Του Βασίλη Νέδου
Οι συζητήσεις ανάμεσα στις διπλωματικές αντιπροσωπείες Ελλάδας και ΗΠΑ πριν από λίγες ημέρες, κατά την επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν στην Αθήνα, έμοιαζαν, σύμφωνα με πηγή που παρακολούθησε την εξέλιξη του προγράμματος, με επαφές ανάμεσα σε χώρες οι οποίες δεν έχουν απολύτως καμία διαφορά. «Ηταν σαν διμερείς με την Ελβετία», ανέφερε, ενδεικτικά η συγκεκριμένη πηγή, μη παραλείποντας ωστόσο να σημειώσει ότι στην παρούσα φάση οι Αμερικανοί είναι απολύτως απορροφημένοι από το μεγάλο παιχνίδι που παίζεται με επίκεντρο την αποκοπή της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία και τον περιορισμό της Κίνας στον Ειρηνικό. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και το γεγονός ότι άπαντες θεωρούν πως οι επικείμενες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία θα πραγματοποιηθούν μακριά από τη ζώνη ενός κινδύνου έντασης, ο οποίος μέχρι την παραμονή των σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου ήταν υπαρκτός και λογιζόταν ως σημαντική παράμετρος για την αμερικανική πολιτική στην περιοχή.
Από τις συζητήσεις που έγιναν στην Αθήνα προέκυψε ότι πρωταρχική σημασία για την Ουάσιγκτον έχει να συνεχίσουν να είναι λειτουργικές και διαρκώς αναβαθμιζόμενες οι βάσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στη Σούδα, στη Λάρισα και, βεβαίως, στην Αλεξανδρούπολη που αποτελεί σημείο εισόδου σε μια ζωτική –για το ΝΑΤΟ– διαδρομή που αρχίζει από το Αιγαίο και ολοκληρώνεται στη Βαλτική Θάλασσα. Οι συμφωνίες που υπεγράφησαν πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα, ανάμεσα στην ελληνική και στη βουλγαρική πλευρά για αγωγό αλλά και μελλοντικά εκσυγχρονισμού της σιδηροδρομικής γραμμής είναι πολύ ενδεικτική της αντίληψης που έχουν διαμορφώσει οι ΗΠΑ γι’ αυτό το μέρος της ανατολικής πτέρυγας. Επιπλέον, η σημασία του Αιγαίου για τις ΗΠΑ ως σημείο-κλειδί από και προς τα Στενά, έχει ανέβει κατακόρυφα. Για αυτόν τον λόγο τα επόμενα χρόνια οι κύριες βάσεις που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ, στις οποίες θα προστεθεί και η αεροπορική βάση της Ανδραβίδας ως πιθανότερη τοποθεσία σταδιακής στάθμευσης των ελληνικών F-35 μετά το 2027-28 θα εκσυγχρονιστούν με υποδομές που θα διαθέτουν τεχνολογία αιχμής.
Στα θέματα που αφορούν την Ελλάδα εμμέσως ή ευθέως τόσο στις δηλώσεις του όσο και κατ’ ιδίαν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγησε στον κ. Μπλίνκεν αρχικά τις ενστάσεις της Αθήνας για το ενδεχόμενο αποστολής S-300 στην Ουκρανία, αλλά και τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να συζητήσει η Ελλάδα με την Τουρκία. Στο τετ α τετ που είχαν την Τρίτη ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας με τον ομόλογό του, η «Κ» πληροφορείται ότι τέθηκαν οι ίδιες αρχές. Μάλιστα στις συζητήσεις που έγιναν επισημάνθηκε προς τον κ. Μπλίνκεν ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα πρόβλημα να συνομιλεί με την Τουρκία, υπό την προϋπόθεση ότι η Αγκυρα θα φύγει από τη γραμμή των διεκδικήσεων. Πηγές του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών υπενθύμιζαν ότι σε παλαιότερες δηλώσεις του ο κ. Δένδιας είχε σημειώσει ότι δεν μπορείς να παρανομείς και στη συνέχεια να διαπραγματεύεσαι την παρανομία σου ως κεκτημένο έναντι των νόμιμων δικαιωμάτων του άλλου.
«Ηταν σαν διμερείς με την Ελβετία», σχολίαζε πηγή με γνώση των επαφών του επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Αθήνα.
Στην Αθήνα υπάρχει, επίσης, ικανοποίηση για τη θέση που εξέφρασε ο κ. Μπλίνκεν στο ζήτημα της Λιβύης και των περιπλοκών που δημιουργούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τουρκολιβυκά μνημόνια. Ο κ. Μπλίνκεν στη συζήτηση που είχε με τον ομόλογό του φέρεται να είπε ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης δεν μπορεί να υπογράφει συμφωνίες που δεσμεύουν τη Λιβύη μακροπρόθεσμα, περιγράφοντάς την περίπου ως σχήμα ειδικού σκοπού που έχει ήδη ξεπεράσει κατά πολύ τον χρονικό ορίζοντά της.
Από την αμερικανική πλευρά βρέθηκε αρκετά ψηλά στην ατζέντα και η κατάσταση στα Βαλκάνια και κυρίως οι σχέσεις ανάμεσα σε Πρίστινα και Βελιγράδι.
ΗΠΑ για Ερντογάν: Ο σεισμός δεν τον άλλαξε
Ανταπόκριση από την Ουάσιγκτον, Λένα Αργύρη
Οι υψηλές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στην Ουάσιγκτον για επαναπροσδιορισμό των σχέσεων με την Αγκυρα στη σκιά του καταστροφικού σεισμού φαίνεται πως αρχίζουν και φθίνουν μετά την επίσκεψη του ΥΠΕΞ Αντονι Μπλίνκεν στην Τουρκία. Στην αμερικανική πρωτεύουσα διαμορφώνεται η εκτίμηση ότι ο πρόεδρος Ερντογάν δεν προτίθεται τελικά να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που του προσφέρει η συμπάθεια της διεθνούς κοινότητας, δεν θα κάνει τα βήματα που του αναλογούν για να επέλθει ουσιαστική βελτίωση στις σχέσεις του με τη Δύση και θα επιχειρήσει και πάλι «να πάρει χωρίς να δώσει τίποτα».
Η προσδοκία πως η Τουρκία θα μπορούσε να μεταβάλει το βαρύ κλίμα των τελευταίων ετών είχε κυριαρχήσει ακόμη και στο Κογκρέσο, όμως όσο το σοκ της τεράστιας καταστροφής σταδιακά υποχωρεί, διαφαίνεται ότι ο σεισμός τελικά δεν ήταν game changer, καμία δομική αλλαγή δεν βρίσκεται προ των πυλών και τα όποια οφέλη στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και κατά συνέπεια με τη Δύση θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο των βραχυπρόθεσμων θετικών συνεπειών εντάσσεται και η σχεδόν μηδαμινή πια πιθανότητα πρόκλησης κρίσης με την Ελλάδα, ενδεχόμενο που πριν από τον σεισμό αποτελούσε έναν από τους κυρίαρχους προβληματισμούς σε Λευκό Οίκο και Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η συγκρατημένη αισιοδοξία πως έχει προκύψει μια καλή ευκαιρία αποκλιμάκωσης της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένει στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, κυρίως διότι οι Τούρκοι τούς μετέφεραν την ευγνωμοσύνη τους για τη βοήθεια και τη στάση της Ελλάδας και για πρώτη φορά απέφυγαν τις κατηγορίες και την έκφραση δυσαρέσκειας.
Ομως ταυτόχρονα μετέφεραν ένα γενικότερα πιο θετικό κλίμα που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα είπαν στον Αμερικανό ΥΠΕΞ ότι έχουν ήδη κάνει βήματα αποκλιμάκωσης. Γι’ αυτό και η Αθήνα προχώρησε στην αναγκαία διευκρίνιση προς τον κ. Μπλίνκεν πως η σχετική τουρκική αναφορά αφορούσε αποκλειστικά και μόνο κάποιες ιδέες που είχε ρίξει στο τραπέζι ο εκπρόσωπος του προέδρου Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, κατά την παλαιότερη συνάντησή του με τη διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αννα-Μαρία Μπούρα. Εκτοτε η τουρκική πλευρά ούτε επανήλθε ούτε επέδειξε διάθεση περαιτέρω διερεύνησης των πιθανοτήτων διάνοιξης διαύλων για θέματα όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό. Επομένως, όπως τονίστηκε στις συζητήσεις των Αθηνών, δεν πρόκειται για βήμα αποκλιμάκωσης και ως εκ τούτου είναι αστοχία να παρουσιάζεται από την Τουρκία ως τέτοιο.
Κατά τα λοιπά, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι συνεχίζονται και εντείνονται οι πιέσεις Αμερικανών διπλωματών προς πολλές κατευθύνσεις για ένταξη της Τουρκίας στους ενεργειακούς σχεδιασμούς της Ανατολικής Μεσογείου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πρόσφατη επίμονη παραίνεση υψηλόβαθμου αξιωματούχου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τον Αιγύπτιο επικεφαλής ισχυρού ενεργειακού φόρουμ να συμφωνήσει και να δρομολογήσει τη συμμετοχή της Τουρκίας.