Του Απόστολου Κουρουπάκη
Μία εξαιρετική συνάντηση λέξεων, ιδεών, λογοτεχνικών φορμών και φυσικά συγγραφέων διοργανώνεται από την ομάδα Συγγραφέων «Διαβάσεις» και τον Δήμο Στροβόλου. Την ομάδα «Διαβάσεις» αποτελούν οι Κωνσταντία Σωτηρίου, Νάσια Διονυσίου και Χρίστος Τσιαηλής με τους οποίους πάντοτε χαίρομαι να συνομιλώ. Η πολύ ωραία ιδέα να συναντηθούν 25 ποιητές και πεζογράφοι στον πολύ όμορφο χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Στροβόλου νομίζω δίνει έναν άλλο αέρα συμμετοχικότητας και γνωριμίας μεταξύ κοινού και λογοτεχνών. Οι τρεις συντονιστές της ομάδας μίλησαν στην «Κ» για το θερινό τους εγχείρημα.
–Επανέρχονται οι Διαβάσεις μετά από καιρό… πώς αισθάνεστε για την επιστροφή;
Κωνσταντία Σωτηρίου: Οι «Διαβάσεις» δεν σταμάτησαν τις δράσεις τους, καθώς σε συνεργασία με τον Δήμο Στροβόλου προσφέραμε δωρεάν μαθήματα δημιουργικής γραφής στους δημότες τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2020. Ήταν μια εξαιρετική συνεργασία με πολλούς όμορφους ανθρώπους που μας γέμισε χαρά. Δυστυχώς, οι συνθήκες της πανδημίας δεν μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε τα μαθήματα και το εαρινό εξάμηνο όπως υπολογίζαμε. Ωστόσο, συνεχίζουμε τώρα με αυτήν την όμορφη καλοκαιρινή συνάντηση και ελπίζουμε να συνεχίσουμε τις δράσεις μας και του χρόνου.
Νάσια Διονυσίου: Διαλέξαμε να επιστρέψουμε στη λογοτεχνική δράση με ένα ζεστό αντάμωμα, που μας είχε λείψει εξαιτίας της παρατεταμένης απομόνωσης. Πρόκειται για μια ευκαιρία να βρεθούμε ξανά, να μοιραστούμε το έργο μας με το κοινό, αλλά και να το θέσουμε σε μια δημόσια αντιπαραβολή και συνομιλία με το έργο άλλων σύγχρονων ομότεχνών μας.
Χρίστος Τσιαηλής: Μετά από ένα πέρασμα των Διαβάσεων σε εναλλακτική δράση όπως ήταν τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, αισθανόμαστε όμορφα με τη διοργάνωση μιας βραδιάς αναγνώσεων, κάτι που δεν έχουμε διοργανώσει ξανά σε αυτή τη μορφή. Κάθε νέα δράση είναι μια καινούργια πρόκληση και όπως πάντα προσπαθούμε να φέρουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα.
–Στην εκδήλωση λαμβάνουν μέρος πολλοί και καλοί παραγωγοί λόγου, πώς αξιολογείτε τη λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου;
–Κ.Σ.: Κατ’ αρχάς να πω ότι είμαστε πολύ χαρούμενοι που τόσο πολλοί φίλοι λογοτέχνες αποδέχτηκαν την πρόσκλησή μας γι’ αυτή την εκδήλωση, η οποία ας σημειώσουμε έχει και φιλανθρωπικό χαρακτήρα, αφού οι συμμετέχοντες θα δωρίσουν βιβλία τους στον ΠΑΣΥΚΑΦ. Αλλά για να επανέλθω στην ερώτηση, θεωρώ ότι υπάρχει πληθώρα παραγωγής με καλό υλικό με ανθρώπους που διαβάζουν και γράφουν και παράγουν υλικό για το οποίο πρέπει να αισθανόμαστε περήφανοι.
–Ν.Δ.: Νιώθω πως η Κύπρος διανύει μία από τις καλύτερες λογοτεχνικές περιόδους της, αφού το έργο αρκετών Κύπριων δημιουργών, σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας, εκδίδεται, προωθείται και αναγνωρίζεται όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός, εθνικών συνόρων. Κι είμαστε περήφανοι που η εκδήλωσή μας, μέσα από τα πρόσωπα των συμμετεχόντων, αντικατοπτρίζει αυτή την άνθηση των γραμμάτων.
–Χ.Τ.: Πράγματι, πολλοί συμμετέχοντες σε αυτή την εκδήλωση έχουν καταξιωθεί συγγραφικά στον χώρο, και μερικοί από αυτούς, κυρίως νεαρότεροι σε ηλικία έχουν και τις δυνατότητες και τις αξιώσεις για ένα ευοίωνο λογοτεχνικό μέλλον. Γενικότερα η λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου έχει μια έξαρση, αν μου επιτρέπεται ο όρος, τα τελευταία χρόνια, όχι βεβαίως απαραίτητα πάντα με άριστο υλικό, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις περιόδους που κάτι παράγεται από πολλούς και διάφορους κοινωνικούς θύλακες, αλλά μέσα από όλη αυτή την παραγωγή βγαίνουν μέσα από τη φυσική διεργασία και πολύ καλά λογοτεχνικά κομμάτια, έως, ίσως, και αριστουργήματα.
–Τι απασχολεί περισσότερο τους λογοτέχνες μας σήμερα; Έχουμε περάσει σε μια μετα-εισβολική λογοτεχνία;
–Κ.Σ.: Πιστεύω πως το τραύμα της εισβολής θα συνεχίσει να διαπερνά τη λογοτεχνική παραγωγή στην Κύπρο, όσο κι αν προσπαθούμε αναπόφευκτα καταλήγουμε με κάποιο τρόπο σε αυτό με διάφορους τρόπους, με διάφορα μέσα. Ωστόσο, τη νέα γενιά απασχολούν κι άλλα θέματα, η Κύπρος, το χάλι αν θέλεις στο οποίο φτάσαμε στη χώρα κι άλλες εσωτερικές αγωνίες.
–Ν.Δ.: Η λογοτεχνία εξ ορισμού διερευνά τις πληγές των ανθρώπων και της ιστορίας. Όσο στην ιστορία της Κύπρου, αλλά και του κόσμου ευρύτερα, προστίθενται νέα πλήγματα (όπως λ.χ. η καταστροφή του περιβάλλοντος, η μετανάστευση και ο ρατσισμός), και όσο οι άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο εξακολουθούν να θέτουν ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξή τους, η λογοτεχνία μας θα εξελίσσεται, θα εμπλουτίζεται και θα επαναπροσδιορίζεται, σε μια πορεία δυναμική, εξωστρεφή και απενοχοποιημένη.
Χ.Τ.: Θα συμφωνήσω με την Κωνσταντία, φυσικά, έχει απόλυτο δίκιο, όμως αυτό που λέει η Νάσια είναι πολύ σημαντικό. Υπάρχουν πολύ σοβαρά ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα σε οικουμενικό επίπεδο και δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους λογοτέχνες του τόπου μας, εκτός, βεβαίως, αυτούς που επιλέγουν να μην επηρεάζονται από τις κοσμογονικές εξελίξεις, κυρίως της τελευταίας δεκαετίας.
–Από τι «πάσχουν», αν πάσχουν, οι λογοτέχνες μας σήμερα στην Κύπρο;
–Κ.Σ.: Από έλλειψη χρόνου, μέσων και υποστήριξης αφού όλοι νομίζουν πως είμαστε χομπίστες όσοι γράφουμε. Δεν μπορεί κάποιος να διανοηθεί πόσο δύσκολο είναι να βιοπορίζεσαι με άλλα μέσα και να προσπαθείς να είσαι λογοτέχνης στην Κύπρο.
–Ν.Δ.: Από μια αίσθηση ματαίωσης και ματαιότητας: Γιατί να δημιουργεί κανείς σε ένα τόπο που αδιαφορεί για τον πολιτισμό, απαξιώνει την ομορφιά, την ευαισθησίακαι οτιδήποτε δεν αποτιμάται σε χρήμα, και που εχθρεύεται την καλλιτεχνική ελευθερία;
–Χ.Τ.: Πιστεύω ότι οι παθογένειες των λογοτεχνών της Κύπρου σήμερα δεν διαφέρουν και πολύ από αυτές των εξ Ελλάδος λογοτεχνών. Αρχικά γράφουμε σε μια σπουδαία γλώσσα, την οποία όμως μόνο εμείς και οι ξένοι ελληνομαθείς μπορούμε να διαβάζουμε. Χρειαζόμαστε μέσα και ευκαιρίες για να μεταφραστεί περισσότερη λογοτεχνία σε ξένες γλώσσες. Δεύτερον, όπως είπε και η Κωνσταντία, είναι σχεδόν αδύνατο να πετύχουμε να πείσουμε μεγάλο αριθμό αναγνωστών να πιστέψουν στη γραφή μας για να στηρίξουν το έργο μας και έτσι, δυστυχώς, περιοριζόμαστε να συζητούμε λογοτεχνία στα στενά πλαίσια ενός λογοτεχνικού κοινωνικού δικτύου στο οποίο ανήκουν – κυρίως – λογοτέχνες, άνθρωποι που και οι ίδιοι γράφουν. Και τέλος, υπάρχει και ένα θέμα στη γλώσσα, καθώς η διάλεκτος επηρεάζει όσους συγγραφείς επιχειρούν να γράψουν στην κοινή ελληνική. Αυτό δεν απαραίτητα κακό, όταν γίνεται συνειδητά, πρέπει όμως να απενοχοποιηθούμε από αυτό που ονομάζουμε «καθαρότητα γλώσσας», γιατί κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν υπάρχει πλέον, και η λογοτεχνία δεν είναι εργαλείο ωραιοποίησης, αλλά καταγραφής του παλμού της εποχής.
–Η καραντίνα ήταν μία παραγωγική περίοδος, θεωρείτε, για λογοτεχνική παραγωγή; Ή πρέπει να περάσει χρόνος για να δούμε ώριμα έργα;
–Κ.Σ.: Εξαρτάται από τον καθένα. Σίγουρα ήταν σημαντικό ότι είχαμε την ευκαιρία να μείνουμε σπίτι και να κλειστούμε λίγο στον εαυτό μας, να διαβάζουμε και να ξεσκονίσουμε το υλικό που είχαμε στα συρτάρια μας. Για μένα προσωπικά ήταν δύσκολη περίοδος. Αν και παρήγαγα έργο, ζορίστηκα.
–Ν.Δ.: Δεν είμαι βέβαιη εάν η λογοτεχνία θα μπορέσει να καταγράψει αυτή την ιστορική συγκυρία, η οποία λειτούργησε σαν τομή ανάμεσα στον κόσμο πριν και στον κόσμο μετά την πανδημία. Πιστεύω, όμως, πως όλο αυτό έχει επιδράσει καθοριστικά στο πώς στοχαζόμαστε πια τα δεδομένα και τις αξίες του κόσμου μας και αυτό είναι κάτι που θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αναμοχλεύουμε τη λογοτεχνική πρώτη μας ύλη.
–Χ.Τ.: Εγώ είμαι πιο αισιόδοξος σε ό,τι αφορά σε αυτό το θέμα, πιστεύω ότι η καραντίνα έδωσε χρόνο σε ανθρώπους που είχαν υλικό να καταγράψουν, και επίσης έδωσε έμπνευση, ειδικά σε συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, θρίλερ, post-apocalyptic και δυστοπικά. Ας μην ξεχνάμε πως σε παρόμοιες συνθήκες στο παρελθόν έχουν παραγάγει έργο μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τσέχωφ, ο Αλμπέρ Καμύ κ.ά.
–Βλέπω αρκετές προσπάθειες σε κυπριακή διάλεκτο στη λογοτεχνία, στην ποίηση κυρίως, εσείς ως άνθρωποι του χώρου θεωρείτε ότι η λογοτεχνική παραγωγή στην κυπριακή διάλεκτο είναι ικανοποιητική σε ποιότητα;
–Κ.Σ.: Πιστεύω πως γίνεται μια στροφή προς τη διάλεκτο από αρκετούς λογοτέχνες, αν και πάντα υπήρχε αυτή η τάση, όλοι μας δηλαδή σε κάποια φάση θα δοκιμάσουμε να γράψουμε στη διάλεκτο. Το πώς γράφει ο καθένας είναι δική του υπόθεση. Δεν ξέρω πώς μπορεί κάποιος να μετρήσει την ποιότητα. Αυτό που πιστεύω είναι πως η καλή λογοτεχνία, γραμμένη σε διάλεκτο ή μη, πρέπει να μπορεί να αντέξει στον χρόνο. Κοιτάξετε τα ποιήματα του Λιπέρτη, του Χαραλαμπίδη και τα νεότερα του Παναγιώτη Νικολαΐδη και της Στέλλας Βοσκαρίδου.
–Ν.Δ.: Κατά τη γνώμη μου, ποιότητα υπάρχει όταν η χρήση της κυπριακής διαλέκτου δεν γίνεται για διακοσμητικούς λόγους, ως μια φολκλορική προσθήκη ή εξυπηρετώντας πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες, αλλά εντάσσεται στο κείμενο λειτουργικά, σε αρμονία με το περιεχόμενο και με μεγάλο σεβασμό στην ίδια την παράδοση και την αξία της διαλέκτου αυτής.
–Χ.Τ.: Πιστεύω ότι κάποιος συγγραφέας αν θέλει να γράψει σε κυπριακή διάλεκτο πρέπει να μελετήσει σε βάθος αυτή την πλούσια γλώσσα, γιατί τα κυπριακά που μιλάμε οι σύγχρονοι δεν έχουν τη μαγεία που χαρακτηρίζει την αυθεντική κυπριακή διάλεκτο.
–Τέλος, μου ακούγεται σόλοικος ένας τίτλος σε μια ελληνόφωνη λογοτεχνική βραδιά… γιατί στα αγγλικά;
–Κ.Σ.: Κανένας ιδιαίτερος λόγος. Έτσι το σκεφτήκαμε, έτσι το προτείναμε στους λογοτέχνες που προσκαλέσαμε κι έτσι έγινε αποδεκτό. Μας άρεσε ως τίτλος. Συγκεντρώνει την ουσία της βραδιάς που ετοιμάσαμε. Πριν από λίγο καιρό είχα δει και το «Out of necessity» της Μαρίας Κυριάκου, ένα εξαιρετικό κυπριακό έργο με αγγλικό τίτλο που κάλυπτε απόλυτα το περιεχόμενο της παράστασης. Τι μας εμποδίζει να εκφραζόμαστε όπως νομίζουμε και όπως θέλουμε;
–Ν.Δ.: Γιατί δεν έχουμε ταμπού με τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο, το οποίο επιλέγεται ανάλογα με το αν ανταποκρίνεται ή όχι σε αυτό που αποσκοπεί να εκφράσει. Από εκεί και πέρα, το πόσο ο καθένας αγαπά, σέβεται και τιμά την ελληνική γλώσσα αποδεικνύεται μέσα από το έργο του.
–Χ.Τ: Πέρα από συζητήσεις περί καθαρότητας της γλώσσας, στόχευσης στην παιδεία, ή στήριξης της ελληνικής γλώσσας μέσα από τη λογοτεχνία, θέματα με τα οποία εμένα θα βρεις διαλλακτικό, σίγουρα όχι αντίθετο, πιστεύω ότι ο τίτλος που δώσαμε είναι λιτός και απέριττος. Στη γλώσσα και την ταυτότητά μας δεν κάνει κακό η πολυγλωσσία, ή η πρόσμιξη ως ένα βαθμό των γλωσσών, κακό κάνει η κακή χρήση της γλώσσας, τα δημοσιευμένα γλωσσικά ατοπήματα κ.ο.κ. Θεωρώ ορθή τη χρήση του «read» στην προστακτική στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι λιγότερο επιτακτικός από την προστακτική του «διάβαζε», το οποίο βεβαίως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε, εντούτοις παραπέμπει και στην ονομασία της ομάδας μας, κάτι που θέλαμε να αποφύγουμε. Και επίσης το «tell» είναι ένα ρήμα που έχει άμεση σύνδεση με το «tell a story». Το «αφηγήσου» είναι πολύ πιο όμορφο ως ρήμα, αλλά θα έπρεπε να είχαμε σκεφτεί να φτιάχναμε έναν ανάμικτο τίτλο, με ελληνικά και αγγλικά. Δυστυχώς, δεν μας πέρασε από το μυαλό. Τέλος, το «μοιράσου» που χρησιμοποιήσαμε στα αγγλικά ως «share» παραπέμπει και σε έναν άλλο σκοπό της εκδήλωσης στον οποίο αναφέρθηκε πριν η Κωνσταντία. Οι συμμετέχοντες ποιητές και συγγραφείς θα δωρίσουν βιβλία δικά τους κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης στον οργανισμό ΠΑΣΥΚΑΦ για τις ανάγκες του. Και τους ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την ανταπόκρισή τους στο κάλεσμά μας. Τέλος, όσο αφορά στην ερώτησή σου για τον τίτλο, αρκετοί συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένου και του υποφαινόμενου θα διαβάσουμε από το έργο μας και στα ελληνικά και στα αγγλικά. Ούτε αυτό θεωρώ ότι είναι κάτι που θα έπρεπε να δημιουργεί ερωτήματα. Σεβαστές όλες οι απόψεις βεβαίως, ελπίζουμε να είναι και οι δικές μας.