ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Στον ιστό της Λουίζ Μπουρζουά

Μια αναδρομική έκθεση με γλυπτά της δίνει έξοχη αφορμή για να θυμηθούμε τη «λατρεμένη παλιόγρια της μοντέρνας τέχνης»

Kathimerini.gr

Του Παύλου Παπαδόπουλου

«Είμαι μια γυναίκα χωρίς μυστικά», έλεγε η Λουίζ Μπουρζουά (1911-2010), η οποία είχε την εμμονή να εξομολογείται στους φίλους της τις πιο μύχιες σκέψεις της, με αποτέλεσμα να τους φέρνει συχνά σε δύσκολη θέση.

Τη δεκαετία του ’90 έγιναν γνωστά όλα της τα μυστικά. Το 1992 το μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Σόχο της Νέας Υόρκης άνοιξε με μια έκθεση με τίτλο: «Από τον Μπρανκούζι στην Μπουρζουά». Το 2000, μια αράχνη ύψους επτά μέτρων υποδέχτηκε τους επισκέπτες στο Turbine Hall στα εγκαίνια της Tate Modern στο Λονδίνο. Το καλοκαίρι του 2001, τρεις μεγάλες αράχνες εγκαταστάθηκαν στη Rockfeller Plaza της Νέας Υόρκης και λίγο καιρό μετά η μεγαλύτερη από αυτές τοποθετήθηκε μπροστά στο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη, όπου ξεκινούσε μια τρίμηνη αναδρομική έκθεση της καλλιτέχνιδος.

Τα καμώματα είναι απαραίτητα συστατικά των μύθων. Ενας καλλιτέχνης χωρίς εκκεντρικότητες είναι κοινός θνητός. Η «λατρεμένη παλιόγρια της μοντέρνας τέχνης», όπως την αποκαλούσαν, φλέρταρε ακατάσχετα με άντρες μέχρι τα βαθιά γεράματα, ενώ φερόταν πάντοτε σαν 12χρονο κοριτσάκι. Αν κάποιος φορούσε πράσινο πουκάμισο τού ζητούσε να το βγάλει, αλλιώς απέστρεφε το βλέμμα της με περιφρόνηση. Αν η φωνή ενός άντρα τής θύμιζε τη φωνή του πατέρα της, του επετίθεντο αμέσως. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης άρπαξε ένα βάζο, το πέταξε με δύναμη στο πάτωμα και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στα θρύψαλα.

Στις 9 Φεβρουαρίου ξεκινάει στη Hayward Gallery στο Λονδίνο μια αναδρομική έκθεση με γλυπτά της κατασκευασμένα αποκλειστικά από υφάσματα. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει μια πεντάμετρη ατσάλινη αράχνη.

Πανέξυπνη γυναίκα

Η Λουίζ Μπουρζουά ήταν μικροκαμωμένη και παρίστανε ότι είναι ευάλωτη. Οι ιστορικοί τέχνης έλεγαν ότι στην αρχή της καριέρας της, λίγο μετά τον Πόλεμο, ήταν ντροπαλή, αλλά αργότερα υιοθέτησε ένα ύφος επιδεικτικό και εξομολογητικό για να εκφράσει τα τραύματα της παιδικής ηλικίας της. Στην πραγματικότητα ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα, που γρήγορα κατάλαβε ότι η τέχνη απαιτεί γνώση, μόρφωση και μαστοριά, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει να εκφράζονται προσωπικές οδυνηρές αλήθειες. Είναι οι αλήθειες αυτές εκείνο που συνδέει τον καλλιτέχνη με τις αλήθειες των άλλων και τις αλήθειες της εποχής. Αν θέλεις να αυτολογοκρίνεσαι γίνε πολιτικός, γίνε έμπορος, γίνε δημοσιογράφος, αλλά μη γίνεις καλλιτέχνης.

Η μοντέρνα τέχνη γίνεται αμέσως κατανοητή αν την προσεγγίσεις ως το αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής ανάμεσα στην τέχνη και στη νεότερη πολιτική ιστορία και την ιστορία της επιστήμης. Ο 20ός αιώνας ανέδειξε καλλιτέχνες που ποδοπάτησαν τον καθωσπρεπισμό και περιφρόνησαν παλαιότερα πρότυπα έκφρασης για να δείξουν έτσι μια ζωτική αντίθεση απέναντι στις αδιανόητες θηριωδίες και στον βιομηχανοποιημένο αυταρχισμό του αιώνα αυτού και στη συνέχεια ως μια αποδοκιμασία απέναντι στην κενότητα του καταναλωτισμού και στην καταπίεση των κοινωνικών συμβάσεων.

Παράλληλα, η μοντέρνα τέχνη ανταποκρίνεται στον Φρόιντ και στον Αϊνστάιν, τις δύο μορφές που άνοιξαν τις πόρτες προς άλλες πραγματικότητες, ψυχολογικές και χωροχρονικές, πέρα από εκείνη που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις και αποδίδει η κλασική τέχνη. Οι καλλιτέχνες έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για να αποδώσουν τις νέες (α)βεβαιότητες και τις νέες ελευθερίες, ιδίως όταν η γνωστή πραγματικότητα γέμισε με εγκλήματα, πολέμους και τραγωδίες. Στο πλαίσιο αυτό, η Λουίζ Μπουρζουά δεν είναι παράξενο που μετασχημάτισε σε έργα τέχνης τις φαντασιώσεις και τις νευρώσεις της.

Είχε να αντιμετωπίσει το εμπόδιο ότι ο κόσμος της τέχνης δεν παραδεχόταν τις γυναίκες. Ομως, μέχρι τη δεκαετία του ’60 είχε κάνει αρκετή ψυχανάλυση και είχε κυκλοφορήσει αρκετά στη Νέα Υόρκη ώστε να καταλάβει τι θα έπρεπε να κάνει για να αυξήσει κατακόρυφα την αποδοχή της.

Το 1968, στο αποκορύφωμα της σεξουαλικής επανάστασης, έφτιαξε ένα φαλλό περίπου 70 εκατοστών και τον κρέμασε από ένα γάντζο. Ονόμασε ειρωνικά το έργο «Fillette» («Μικρό κορίτσι»). Το 1982 ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ της πρότεινε να τη φωτογραφίσει. «Σκέφτηκα ότι ο φωτογράφος αυτός έγινε διάσημος επειδή φωτογραφίζει άνδρες με μεγάλους φαλλούς, οπότε εμφανίστηκα στο στούντιό του με τον φαλλό μου, τη Fillette», είπε. Η φωτογραφία μιας χαμογελαστής 70άρας με έναν ευμεγέθη φαλλό κάτω από τη μασχάλη της σαν να είναι τσάντα του Hermès ενθουσίασε τους διευθυντές των μεγάλων μουσείων. Οταν τη ρώτησαν αν προσεγγίζει το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο με φεμινιστικό μένος, έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι, αντιθέτως, αισθάνεται στοργή. «Μην ξεχνάτε ότι έχω τρεις γιους».

«The Good Mother» (detail), 2003. Οταν πέθανε η μητέρα της, το 1932, η Μπουρζουά παράτησε τις σπουδές της στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία στη Σορβόννη και καταπιάστηκε με τη χαρακτική, για να ικανοποιήσει τον πατέρα της. (© The Easton Foundation / VAGA at ARS, NY and DACS, London 2021. Photo: Christopher Burke)

Ενας φόνος

Γεννήθηκε το 1911 στο Παρίσι. Ο πατέρας της, Λουί, είχε οικογενειακή βιοτεχνία κατασκευής και επιδιόρθωσης ταπισερί, που απασχολούσε 25 άτομα. Δούλευε σκληρά ο ίδιος μαζί με τη μητέρα της. Για ένα διάστημα είχαν και μια γκαλερί. Η μητέρα της, Ζοζεφίν, ήταν εργατική και έξυπνη. Οταν γέννησε το τρίτο κορίτσι στη σειρά σκέφτηκε ότι πρέπει να καλοπιάσει τον άντρα της που περίμενε τον διάδοχο. «Μα δεν το βλέπεις; Είναι μωρό πανέμορφο σαν εσένα. Να του δώσουμε το δικό σου όνομα, Λουίζ». Κάπως έτσι η Λουίζ έγινε αυτή ο «διάδοχος».

Από μικρή βοηθούσε στην επιχείρηση ζωγραφίζοντας ταπισερί. «Τι είναι η ζωγραφική; Μια απέκκριση, σαν μια κλωστή στον ιστό μιας αράχνης», είπε δεκαετίες μετά. Ευφυής ορισμός εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι σπουδαίοι πίνακες παγιδεύουν τη σκέψη όπως ένα έντομο στον ιστό μιας αράχνης.

Οταν ήταν πέντε ετών η μητέρα της αρρώστησε. Δεν έγινε ποτέ εντελώς καλά. Ο πατέρας της δεν έχασε χρόνο και εγκατέστησε στο σπίτι τη φιλενάδα του, τη Σάντι Γκόρντον Ρίτσμοντ, με το πρόσχημα ότι ήταν δασκάλα αγγλικών για τα κορίτσια. Η Λουίζ μισούσε τον πατέρα της για την άθλια και εγωιστική συμπεριφορά του, και ταυτόχρονα τον αγαπούσε γιατί ήταν ο άντρας-πρότυπο γι’ αυτήν, την προστάτευε και τη λάτρευε.

Η πατρική επιρροή γίνεται εύκολα ένα καταδυναστευτικό αίνιγμα, ένας ιστός αράχνης για αγόρια και κορίτσια, και η Λουίζ δεν κατόρθωσε να ανήκει στις εξαιρέσεις που ξεφεύγουν (εάν υποθέσουμε ότι υπάρχουν εξαιρέσεις).

Οταν η μητέρα της πέθανε το 1932 παράτησε τις σπουδές της στα μαθηματικά και στη φιλοσοφία στη Σορβόννη και καταπιάστηκε με τη χαρακτική, για να ικανοποιήσει τον πατέρα της. Εξι χρόνια μετά γνώρισε τον Αμερικανό ιστορικό τέχνης Ρόμπερτ Γκολντγουότερ στο Παρίσι και τρεις εβδομάδες αργότερα παντρεύτηκαν, μετακόμισαν στη Νέα Υόρκη και απέκτησαν τρεις γιους. Η πρώτη της έκθεση με χαρακτικά έγινε το 1949 στη Νέα Υόρκη. Τη δεκαετία του ’50 καταπιάστηκε με τη γλυπτική, στην αρχή στην ταράτσα τους σπιτιού της.

Οι φαντασιώσεις ότι σκοτώνει τον πατέρα της έδωσαν νόημα σε μεγάλο μέρος του έργου της. Πολλά τα ακέφαλα σώματα με κομμένα χέρια και πόδια. «Κάθε μέρα στο τραπέζι ο πατέρας κόμπαζε για τα κατορθώματά του και όλοι εμείς αισθανόμασταν μπροστά του μικροί και ασήμαντοι… Ετσι ανέπτυξα τη φαντασίωση ότι τον αρπάζουμε, τον βάζουμε πάνω στο τραπέζι, του ξεκολλάμε τα πόδια και τα χέρια και μετά τον τρώμε», είπε στο New Yorker το 2002. Και όμως, όταν ο πατέρας της πέθανε, το 1951, δεν παρουσίασε νέα έργα για 11 χρόνια. Εφυγε ο πατέρας, χάθηκε το κίνητρο. Αφησε κατά μέρος τη χαρακτική και την ξανάπιασε μετά το 1980. Η πρώτη της έκθεση σε μουσείο έγινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MOMA) το 1982. Ηταν η πρώτη έκθεση του MOMA για δουλειά γυναίκας.

Οι φαντασιώσεις ότι σκοτώνει τον πατέρα της έδωσαν νόημα σε μεγάλο μέρος του έργου της. Πολλά τα ακέφαλα σώματα, με κομμένα χέρια και πόδια. Φωτογραφία από το στούντιό της στη Νέα Υόρκη το 1992. (Fred R. Conrad / The New York Times)

Οι αράχνες

Η αποθέωση ήρθε με τις θεόρατες αράχνες. Είχε εμμονή με τις αράχνες σε όλα τα μεγέθη, από μια καρφίτσα έως αυτά τα δεκάμετρα ατσάλινα πλάσματα. Η αράχνη μπορεί να συμβολίζει όλα όσα μας παγιδεύουν. Για την Μπουρζουά μπορεί να ήταν ο πατέρας της. Αλλά η ίδια έλεγε ότι συμβολίζει τη μητέρα της. «Γιατί φτιάχνω αράχνες; Γιατί η καλύτερή μου φίλη ήταν η μητέρα μου, η οποία ήταν πρακτική, έξυπνη, υπομονετική, ήρεμη, λογική, κομψή, απαραίτητη, τακτική και χρήσιμη σαν αράχνη». Συμπλήρωνε ότι η αράχνη διώχνει το κακό, καταβροχθίζει τα κουνούπια και προστατεύει από τις ασθένειες.

Ηταν και η ίδια μια αράχνη που ήξερε να εξυφαίνει ιστούς από έργα τέχνης και να αιχμαλωτίζει. Γνώρισε τον βοηθό της, Τζέρι Γκοροβόι, τον Μάρτιο του 1980. Ηταν ένα νέο παιδί και τον κατσάδιασε άγρια επειδή τον έπιασε να κρεμάει με λάθος τρόπο ένα έργο της στον τοίχο μιας γκαλερί.

Δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Σήμερα είναι διευθυντής του ιδρύματος που διαχειρίζεται την καλλιτεχνική κληρονομιά της. Στο τέλος της ζωής της ανέπτυξε αγοραφοβία. Δεν εμφανιζόταν ούτε στα εγκαίνια των εκθέσεών της, αλλά δεν είχε χάσει τον αυτοσαρκασμό της. Οταν ρωτούσαν τον Τζέρι «πού είναι η Λουίζ», τού είχε πει να απαντάει: «Η Λουίζ δεν ταξιδεύει πλέον στον χώρο, μόνο στον χρόνο».

Louis Bourgeois, «The Woven Child», Hayward Gallery, Λονδίνο, (9 Φεβρουαρίου-15 Μαΐου 2022).

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS

Εικαστικά: Τελευταία Ενημέρωση

X