Του Γιάννη Ιωάννου
Η συζήτηση για τη συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές απασχόλησε το σύνολο των υποψηφίων, όπως σχεδόν πάντοτε άλλωστε, που και φέτος κάλεσαν το εκλογικό σώμα να προσέλθει μαζικά στην κάλπη. Ωστόσο, η αποχή ως συμπεριφορά του εκλογικού σώματος στην Κύπρο ακολουθεί, όπως σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια και στις προεδρικές –την πιο σημαντική, λόγω πολιτειακού συστήματος, εκλογική διαδικασία. Τη δεκαετία από τις προεδρικές του 2008 σε αυτές του 2018 αυξήθηκε θεαματικά η αποχή, στον πρώτο και στον δεύτερο γύρο της διαδικασίας. Με τις εκλογές σήμερα να αποκτούν το δικό τους ξεχωριστό ενδιαφέρον για το αν όντως υπάρχει μοτίβο αύξησης (ή και παγίωσης) ως προς τους ψηφοφόρους εκείνους που συνειδητά (ή για σειρά άλλων λόγων) αποφασίζουν να μην προσέλθουν στην κάλπη για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Δεκαετία αύξησης
Στις εκλογές του 2008 το ποσοστό αποχής στο πρώτο γύρο έδειξε, για πρώτη φορά, τα δόντια του στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα στην Κύπρο σε επίπεδο προεδρικών εκλογών. Το 10,38% του εκλογικού σώματος δεν προσήλθε. Το ποσοστό αυξήθηκε σχεδόν 8 μονάδες με το ποσοστό στον δεύτερο γύρο των προεδρικών του 2013 να εκτοξεύεται στο 18,42%. Η αυξητική τάση της αποχής καθιερώθηκε με το ποσοστό αποχής στους δύο γύρους των προεδρικών του 2018 να διαμορφώνεται σε 28,12% και 26,03%, αντίστοιχα. Ενδιάμεσα στις βουλευτικές εκλογές (παραδοσιακά μικρότερη συμμετοχή από τις προεδρικές) τα ποσοστά αποχής το 2016 και το 2021 κινήθηκαν σε 33,26% και 34,28% αντίστοιχα, με την τάση εδώ να είναι επίσης αυξανόμενη. Το πώς φτάσαμε σε επίπεδο προεδρικών σχεδόν 155.000 πολίτες να απέχουν (191.000 στις βουλευτικές) δεν αποτελεί μόνο ενδιαφέρον πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο, αλλά και ένα εργαλείο ανάλυσης για τις εκλογές σήμερα. Σε σχέση με το αν θα δούμε αύξηση σε αυτά τα ποσοστά και παγίωση, και μαθηματικά, της αποχής σε ένα διάστημα, από το 2008, διάρκειας μια δεκαπενταετίας.
Γιατί δεν ψηφίζουν οι Κύπριοι;
Στην Κύπρο δεν υπάρχουν ενημερωμένες μελέτες ή βιβλιογραφία που να ασχολείται, κατεξοχήν, με μια αποδεκτή μεθοδολογία ανάλυσης των λόγων αποχής του εκλογικού σώματος στις εκλογές –και δη στις προεδρικές που έχουν πάντα αυξημένη συμμετοχή. Ωστόσο, υπάρχουν εργαλεία ανάλυσης της συμπεριφοράς των Κύπριων ψηφοφόρων που συνδέονται όχι μόνο με κλασικούς αναλυτές αλλά και με τη συζήτηση για την πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο. Χαρτογραφώντας κανείς τους γενικούς λόγους τήρησης αποχής από μέρος του εκλογικού σώματος στην Κύπρο θα συμπεριλάμβανε:
● Τη γενική οικονομική και κοινωνική συνθήκη, η οποία ιδίως υπό το βάρος πολλών συστημικών παραγόντων, τα τελευταία χρόνια, απομακρύνει τους εκλογείς από τα παραδοσιακά κόμματα ή τους υποψηφίους. Επιπλέον, σε αυτό το πεδίο η ενσυναίσθηση της διαφθοράς από τους πολίτες δημιουργεί σχέσεις απάθειας, καταδίκης ή συλλήβδην απόρριψης των εκλογών –στη λογική του «όλοι είναι διεφθαρμένοι»
● Τη σταθερή και αυξανόμενη απαξίωση των κομμάτων ως «κομμάτων μηχανισμού» που στην Κύπρο έχει όχι μόνο ιστορικό συγκείμενο στις τελευταίες εκλογές αλλά και ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά, μιας και πολλά κόμματα εργοδοτούσαν τα μέλη τους σε αυτά ή σε σχετιζόμενες επιχειρήσεις (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΑΚΕΛ). Εδώ ρόλο διαδραματίζει και η λεγόμενη αντιληπτή επίδραση της ψήφου, μιας και σήμερα δοκιμάζονται τα όρια του δικομματισμού στην Κύπρο (ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ), που έχει την σημασία του, γιατί στα πολιτικά συστήματα, με αυξανόμενο δικομματισμό, αυξάνονται, συνήθως, και τα ποσοστά της αποχής
● Η κληρονομικότητα. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ένα ποσοστό ψηφοφόρων επιλέγει να απέχει, διότι προέρχεται από οικογένειες που διαχρονικά έπρατταν το ίδιο. Στην Κύπρο, οι προεδρικές σήμερα είναι οι πρώτες που διενεργούνται μετά την πανδημία (και εν μέσω αυτής τεχνικά) κατά τη διάρκεια της οποίας μια νέα μερίδα ψηφοφόρων διαμορφώνεται και γύρω από υποψηφιότητες που αγγίζουν το αντιεμβολιαστικό και συνωμοσιολογικό κίνημα που προέκυψε σε σχέση με τον Covid-19 παγκοσμίως αλλά και που στο τέλος απαξιώνουν σχεδόν εκφασιστικά τις εκλογές.
● Το μορφωτικό επίπεδο. Η βιβλιογραφία καταγράφει πως διαχρονικά όσοι απέχουν προέρχονται από χαμηλότερα, μορφωτικά και βιοτικά, στρώματα της κοινωνίας, πτυχή που αν ιδωθεί σε σχέση με τα προβλήματα της Παιδείας στην Κύπρο, τα επίπεδα σχολικού γραμματισμού και την ευρύτερη λουμπενοποίηση της κοινωνίας αντιλαμβάνεται πως εδώ υπάρχει πλούσιο πεδίο εξερεύνησης.
● Πρακτικοί λόγοι. Από τις καιρικές συνθήκες την ημέρα διεξαγωγής μέχρι την εγγραφή στον κατάλογο, τη μη υποχρεωτικότητα της ψήφου, την απουσία ηλεκτρονικής ή επιστολικής ψήφου, την απουσία εκλογικών κέντρων σε απομακρυσμένες περιοχές, κ.ο.κ. Οι εν λόγω λόγοι πάντα υφίστανται και διαμορφώνουν ένα ποσοστό ψηφοφόρων που την ημέρα εκείνη «κωλύονται», είτε για πρακτικούς λόγους είτε γιατί κρυώνουν ή θέλουν να πάνε για μπάνιο.
Επίσης, στο φαινόμενο της αποχής στην Κύπρο πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένα χαρακτηριστικά όπως αυτά της χαμένης ψήφου και της διάστασης του ενδιαφέροντος/γνώσης για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Στην πρώτη περίπτωση, ο ψηφοφόρος που θεωρεί πως ιδεολογικά ταιριάζει με κάποιον υποψήφιο που ωστόσο αξιολογεί πως δεν θα τα καταφέρει, απέχει. Δεν ψηφίζει δηλαδή για συνειδησιακούς λόγους. Στη δεύτερη περίπτωση, απέχουν μαζικά αυτοί που δεν γνωρίζουν ή δεν ενδιαφέρονται να μάθουν για όλες τις λεπτομέρειες του πολιτικού συστήματος ή ενός προεκλογικού. Στις σημερινές προεδρικές με αρκετούς ανεξάρτητους υποψηφίους και ρεκόρ υποψηφίων στο σύνολό τους, αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον να δούμε ποιο ποσοστό της χαμένης ψήφου θα προστεθεί τελικά σε αυτό της αποχής για να συμπεράνουμε και α. την πραγματική δυναμική των ανεξάρτητων υποψηφίων και β. αν υπάρχει ψήφος αποστολής μηνυμάτων από μερίδα των ψηφοφόρων.
Τέλος, σημασία έχει και το παράδοξο της ψήφου. Αυτό θα δείξει αν υπάρχει αλτρουιστική τελικά εκλογική συμπεριφορά στην Κύπρο ή η έκφραση προτίμησης ακολουθεί αμιγώς το μονοπάτι του εγωιστικού αλτρουισμού. Παρά το ότι στην Κύπρο το σύστημα είναι αμιγώς πελατειακό, με την πλειοψηφία των ψηφοφόρων να επιλέγουν στη βάση «ανταμοιβής» σε προσωπικό επίπεδο, ενδέχεται αυτό να μη λειτουργήσει φέτος και να δούμε και ποσοστά αποχής μεταξύ των παραδοσιακά ορθολογιστών ψηφοφόρων.
Η μεγάλη εικόνα
Ασφαλώς σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς την αποχή ως προς τις διαστάσεις των βασικών της ποιοτικών χαρακτηριστικών (επαρχίες, ηλικιακές ομάδες, κομματική ή προεδρική προτίμηση, κ.λπ.). Ωστόσο, αναπόφευκτα, το πώς θα κινηθεί η συμμετοχή ανά ηλικιακή ομάδα, επαρχία και κομματική προτίμηση θα κρίνει το τελικό ζευγάρι του δεύτερου γύρου και το ποιος θα έρθει τρίτος και αν όντως επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται οι δημοσκοπήσεις ως προς τη διάσταση καταγραφής της αποχής –και επί του συνόλου, συνεπώς κατ’ επέκταση, αν θα καταγραφούν και εκπλήξεις. Επίσης θα κρίνει ποια θα είναι η ίδια η έκβαση της αποχής, δεδομένου ότι το μοτίβο, από το 2008, δείχνει συνεχιζόμενη αύξησή της. Με το μήνυμα της αύξησης να αποτελεί όχι ευοίωνο μήνυμα για την πολιτική κουλτούρα των Κύπριων ψηφοφόρων σε μια διαδικασία μάλιστα με 14 υποψήφιους από όλο το ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα.
Φυσικά, ρόλο παίζει και η αποχή μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου (με μείωση το 2018 και αύξηση το 2013) γιατί μας δείχνει και την εκλογική συμπεριφορά σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων στα τρία κυρίαρχα σενάρια του β΄ γύρου που αποτελούν, διαχρονικά, και αντικείμενο συναλλαγής:
● Νεοφύτου Vs Μαυρογιάννης, για το πώς θα ψηφίσουν οι ψηφοφόροι του Χριστοδουλίδη.
● Νεοφύτου Vs Χριστοδουλίδης, για το πώς θα κινηθεί –κυρίως– το ΑΚΕΛ.
● Χριστοδουλίδης Vs Μαυρογιάννης, για το πώς θα κινηθεί –κυρίως– ο ΔΗΣΥ και αν υπάρχει τεράστια κρίση εντός του τελευταίου.