτρια στο ανδροκρατούμενο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Gakushuin, πάντα στο Τόκιο, εγκαταλείπει στα μέσα της δεκαετίας του 1950 τις σπουδές της για να ακολουθήσει στη Νέα Υόρκη τον συμπατριώτη της συνθέτη και πιανίστα Τόσι Ιτσιγιανάγκι. Εγκαθίσταται σε ένα λοφτ στο Μανχάταν, στον αρ. 112 της Chambers Street, αρχίζει να σπουδάζει τέχνη, ποίηση και μουσική σύνθεση και να συναναστρέφεται με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή (1955) τοποθετείται η πρώτη της περφόρμανς, αφετηρία και της τωρινής έκθεσης: «Lighting Piece» – η «ανήσυχη» καλλιτέχνις ανάβει ένα σπίρτο και στυλώνει πάνω του το βλέμμα της μέχρι να σβήσει.
H σκάλα που χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει το έργο «Ceiling Painting» (1966) είναι ανάμεσα στα εκθέματα.
Το 1961 πραγματοποιεί την πρώτη της ατομική έκθεση, στην AG Gallery. Στις σχεδόν επτά επόμενες δεκαετίες δεν σταματά να δημιουργεί. Περίπου 200 έργα αφηγούνται την καλλιτεχνική πορεία της στην Tate Modern: από παρτιτούρες, φωτογραφίες και μουσικές συνθέσεις μέχρι εγκαταστάσεις και φιλμ. Οπως το πολυσυζητημένο «Cut Piece» του 1964, σχόλιο για τη σεξουαλική βία, όπου το κοινό κλήθηκε να της κόψει με ψαλίδι τα ρούχα, και το απαγορευμένο «Νο 4 (Bottoms)» του 1966, που δημιούργησε ως «αίτημα για ειρήνη».
Το βαρύ παρελθόν
Ο Τζον Λένον είναι επίσης «παρών» μέσα από βίντεο και φωτογραφίες. Πώς θα μπορούσε να απουσιάζει, άλλωστε, από μια τέτοια αναδρομή. «Το παρελθόν είναι βαρύ. Ενα μέρος μου εξακολουθεί, φυσικά, να το κουβαλάει, όμως ένα άλλο μέρος μου έχει ελευθερωθεί από αυτό», εξομολογήθηκε πριν από δέκα χρόνια σε μια συνέντευξή της η Γιόκο. «Ο Τζον έλεγε πως αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι να λέμε: μπορώ να το κάνω! Πολλά όμορφα πράγματα συμβαίνουν, ειδικά στο μυαλό μας, κι αυτό που κυρίως θέλω να πω στους ανθρώπους είναι ότι αν δεν προσπαθήσεις να κάνεις κάτι, δεν θα το κάνεις ποτέ. Κι ότι δεν θα συνειδητοποιήσεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι, μέχρι να το καταφέρεις…».
Η ίδια κατάφερε πολλά. Η γυναίκα που επί δεκαετίες αποτέλεσε (και αποτελεί εν μέρει) κόκκινο πανί για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, φέροντας τη «ρετσινιά» ότι ήταν η αιτία να διαλυθούν οι Beatles, μέσα από την τέχνη της αποκαλύπτει τις πτυχές μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας. Πείθοντας ακόμη και τους πιο δύσπιστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βανέσα Θορπ, καλλιτεχνική συντάκτρια του Guardian. «Το 1999 είχα εκτιμήσει ότι η τέχνη της Γιόκο Ονο δεν ήταν τίποτα σπουδαίο», έγραψε πριν από λίγες εβδομάδες, μετά την επίσκεψή της στην έκθεση. «Εκανα λάθος…».