Του Απόστολου Κουρουπάκη
Πέρασαν πενήντα χρόνια, απ’ όταν η πόλη του Ευαγόρα, η Αμμόχωστος ή τα Βαρώσια έμειναν βουβά. Πενήντα χρόνια που η πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή μπήκε στη ζώνη της «ανυπαρξίας»… αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτή η λέξη. Πενήντα χρόνια δέσμια του τουρκικού στρατού, και εδώ και μερικά χρόνια επιδεικνύεται εν είδει πολεμικού λαφύρου μέρος της από το κατοχικό καθεστώς. Σε αυτή την πόλη όμως βρίσκονται ακόμα σημάδια που μαρτυρούν το παρελθόν της, τα μνημεία της είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του χθες της. Πολλά από αυτά, αν όχι τα περισσότερα, απροσπέλαστα, άγνωστα στους μη Βαρωσιώτες. Μνημεία, που, αν μπορούσαν να μελετηθούν επί τόπου, θα βοηθούσαν να αποκωδικοποιηθεί πολλά κομμάτια της ιστορίας της πόλης.
Η Αγία Πρόθεση του ναού του Αγίου Νικολάου, όπως είναι σήμερα.
Το προσκυνητάρι της Παναγίας, όπως είναι σήμερα στο εσωτερικό του ναού της Αγίας Ζώνης.
Αυτές ήταν οι σκέψεις μου, όταν ο βυζαντινολόγος Ανδρέας Φούλιας μού έδωσε ένα αντίτυπο του βιβλίου που συνέγραψε με τον επίσης βυζαντινολόγο Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, «Τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου», έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου – Πολιτιστική Ακαδημία «Άγιος Επιφάνιος». Στις 477 σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης μπορεί να μάθει για όλα τα θρησκευτικά μνημεία της πόλης, όλων των θρησκειών και των δογμάτων. Πρόκειται περί άθλου, μιας και η πρόσβαση στα περισσότερα ήταν αδύνατη, οπότε για την τεκμηρίωσή τους, εκτός από την υπάρχουσα, ελλιπής πολλές φορές βιβλιογραφία, επιστρατεύτηκαν και Αμμοχωστιανοί/ές που τα έζησαν, φωτογραφίες από εκδρομές, από πανηγύρια, από γάμους, από ποικίλες άλλες δραστηριότητες μπήκαν κάτω από τον μεγεθυντικό φακό των συγγραφέων για να ταυτοποιηθούν εικόνες, αγιογραφίες, πρόσωπα, επιγραφές…
Ρώτησα τον δρα Ανδρέα Φούλια, αφότου καταβυθίστηκα στις σελίδες του βιβλίου, τι τους ώθησε να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο, έχοντας παρατηρήσει πως κατά τη γνώμη μου συνδυάζει νομίζω τον επιστημονικό λόγο, με το συναίσθημα: «Αυτό που μας ώθησε να αναλάβουμε τη συγγραφή του βιβλίου αυτού είναι πρώτα η πολύχρονη ενασχόλησή μας με τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη και η συνεχής επαφή με μνημεία της περιοχής. Νιώσαμε ότι ήταν χρέος μας να γράψουμε, μαζί με τα άλλα, και ένα βιβλίο για την πόλη που μας γέννησε. Μαζί με αυτό ήταν και η αντίδρασή μας στη λήθη, επειδή βλέπαμε τους παλαιότερους να φεύγουν και να παίρνουν μαζί τους αναμνήσεις, παραδόσεις, ιστορίες παλιές. Αυτό νιώθαμε ότι ήταν καταστροφικό, επειδή αν έχεις ένα μνημείο και δεν έχεις την ιστορία του, η οποία συνυφάνθηκε για αιώνες με ιστορίες ανθρώπινες αλλά και με παραδόσεις μακραίωνες που φωτίζουν την ταυτότητά μας, τότε έχεις χάσει ένα μεγάλο μέρος του μνημείου. Συνεπώς εμείς είμαστε οι τελευταίοι που ζήσαμε την πόλη και γνωρίσαμε τα μνημεία, όταν ήταν ελεύθερα και ζωντανά.
Από την άλλη αυτό που επίσης μας ώθησε στη συγγραφή του βιβλίου ήταν η απογοήτευση για την απουσία λύσης στο κυπριακό πρόβλημα αλλά και από την εκμετάλλευση από διάφορους της παρούσας άκρως επικίνδυνης κατάστασης για την επιβίωση του Ελληνισμού στο νησί». Σχετικά με την παρατήρησή μου για τον συνδυασμό του επιστημονικού λόγου, με το συναίσθημα, ο Ανδρέας Φούλιας μού εξηγεί: «Το βιβλίο γράφτηκε με επιστημονική δεοντολογία και μεθοδολογία. Προσπαθήσαμε και νομίζω πετύχαμε με τον συνάδελφο δρα Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου να μην παραδώσουμε ένα βιβλίο μελό. Ορισμένα ψήγματα συναισθηματισμού υπάρχουν μόνο στο εισαγωγικό μας σημείωμα, το οποίο σε όλα τα βιβλία είναι το τμήμα εκείνο όπου μπορείς να εκφραστείς με πιο προσωπικό τόνο. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο είναι γραμμένο με αυστηρά επιστημονικό τρόπο ώστε να έχει βάθος χρόνου και αντοχή, ώστε να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς μελετητές και εραστές της πόλης μας, η οποία δυστυχώς παραδόθηκε στον εισβολέα προδομένη από αυτούς που είχαν ορκιστεί να την προστατεύουν». Έχοντας διατρέξει το βιβλίο δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω πως θα μείνει ως σημείο αναφοράς σε όσους/ες θελήσουν από εδώ και πέρα να μελετήσουν αυτά τα μνημεία, αλλά και να διαβάσουν την κοινωνία της Αμμοχώστου τα τελευταία εκατό χρόνια.
Ο δρ Φούλιας δεν παραλείπει να ευχαριστήσει, σε αυτό το σημείο της κουβέντας μας την Ιερά Μητρόπολη Αμμοχώστου και Κωνσταντίας και την Πολιτιστική Ακαδημία Άγιος Επιφάνιος για την ανάληψη της έκδοσης. «Ευχαριστούμε επίσης τη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και Αθλητισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη συνδρομή τους στην έκδοση. Όλως ιδιαιτέρως ευχαριστούμε τον πανιερώτατο μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κ. Βασίλειο».
Όψη του ναού του Αγίου Νικολάου, όπως είναι σήμερα.
Θυρίδα συγκέντρωσης χρημάτων για την ανέγερση του νέου ναού του Αγίου Νικολάου, που επρόκειτο να ανεγερθεί.
Ο ναός της Αγίας Τριάδας σχεδιάστηκε από τον νεαρό τότε και διεθνούς φήμης σήμερα Αμερικανοκύπριο αρχιτέκτονα και καθηγητή Theo David.
«Όλοι γράφανε για τη μεσαιωνική πόλη και τα γοτθικά της μνημεία. Άρα αρχίσαμε από το μηδέν» λέει ο δρ Ανδρέας Φούλιας
Ντόπιοι αρχιτέκτονες όπως ο Μιχαλάκης Κόκκινος και ο Πιερής Παπακώστας δίνουν τα δικά τους ωραία δείγματα νεοβυζαντινών ναών όπως η Χρυσοσπηλιώτισσα (φωτογραφία) και η Αγία Αικατερίνη.
Πώς αναπτύσσεται η ναοδομία στην Αμμόχωστο τον 20ό αιώνα; Αφομοιώνει νέες αρχιτεκτονικές τάσεις, παραμένει συντηρητική; Ρωτάω τον δρα Ανδρέα Φούλια, έχοντας κατά νου μου τις εκκλησίες της νέας Αγίας Τριάδας και εκείνη του Αγίου Νικολάου…: «Αυτό που συνάγεται μέσα από την έρευνα είναι ότι λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στη νέα πόλη συντελείται μια μεγάλη αλλαγή.
Οι προϋπάρχοντες ναοί ανακατασκευάζονται και μεγεθύνονται με βάση την επικρατούσα αρχιτεκτονική τάση της εποχής που ήταν ο μονόχωρος σταυροθολιακός ρυθμός. Αγία Ζώνη, Άγιος Νικόλαος, Σταυρός, Άγιος Μέμνων, Άγιος Λουκάς ανακατασκευάζονται σε αυτό που βλέπουμε σήμερα. Κατά τον 20ό αιώνα αρχίζουν να κτίζονται ναοί με τον νεο-βυζαντινό ρυθμό και μάλιστα να έχουμε στην Αμμόχωστο το ωραιότερο κατά την άποψή μου παράδειγμα τον ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου σχεδιασμένο από τον Γεώργιο Νομικό, σπουδαίο Αθηναίο ναοδόμο και αρχιτέκτονα. Δίδυμος ναός είναι η Παναγία η Παλλουριώτισσα στη Λευκωσία έργο του ιδίου. Από την άλλη ντόπιοι αρχιτέκτονες όπως ο Μιχαλάκης Κόκκινος και ο Πιερής Παπακώστας δίνουν τα δικά τους ωραία δείγματα νεοβυζαντινών ναών όπως η Χρυσοσπηλιώτισσα και η Αγία Αικατερίνη.
Να σημειώσουμε εδώ και την ανέγερση του νέου ναού της Αγίας Τριάδας από τον νεαρό τότε και διεθνούς φήμης σήμερα Αμερικανοκύπριο αρχιτέκτονα και καθηγητή Theo David (Θεοχάρης Δαυίδ). Ο ναός αυτός παραμένει μέχρι σήμερα ίσως ο πιο μοντέρνος ναός της Κύπρου με βυζαντινές αναμνήσεις από τον τρίκογχο βυζαντινό τύπο.
Κατεδάφιση των παλιών
Η ανάπτυξη της πόλης τις τελευταίες δεκαετίες πριν από τον πόλεμο επηρέασε το εκκλησιαστικό μνημειακό απόθεμά της, είναι η επόμενή μου ερώτηση στον Ανδρέα Φούλια: «Ένα δυσάρεστο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον 20ό αιώνα και ειδικά το δεύτερο μισό και τα χρόνια της Δημοκρατίας πριν από το 1974 είναι η απόφαση για κατεδάφιση παλαιών ναών για να κτιστούν στη θέση τους νέα κτήρια, χωρίς μάλιστα να ληφθεί καμία τεκμηρίωση φωτογραφική ή σχεδιαστική. Η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη στην Αμμόχωστο είχε ως πρώτο θύμα της τις παλιές και ταπεινές εκκλησίες της πόλης, όπως το μοναστήρι του Αγίου Λουκά, το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Κουράθας, τον ναό της Αγίας Τριάδας και τον αγγλικανικό ναό του Αγίου Μάρκου. Δυστυχώς το ίδιο συνέβη και σε άλλες πόλεις της Κύπρου όπως λ.χ. στη Λεμεσό με την Παναγία την Καθολική, την Αγία Τριάδα, το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Χαβούζας κ.ά.
Βρίσκομαι στην περίεργη θέση να υποβάλω στον δρα Ανδρέα Φούλια την ερώτηση, θεωρώντας την πρώτα εγώ ίσως περιττή για τις επιπτώσεις από την κατάληψη μέρους της πόλης από τα τουρκικά στρατεύματα... και την εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της συνεπεία του πολέμου...: «Μετά το 1974 μεγάλο τμήμα της πόλης περιήλθε στην άμεση εποπτεία και έλεγχο του στρατού κατοχής. Όπως βλέπετε και στο βιβλίο και την αδιάψευστη φωτογραφική τεκμηρίωση από όλους τους ναούς, έχουν αφαιρεθεί οι εικόνες και τα ιερά σκεύη, ενώ η επίπλωση παραμένει ως είχε, εκτός από τον Άγιο Μέμνονα. Για τους ναούς που βρίσκονται εκτός της περίκλειστης πόλης η κατάσταση διατήρησής τους είναι πολύ κακή. Μόνο η Χρυσοσπηλιώτισσα παραμένει σε καλή κατάσταση λόγω του ότι μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος αμέσως μετά το 1974. Όλες οι άλλες καταρρέουν. Ευτυχώς έχει ληφθεί ήδη η σημαντική απόφαση από τη Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά για αναστήλωση και αποκατάσταση των δύο σπουδαιότερων ναών της πόλης του Αγίου Γεωργίου του Φαράγκου (11ος-12ος αιώνας) και της Αγίας Παρασκευής (16ος αιώνας). Θα πρέπει βέβαια στην προσπάθεια αυτή της Δικοινοτικής Επιτροπής όλοι οι επίσημοι φορείς της κατεχόμενης πόλης και οι Αμμοχωστιανοί να συνδράμουν αποφασιστικά επειδή το κόστος θα είναι πολύ μεγάλο.
Αρχίσαμε από το μηδέν
Οι δυσκολίες της συγγραφής του βιβλίου νομίζω είναι δεδομένες… οι δύο συγγραφείς τις προσπέρασαν, όμως…, από προσωπικό πείσμα και επιστημονικό γινάτι, ρωτώ τον Ανδρέα Φούλια, γνωρίζοντας την έγνοια του για την ιστορία του τόπου αυτού και των μνημείων του, αγωνίες που μοιράζεται και με τον Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου: «Όσο περνάει ο χρόνος για μας τους πρόσφυγες, ο πόνος για την απώλεια της Αμμοχώστου και όλης της κατεχόμενης Κύπρου αντί να μειώνεται μεγαλώνει. Αυτό φυσικά οφείλεται ότι πλέον έχει χαθεί η ελπίδα. Η απογοήτευση από τη μη λύση του προβλήματος, αλλά και η αλλαγή στην όψη των κατεχομένων είναι κάτι που μας πληγώνει μέρα με τη μέρα. Έχω την εντύπωση ότι η ελληνοκυπριακή κοινωνία και το πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο που επικρέμαται. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου που κράτησε πάνω από 12 χρόνια χάσαμε δικούς μας ανθρώπους, χάσαμε φίλους και γνωστούς που συνεργαστήκαμε για το βιβλίο. Εμείς κάθε φορά που το ανοίγαμε για να δουλέψουμε νέες πληροφορίες και στοιχεία πονούσαμε και αναστατωνόμασταν. Ομολογώ ότι η έκδοση και κυκλοφορία του βιβλίου ήταν μια ανακούφιση».
Θελήσατε, παρατηρώ, να τα καταγράψετε ως μία παρακαταθήκη, φοβούμενοι τι θα φέρει το μέλλον για την πόλη…: «Αναμφίβολα. Το μέλλον της πόλης είναι κατά την άποψή μου προδιαγεγραμμένο και δυσοίωνο. Ας είμαστε ειλικρινείς πλέον: την Αμμόχωστο δεν την ήθελε πίσω το πολιτικό και οικονομικό μας κατεστημένο.
Το πρόσκαιρο κέρδος από την κατάληψη της πλέον τουριστικής και πλούσιας πόλης/λιμάνι της Κύπρου έκανε πολλούς να σκεφτούν με οικονομικούς όρους και όχι με ιστορικούς και μακροϊστορικούς. Ας μείνω μέχρι εδώ» και συνεχίζει λέγοντάς μου πως πριν από το 1974 δεν γράφτηκε σχεδόν τίποτα για τα μνημεία της νέας πόλης. «Όλοι γράφανε για τη μεσαιωνική πόλη και τα γοτθικά της μνημεία. Άρα αρχίσαμε από το μηδέν. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι συμπεριλάβαμε όλα τα μνημεία ανεξαρτήτως θρησκείας ή ομολογίας και τα είδαμε κυρίως με τον φακό τον αρχαιολογικό. Συνεπώς προσπαθήσαμε να ανασυστήσουμε την ιστορία των μνημείων μέσα από διάφορα αρχεία που μας δόθηκαν, όπως αυτό του Αθανάσιου Παπαγεωργίου πρώην διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων, της Βυζαντινολόγου Χρυσάνθης Μπαλτογιάννη, του φωτογραφικού αρχείου του συμπολίτη μας Πάνου Λοΐζου κ.ά.».
Ποιο θα προσδιόριζε ως το δικό του προσωπικό μνημείο… η τελευταία ερώτησή μου, στον Ανδρέα Φούλια: «Το προσωπικό μου μνημείο είναι το κοιμητήριο του Σταυρού, όπου εκεί έζησα τη συγκλονιστικότερη μέρα της ζωής μου. Εκεί παρευρέθηκα στην κηδεία τριών έντιμων και ηρωικών Ελλήνων αξιωματικών που τίμησαν τη στολή τους και τους όρκους τους, υπερασπιζόμενοι την πόλη αλλά και την τιμή όλου του Ελληνισμού: του Εμμανουήλ Χατζηδάκη από τα Χανιά, του Ανδρέα Μουζάκη από το Γερακάρι Ζακύνθου και του Ευάγγελου Κατσάνου από τον Άσσο Καρδίτσας. Στην αναμονή για την άφιξη του τιμητικού αγήματος, έβλεπα έναν πατέρα να κλαίει γοερά, γονατιστός πάνω στον φρεσκοσκαμμένο τάφο του γιου του. Αυτές οι σκηνές και αυτή η μέρα του Ιούλη ήταν για μένα κάτι που μέχρι σήμερα με σημαδεύει και με πονά».
Ο ναός της Αγίας Ζώνης, ο οποίος ανακατασκευάστηκε τον 20ό αιώνα.
Συνέχιση της λατρείας
Υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τα θρησκευτικά μνημεία της Αμμοχώστου από τις άλλες πόλεις; Ο δρ Ανδρέας Φούλιας μού λέει πως οι περισσότερες εκκλησίες της νέας πόλης της Αμμοχώστου έφεραν κειμήλια από τη μεσαιωνική πόλη, από την οποία οι Έλληνες κάτοικοί της εκδιώχθηκαν μετά το 1571 και την οθωμανική κατάκτηση. Αγία Ζώνη, Σταυρός, Άγιος Νικόλαος ήταν ναοί που υπήρχαν στη μεσαιωνική πόλη και μεταφέρθηκαν ονόματα και κειμήλια στη νέα πόλη δηλαδή τα Βαρώσια. Παρατηρείται μάλιστα συνέχιση της λατρείας σε σπηλαιώδεις ναούς όπως η Χρυσοσπηλιώτισσα και η Αγία Αικατερίνη.
Η εμβληματική είσοδος του ναού του Τιμίου Σταυρού, απροσπέλαστος σήμερα.
Η εικόνα της Βαπτίσεως του 16ου αιώνα, από τη Χρυσοσπηλιώτισσα.
Ο ναός των Μαρωνιτών της Ιεράς Καρδίας του Χριστού όπως είναι σήμερα.
Το εσωτερικό του ναού του Αγίου Νικολάου, όπως είναι σήμερα.