Kathimerini.gr
Της Μάρως Βασιλειάδου
«”Η Μεσόγειος δημιουργεί καλλιτέχνες ζουμερούς, γεμάτους χρώματα, δεμένους με τον αέρα, τη φωτιά και το νερό. Εγώ ανήκω στη θάλασσα με τα ψάρια και στο θείο μελτέμι με τα πουλιά”, έλεγε ο Φασιανός. Ο λόγος του συναντά τις εικόνες της ζωγραφικής και χαρακτικής του δράσης. Απόδειξη της αλήθειας του, το βάθος της σκέψης του και η συνέπεια της δουλειάς του, αφού σε όλη του τη ζωή εκείνο που υπηρετούσε στον απόλυτο βαθμό ήταν η τέχνη».
Η συνομιλία μας με τον επιμελητή και θεωρητικό τέχνης Τάκη Μαυρωτά με αφορμή την πρόσφατη εκδημία του Αλέκου Φασιανού είναι διπλά ενδιαφέρουσα, αφού έχει πλούτο γνώσεων για τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική αλλά και συγκίνηση για την αναντικατάστατη απώλεια.
Ο κ. Μαυρωτάς υπήρξε επιμελητής δέκα θεματικών και ατομικών εκθέσεων του πολυπράγμονα εικαστικού μέσα στα τελευταία περίπου 20 χρόνια, αλλά και αγαπημένος φίλος του καλλιτέχνη. Το αισθητικό δοκίμιο του Φασιανού για το έργο του σπουδαίου ζωγράφου Θεόφιλου, που δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Η λέξη» το 2002, προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του κ. Μαυρωτά, και η «Κ» αναδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα.
Αυτό μας έδωσε το έναυσμα για μια διαφορετική προσέγγιση της ζωγραφικής του Αλέκου Φασιανού. «Δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση του έργου δύο μεγάλων», τονίζει ο κ. Μαυρωτάς, ο οποίος έχει επιμεληθεί επίσης την επετειακή έκθεση «Θεόφιλος. Ο τσολιάς της ζωγραφικής» στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
«Μιλώντας για τον Θεόφιλο του Φασιανού, εστιάζουμε στον σεβασμό που εκείνος έτρεφε για τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο μας. Ο Φασιανός μελέτησε με πάθος τη ζωγραφική του Θεόφιλου και πολλές φορές αυτή του την αγάπη μοιραζόταν στις ατελείωτες συζητήσεις του με τον Γιάννη Τσαρούχη. “Προτιμώ την τέχνη των φτωχών και των αγράμματων”, έλεγε ο Τσαρούχης, και το αναφέρει ο Αλέκος Φασιανός στο βιβλίο του “Το μάτι του ζωγράφου” συμπληρώνοντας: “Αυτοί δίνουν τον πολιτισμό. Είναι η αρχή των πάντων. Ας ζούμε λοιπόν με τις αρχικές ρίζες, γιατί είναι πάντα πολύ πιο κοντά στην αλήθεια της φύσης και της ζωής”».
Η μέθη της ζωής
«Ο Φασιανός ζωγράφιζε σχεδιάζοντας και έδινε προβάδισμα στη δύναμη του χρώματος και στη διατύπωση της εικόνας-μορφής», συνεχίζει ο κ. Μαυρωτάς. «Τα έργα του, με την άμεση πινελιά και τον αισθησιακό χειρισμό του χρώματος, θυμίζουν την αυθόρμητη χαρά με την οποία παίζουν τα παιδιά ή βλέπουν τον κόσμο των μεγάλων με τα αθώα τους μάτια. O κόσμος των εικόνων του, απόμακρος από καθετί άμορφο ή ασυνάρτητο, διεισδύει με τον δικό του τρόπο στο σώμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Η πινελιά και ο ρυθμός του χρώματος των έργων μαρτυρούν την ψυχική του ευεξία και την αισιοδοξία του. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει με την αθώα πνοή ενός παιδιού, αφού η απλοϊκότητα της δουλειάς του, με την αμείωτη ιστορική και αισθητική διάρκεια, μαρτυρά τη σοφία του. Με τις ζυγισμένες του εντάσεις, που δημιουργούν τα αντιθετικά χρώματα, άλλοτε ζωηρά και δραματικά, άλλοτε απαλά και λυρικά, μας αποκαλύπτει ένα έργο που διαπνέεται από τη δύναμη των μύθων της αρχαίας Ελλάδας, το ρωμαίικο ήθος και την παλικαριά των ηρώων του 1821, αλλά και την αξεπέραστη ομορφιά του ελληνικού τοπίου. Η θεματογραφία του βασιζόταν σε διηγήσεις και η ζωγραφική του στο ένστικτο και στη βυζαντινή αγιογραφία, σε μια εποχή που οι φίλοι της τέχνης περιφρονούσαν τη λαϊκή τέχνη και είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στην κλασική ζωγραφική της Σχολής του Μονάχου. Και πάλι προστρέχω σε κείμενο του Αλέκου Φασιανού για να υπογραμμίσω το δέος με το οποίο “κοίταζε” το έργο του Θεόφιλου. “Ο μύθος”, έλεγε, “είναι πιο αναγκαίος στην εποχή μας, γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να υποφέρει πια τη σκληρή πραγματικότητα, θέλει να ελευθερωθεί, να πετάξει στα ουράνια”. Ο Φασιανός, με το έργο του, μετέχει στη μέθη της ζωής και αποκαλύπτει εκείνη την αλήθεια της που δίνει άλλη διάσταση στην ύπαρξή μας».
«Ζευγάρι με ανεμιστήρα», ακρυλικό σε χαρτί. Έργο του Αλέκου Φασιανού. (KATOUFAS BROTHERS) «Φρύνη με πουλιά» (1986), ελαιογραφία. (KATOUFAS BROTHERS)
«Φρύνη με πουλιά» (1986), ελαιογραφία. (KATOUFAS BROTHERS)
«Αυτός ο ξυπόλυτος με τη λερή φουστανέλα, αυτός ήταν ο Σωτήρας»
Στο τεύχος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2002 του περιοδικού «Η Λέξη» δημοσιεύθηκε ένα σύντομο κείμενο του Αλέκου Φασιανού για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από εκείνο το κείμενο:
(…) Το 1959 μας πήγε μερικά παιδιά ο αρχιτέκτων Π. Μυλωνάς στη Μυτιλήνη να καταγράψουμε ταβάνια, σπίτια και έργα. Τότε όλα αυτά ήταν εν τη γενέσει. Εγώ ζήτησα από τον Π. Μυλωνά να με στείλει στην Αγιάσσο να αντιγράψω έργα του Θεόφιλου σε καφενεία, σε τοίχους που ήταν ετοιμόρροποι. Και πράγματι, βρήκα ένα εγκαταλελειμμένο καφενείο και άρχισα να αντιγράφω με διαφανές την τοιχογραφία. Σε λίγο έρχεται μια γριά μαυροφόρα και άρχισε να σπάει καρύδια στο σκαλί του καφενείου. Μου λέει: «Παιδάκι μου, τον ήξερα τον Θεόφιλο εγώ. Φορούσε μια φουστανέλα λερή, που μπορούσες ν’ ακονίσεις μαχαίρια από τη λίγδα, ήταν παλιοελλαδίτης». Προφανώς γιατί είχε μακριά φουστανέλα και όχι βράκες. «Και τι έγινε;» τη ρωτώ. «Αχ, παιδάκι μου, του λέω, τι είναι αυτό που ζωγραφίζεις; Μου λέει: Είναι μια γυναίκα που θυσίασε τη ζωή της για να σώσει την Ελλάδα».
Θεόφιλος, «Η Ερωτευμένη Απελπισθείσα» (1932). Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου Δήμου Μυτιλήνης.
Πραγματικά, ο Θεόφιλος είχε ζωγραφίσει τη θυσία της Ιφιγένειας και το αισθάνθηκε έτσι ακριβώς. Οτι θυσιάστηκε στην κυριολεξία για το καλό των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν το μεγαλείο του Θεόφιλου. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους ζωγράφους τους Ελληνες της Σχολής του Μονάχου ή από τους άλλους που πήγαν στη Γαλλία ή την Ολλανδία και μας έφεραν τα φώτα του ρομαντισμού, τον εμπρεσιονισμό και τις καραβογραφίες. Δεν ήταν εισαγωγέας τέχνης. Ηταν δημιουργός πραγματικός. Και αυτός ο ξυπόλυτος με τη λερή φουστανέλα, αυτός ήταν ο Σωτήρας, που μας έδωσε μια εθνική ζωγραφική συνείδηση, να είμαστε περήφανοι ότι έχουμε κι εμείς μια ζωγραφική που γεννιέται από το χώμα του τόπου, σαν τα δέντρα. Οπως έκανε ο Παρθένης, ο Διαμαντόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Μόραλης και ο Νικολάου. Τιμή σ’ αυτούς.
Εδώ θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Α. Εμπειρίκου, που έγραφε για τον Εγγονόπουλο: «Υπάρχουν μερικοί που εκτοξεύουν σπέρμα διεισδύοντες, ενώ άλλοι εκτοξεύουν σκατά!»
Γι’ αυτό το έργο του μας εμπνέει και μας γεμίζει ελληνικό φως και μεγάλη ζωγραφική. Ησαν σαν γραφή. Και βλέποντάς τον με τη φουστανέλα και το σπαθί του να ποζάρει στη φωτογραφία, δεν μπορεί να τον φανταστείς ότι είναι φίλος του Θεού, του ελληνικού.