Του Γιάννη Ιωάννου
Το «μπορεί να έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ» αναφερόμενο σε τουρκική επιθετική ενέργεια επί ελληνικού εδάφους δείχνει να έχει καταστεί μια φράση-επωδός που επαναλαμβάνεται συχνά από τα χείλη του Ερντογάν σε προεκλογικές, ουσιαστικά, ομιλίες του. Σε μια προεκλογική περίοδο που δεν είναι μόνον μακρά για τον Τούρκο Πρόεδρο και το ΑΚP αλλά και που συμβαίνει στην χειρότερη οικονομική συνθήκη για την χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Την Δευτέρα εξάλλου, ο πληθωρισμός στην Τουρκία σημείωσε ποσοστό ρεκόρ, 24 χρόνων, αγγίζοντας -επίσημα- (σ.σ. ανεπίσημα εκτιμάται ως υψηλότερος από ανεξάρτητους οικονομικούς αναλυτές) το 80.21% με τις τιμές, για τον μέσο Τούρκο καταναλωτή, να αυξάνονται περαιτέρω, 1.46%, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου.
Η αναθεωρητική ρητορική τόσο του Ερντογάν όσο και του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών φαντάζει, στην παρούσα φάση, να έχει απλή εξήγηση ως προς την εσωτερική διάσταση του προεκλογικού στην Τουρκία και της συσπείρωσης των εθνικιστικών ακροατηρίων. Σε διπλωματικό επίπεδο ωστόσο (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ) έχει και απτό αποτύπωμα μέσω των σχετικών επιστολών που κατηγορούν την Ελλάδα για μαξιμαλισμό ενώ, παράλληλα, στη δημόσια σφαίρα των τουρκικών ΜΜΕ καθώς και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αναπαράγονται πάγια αφηγήματα ελληνικού μαξιμαλισμού και blame-game προς την Αθήνα που ξεκινούν από την «ύπαρξη» στρατιωτικής βοήθειας εκ μέρους της Ελλάδας προς το PKK μέχρι την ιστορία «εγκλωβισμού» τουρκικών μαχητικών F-16 από το ελληνικό σύστημα ΑΑ, S-300. To πως τους επόμενους μήνες θα κινηθεί αυτό το παίγνιο της σκληρής ρητορικής Ερντογάν με αποδέκτη την Ελλάδα αλλά παράλληλη αποστολή σινιάλων προς τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ μένει να διαφανεί. Ωστόσο καθίσταται σαφές πως το μοτίβο είναι επαναλαμβανόμενο και θα έχει διάρκεια όσο η Τουρκία πλησιάζει προς τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών -με την σημαντική διάσταση εδώ να αφορά και το τι ακριβώς εκλογές θα είναι ως προς την πολιτειακή διάσταση της επόμενης ημέρας στη χώρα.
Τι να αναμένουμε
Η ρητορική Ερντογάν θα συνεχίσει να έχει αυξομειώσεις έντασης ως προς την στοχοποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο με παράλληλα μηνύματα προς ΗΠΑ και ΕΕ. Βασικός αποδέκτης ωστόσο παραμένει το ακροατήριο στο εσωτερικό και δη οι μεγάλες βάσεις των συντηρητικών και εθνικιστών ψηφοφόρων. Αυτό συμβαίνει, εξάλλου, σε μια περίοδο που τρία χαρακτηριστικά δείχνουν, ποιοτικά, να κρίνουν τις τουρκικές εκλογές:
- H διάσταση της οικονομίας, που στη περίπτωση της Τουρκίας παραμένει βασικό πρόβλημα χωρίς σοβαρές προοπτικές θεαματικής βελτίωσης μέχρι την περίοδο διεξαγωγής των εκλογών
- Η διάσταση του προσφυγικού/μεταναστευτικού, πεδίο στο οποίο ο Ερντογάν διατηρεί μια ευκαιρία για παράδοση απτών αποτελεσμάτων είτε μέσω μιας νέας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία είτε μέσω και διαβούλευσης, απευθείας, με την Δαμασκό. Η αντιμεταναστευτική ρητορική στη Τουρκία εξάλλου πηγαίνει πέραν του συμμάχου του AKP, το MHP, καθιστώντας έτσι το εν λόγω σημαντικό αντικείμενο της προεκλογικής ατζέντας ως μη-αποκλειστικό κριτήριο των εθνικιστικών ακροατηρίων
- Οι ψήφοι του κουρδικού και του εθνικιστικού χώρου και η αποχή με την πρώτη περίπτωση να αφορά ενδιαφέρουσες δυναμικές σε σχέση με το πως θα κινηθεί το HDP στην διαδικασία και την δεύτερη να δείχνει στοιχεία κατακερματισμού τόσο στους παραδοσιακούς εθνικιστές εταίρους του AKP στην εξουσία, το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP), όσο και το στο πως μέρος αυτής της δεξαμενής κοιτάζει προς την κεμαλική αντιπολίτευση. Φυσικά και η αποχή, που ενισχύεται από την οικονομική συνθήκη, θα παίξει τον ρόλο της
Και η Κύπρος
Στη περίπτωση της Ελλάδος ως αποδέκτη της σκληρής ρητορικής Ερντογάν, η στήριξη, όπως αυτή που Ουάσιγκτον και Παρίσι επανέλαβαν προς την Αθήνα την περασμένη Τρίτη, είναι δεδομένη στο διπλωματικό πεδίο -σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξάλλου δείχνει να έχει πείσει τόσο την ΕΕ όσο και τις ΗΠΑ πως μια επανάληψη του 2020 στα ελληνοτουρκικά με εντάσεις στο Αιγαίο και στα σύνορα του Έβρου λόγω προσφυγικού δεν εξυπηρετεί σε κάτι. Ωστόσο η Αθήνα παραμένει, σε κάθε περίπτωση, προετοιμασμένη για μια μακράς διάρκειας ρητορική έντασης εκ μέρους του Ερντογάν καθώς και τηρεί στάση αναμονής για την έκβαση των εκλογών στην Τουρκία σταθμίζοντας και το σενάριο της μετα-ερντογανικής εποχής. Στη Κύπρο ωστόσο το παράδειγμα είναι τελείως διαφορετικό και συνδέεται άρρηκτα τόσο με το πεδίο των ερευνών της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο όσο και με την διαδικασία επανεκκίνησης του Κυπριακού. Ως εκ τούτου, αυτό που αναμένεται είναι:
- Η αποφυγή της συνάντησης, ιδίως εκ μέρους της πλευράς του Ερσίν Τατάρ, των δύο ηγετών στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, όπως και καμιά σοβαρή προοπτική επανέναρξης των συνομιλιών στο Κυπριακό μέχρι τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών στην Τουρκία (σ.σ. προηγούνται αυτές στη Κύπρο, τον Φεβρουάριο). Εξέλιξη που εμπεδώνει την ρητορική των δύο κρατών και που ουσιαστικά παραπέμπει κάθε κινητικότητα στο Κυπριακό στα τέλη του 2023
- H πιθανή κάθοδος του τουρκικού γεωτρύπανου «Αμπντουλχαμίτ» σε θαλάσσια περιοχή εγγύς της Κύπρου -ακόμη κι εντός αδειοδοτημένου από την ΚΔ τεμαχίου της κυπριακής ΑΟΖ, προοπτική που σε συνδυασμό με την περαιτέρω πίεση προς την τ/κ κοινότητα και τις εξελίξεις στο Βαρώσι εμπεδώνει τα τετελεσμένα σε ξηρά και θάλασσα