Kathimerini.gr
Εμβληματική μορφή στην ιστορία της Κύπρου, ο αείμνηστος πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού εξιστορεί στον πρώτο τόμο της πολιτικής αυτοβιογραφίας του «Στη μάχη της Ιστορίας όπως την έζησα, 1932-1959», που κυκλοφορεί εντός της εβδομάδας από τις εκδόσεις Πατάκη (επιμέλεια-έρευνα-τεκμηρίωση: Γιώργος Κ. Τσαλάκος), το ξεκίνημά του αλλά κυρίως τα δραματικά γεγονότα του αντιαποικιοκρατικού αγώνα των Κυπρίων.
Μάχιμος δημοσιογράφος και στενός συνομιλητής του Μακάριου, ο Κυπριανού γράφει Ιστορία έτσι όπως τη βίωσε τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο της εποχής. Η «Κ» προδημοσιεύει δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από γεγονότα που συνέβησαν το 1955-56.
Προδημοσίευση
Ο Αρχιεπίσκοπος έμεινε στην Αθήνα όλο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου 1955, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποίησε διαδοχικές συναντήσεις με τον νέο πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Θεοτόκη και τους υπηρεσιακούς αξιωματούχους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Ο Καραμανλής επεδίωκε να εξευρεθεί συνεννόηση στο Κυπριακό εντός των πλαισίων των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Βρετανίας. Παράλληλα, υποσχέθηκε στον Μακάριο πλήρη στήριξη και διαβεβαίωσε ότι θα μεσολαβούσε προς τη βρετανική κυβέρνηση ώστε να βελτιώσει τις προτάσεις της. (…)
Παρ’ όλη την άφθονη «εποικοδομητική ασάφεια» της νέας βρετανικής φόρμουλας λύσης, η ελληνική κυβέρνηση την έβλεπε θετικά!!! Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε ότι ήταν «πολύ εποικοδομητική» η νέα πρόταση της Βρετανίας. Η δήλωση αυτή του Καραμανλή επέτρεψε στον Βρετανό πρωθυπουργό Αντονυ Ηντεν να προχωρήσει ακόμα περισσότερο, ζητώντας από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας να ασκήσει την επιρροή του προς τον Μακάριο ώστε να αποδεχθεί τη νέα βρετανική φόρμουλα λύσης. Σε μήνυμά του δύο μέρες μετά την υποβολή της νέας φόρμουλας λύσης, ο Ηντεν έκανε έκκληση προς τον Καραμανλή «όπως αναλάβει μία τολμηρή πρωτοβουλία και συστήσει ευμενώς τη δήλωση [πολιτικής] μας προς τον Αρχιεπίσκοπο». Και τόνισε: «Πιστεύω ότι αν πράξετε αυτό, θα υπάρχει ακόμη μία πιθανότητα όπως πεισθεί η Εθναρχία να μην απορρίψει την προσφορά μας». Το Κυπριακό, ωστόσο, είχε μεταβληθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η αντιπολίτευση επέκρινε καθημερινά την κυβέρνηση και κατά συνέπεια ήταν πολύ δύσκολο για τον Καραμανλή να ασκήσει πιέσεις στον Μακάριο. Πολύ δε περισσότερο λόγω της μεγάλης ασάφειας της νέας βρετανικής δήλωσης πολιτικής. Μία πρόσθετη δυσκολία που αντιμετώπιζε ο Ελληνας πρωθυπουργός ήταν το γεγονός ότι η χώρα βάδιζε σε εκλογές (που προκηρύχθηκαν για τον Φεβρουάριο του 1956) και ο Καραμανλής δεν ήθελε να δώσει επιχειρήματα στους πολιτικούς αντιπάλους του. (…)
Στο γνωστό ως «Υπόμνημα Καραμανλή» με τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης που απεστάλη στον πρωθυπουργό Ηντεν στις 5 Δεκεμβρίου, ο Καραμανλής εξέφραζε τη δυσφορία του διότι είχε πληροφορηθεί τις νέες βρετανικές προτάσεις μία μόλις ώρα πριν αυτές επιδοθούν στον Μακάριο. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας απέρριπτε μεν τις βρετανικές προτάσεις, άφηνε όμως την πόρτα ανοικτή για συνέχιση των διαβουλεύσεων προς βελτίωση των προτάσεων, ώστε να μην πάει χαμένη όλη η εργασία που είχε ήδη συντελεστεί. Κατά τη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης, «η αρχή της Αυτοδιάθεσης θα έπρεπε να διατυπώνεται κατά τρόπο άμεσο και απερίφραστο». Και «η φρασεολογία ολόκληρης της δήλωσης θα έπρεπε να καταστεί, κατά το δυνατόν, εύκολα κατανοητή στον μέσο Κύπριο». Επιπρόσθετα, ο Καραμανλής σημείωνε ότι η βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να αποδεχθεί τον καθορισμό ενός εύλογου χρονικού ορίου μετά την εκπνοή του οποίου θα δεχόταν να συζητήσει την εφαρμογή της Αυτοδιάθεσης, με εκπροσώπους του κυπριακού λαού. Τότε «η ελληνική κυβέρνηση δεν θα είχε τον φόβο μήπως παραπλανήσει τους Κυπρίους, με το να τους εισηγηθεί την αποδοχή του προτεινόμενου βρετανικού σχεδίου λύσης». (…)
Στις 14 Δεκεμβρίου 1955, η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε την αναθεωρημένη βρετανική πρόταση, διατηρώντας ταυτόχρονα τις γέφυρες για συνεννόηση. Με οδηγίες του Καραμανλή, ο γενικός διευθυντής του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών Αλέξης Κύρου επισκέφθηκε τον σύμβουλο της βρετανικής πρεσβείας. Είχε μαζί του μία γραπτή δήλωση, την οποία διάβασε στον Βρετανό σύμβουλο. Στη δήλωση υπογραμμιζόταν η καλή θέληση της ελληνικής κυβέρνησης να βοηθήσει στην επανάληψη των συνομιλιών Μακαρίου-Χάρντινγκ, αλλά εκφραζόταν η επιφύλαξη μήπως αυτό γινόταν με λάθος τρόπο και σε λάθος στιγμή. Η ελληνική κυβέρνηση –κατά τη δήλωση– έβρισκε τη δεύτερη, αναθεωρημένη βρετανική φόρμουλα λύσης το ίδιο απαράδεκτη όπως και την πρώτη. Ούτε ο Μακάριος ούτε και ο κυπριακός λαός θα την δέχονταν. (…)
Ο Σπύρος Κυπριανού το 1957 με τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Ευάγγελο Αβέρωφ (στη μέση), και τον διευθυντή της εφημερίδας «Εθνος» και μέλος του Εθναρχικού Συμβουλίου, Βία Μαρκίδη (δεξιά)
Το βράδυ της 14ης Δεκεμβρίου 1955, ο Ελληνας πρωθυπουργός δέχθηκε στο σπίτι του τον Βρετανό πρέσβη Τσαρλς Πηκ. Ο Καραμανλής τού είπε ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να υποστηρίξει την επανάληψη των συνομιλιών Μακαρίου-Χάρντινγκ, αλλά στη βάση του Υπομνήματος Καραμανλή που είχε υποβάλει η ελληνική κυβέρνηση. Ο Μακάριος θα δεσμευόταν από αυτό και ο κυβερνήτης θα μπορούσε να εκφράσει τις απόψεις της βρετανικής κυβέρνησης για όλα τα σημεία. Ο Βρετανός πρέσβης, αν και δεν βρήκε ικανοποιητική την ελληνική πρόταση, ήγειρε θέμα εκεχειρίας σε περίπτωση επανάληψης των συνομιλιών. Ο Καραμανλής αρνήθηκε ότι γνώριζε οτιδήποτε για την ΕΟΚΑ, αλλά ανέλαβε την υποχρέωση να εισηγηθεί στον Αρχιεπίσκοπο, στην περίπτωση που εκείνος είχε κάποια γνώση, να καταβάλει προσπάθεια ώστε να υπάρξει εκεχειρία εάν οι διαπραγματεύσεις επανάρχιζαν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μιλάει στους Βρετανούς δημοσιογράφους, στο αεροδρόμιο Χίθροου. Είναι 15/2/1959 και ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Κύπρου φτάνει στο κρισιμότερο σημείο. Πίσω του στέκεται ο Σπύρος Κυπριανού
«Πάνοπλοι στρατιώτες εναντίον άοπλων μαθητών!!!»
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1956, έλαβα μήνυμα του Μακαρίου ότι θα ήταν καλά να επισκεφθώ την Κύπρο για να ξεκουραστώ και να δω τους γονείς μου, που είχα καιρό να συναντήσω. Αυτό σήμαινε ότι ο Μακάριος κάτι είχε κατά νου και ότι ήθελε να συναντηθούμε. Μόλις έφτασα στη Λευκωσία, το βράδυ της 16ης Ιανουαρίου 1956, είχαμε την πρώτη μας συνάντηση. Ακολούθησαν και άλλες τις επόμενες μέρες. Ο Μακάριος μου είχε παραχωρήσει για τις ημέρες που θα έμενα στη Λευκωσία ένα δωμάτιο στο παλιό κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Μέσα από τα τζάμια, σε ένα μικρό γραφειάκι της Εθναρχίας, ο Μακάριος παρακολουθούσε την ηρωική μάχη των μαθητών του Παγκύπριου Γυμνασίου με τις δυνάμεις ασφαλείας και στρατεύματα των Βρετανών που ξέσπασε λίγες μέρες αργότερα. Μαζί του και εγώ. Πετροβολισμός, δακρυγόνα, ξυλοδαρμοί, συλλήψεις. Πάνοπλοι στρατιώτες εναντίον άοπλων μαθητών!!! (…)
Γνωρίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις με τον Χάρντινγκ βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο, δεν ανέμενα να δω τον Μακάριο τόσο άνετο και ευδιάθετο. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος πίστευε ότι οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμφωνία εάν οι προθέσεις των Βρετανών ήταν ειλικρινείς και εάν δεν επρόκειτο για έναν ακόμα διπλωματικό ελιγμό που θα εξυπηρετούσε τους στόχους τους για επ’ αόριστον διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Το κλίμα, όμως, ενέπνεε συγκρατημένη αισιοδοξία. Μάλιστα, σε μια στιγμή, ο Μακάριος αστειευόμενος –έτσι το εξέλαβα τότε– μου είπε ότι «αν όλα πάνε καλά, θα σε κάνω υπουργό Εξωτερικών». Προφανώς, αναφερόταν στο ενδιάμεσο διάστημα της περιόδου Αυτοκυβέρνησης, πριν από την εφαρμογή της Αυτοδιάθεσης και της, κατοπινής, Ενωσης με την Ελλάδα. Τελικά, πράγματι έμελλε να γίνω υπουργός Εξωτερικών, όμως σε ένα νέο κράτος, του οποίου η ανεξαρτησία προήλθε μέσα από δραματικές ιστορικές συγκυρίες, εκβιασμούς και πολύ οδυνηρούς συμβιβασμούς.
Επέστρεψα στο Λονδίνο στις 2 Φεβρουαρίου 1956, με ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα, όπου συναντήθηκα με τον υπουργό Προεδρίας Γεώργιο Ράλλη. Στη Βρετανία έφτασα παραμονή μιας μεγάλης εκδήλωσης στο Λέστερ (Leicester, East Midlands), στην οποία ήμουν ομιλητής. (…) Η εκδήλωση, που οργάνωσε ο βρετανικός Σύνδεσμος Κοινοβουλευτικού Διαλόγου (Parliamentary Debating Society), ήταν πολύ επιτυχής. Κατά τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, υποστήριξα ψήφισμα υπέρ της Αυτοδιάθεσης της Κύπρου, ενώ ο αντίπαλός μου, υποψήφιος βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος, Τσαρλς Λονγκμπόττομ (Charles Brooke Longbottom) επιχειρηματολόγησε εναντίον.
Στην ομιλία μου αναφέρθηκα και στις διαπραγματεύσεις Μακαρίου-Χάρντινγκ, τονίζοντας ότι, αν αυτές είχαν αρχίσει πριν από έναν χρόνο, η αιματοχυσία στο νησί θα είχε αποφευχθεί. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε στο ακροατήριο ο διαχωρισμός που έκανα μεταξύ της πολιτικής που ασκούσε έναντι της Κύπρου η κυβέρνηση των Συντηρητικών και των αισθημάτων της βρετανικής κοινής γνώμης. Ο Συντηρητικός αντίπαλός μου κινήθηκε στη γραμμή του Υπουργείου Εξωτερικών, ζητώντας να δοθεί τέλος στην «τρομοκρατία» και υπερτονίζοντας τον κίνδυνο να περιέλθει η Κύπρος υπό «κομμουνιστικό έλεγχο». Στην ψηφοφορία που ακολούθησε και στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι διαφόρων οργανώσεων του Λέστερ, το ψήφισμα υπέρ της Αυτοδιάθεσης της Κύπρου εγκρίθηκε με 24 ψήφους υπέρ και 11 κατά.