Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Γνώμη για την πρόταση της επιβολής έκτακτης φορολογίας των τραπεζών, γνωστή και ως πρόταση του ΑΚΕΛ, αναμένεται να ζητηθεί από τους Ευρωπαίους επόπτες. Συγκεκριμένα, το μπαλάκι θα περάσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), για να εκφράσει θέση αναφορικά με αυτό που επιχειρείται. Δεν είναι η πρώτη φορά που ζητείται γνώμη των Ευρωπαίων εποπτών για το συγκεκριμένο θέμα, γνωστό αγγλιστί και ως «windfall tax», φόρος που εφαρμόστηκε σε μερικά κράτη.
Πριν από έναν χρόνο, η ΕΚΤ είχε προχωρήσει σε «Γνώμη» σχετικά με την επιβολή έκτακτου φόρου στα πιστωτικά ιδρύματα της Ιταλίας, με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 2023. Όπως έγραφε, στις 11 Αυγούστου 2023, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), έλαβε αίτημα από το ιταλικό υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με νομοθετικό διάταγμα που θεσπίζει επείγοντα μέτρα για την προστασία των καταναλωτών και για τις οικονομικές δραστηριότητες και τις στρατηγικές επενδύσεις. Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται σε νομοθετικό διάταγμα που αφορά, μεταξύ άλλων, κανόνες που εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον επηρεάζουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και αγορών, καθώς και τα καθήκοντα της ΕΚΤ όσον αφορά στην προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Δεν είναι γνωστό ακόμα πώς θα απαντήσει η ΕΚΤ στην αντίστοιχη πρόταση του ΑΚΕΛ και στην περίπτωση της Κύπρου. Ωστόσο, εκτιμάται πως δεν θα είναι πλήρως αντίθετη με αυτή που έδωσε πριν από έναν χρόνο για την περίπτωση άλλου κράτους. Όπως έγραφε στη Γνώμη του προηγούμενου Δεκέμβρη η ΕΚΤ και που την υπέγραφε η πρόεδρός της, Κριστίν Λαγκάρντ, η ΕΚΤ είχε εκδώσει γνώμη σχετικά με ισπανικό σχέδιο νόμου για την επιβολή προσωρινών εισφορών σε φορείς του ενεργειακού τομέα, πιστωτικών ιδρυμάτων και ιδρυμάτων χρηματοπιστωτικών πιστώσεων και γνώμη σχετικά με λιθουανικό σχέδιο νόμου για τη θέσπιση προσωρινής εισφοράς αλληλεγγύης που εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων άλλων κρατών-μελών και των αλλοδαπών τραπεζών που είναι εγκατεστημένες στη Λιθουανία. Και στις δύο αυτές γνώμες η ΕΚΤ εξέτασε παρόμοιες πρωτοβουλίες με το νομοθετικό διάταγμα από την άποψη της νομισματικής πολιτικής, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της προληπτικής εποπτείας.
Η ΕΚΤ έχει γνωμοδοτήσει στο παρελθόν σχετικά με σχέδια νόμου για τη θέσπιση φόρων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα σε διάφορα κράτη-μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε σε γενικές γραμμές ότι η επιβολή έκτακτου φόρου στον τραπεζικό τομέα θα μπορούσε να δυσχεράνει τη δημιουργία πρόσθετων κεφαλαιακών αποθεμάτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς θα μειωθούν τα παρακρατηθέντα κέρδη τους, γεγονός που θα τα καταστήσει λιγότερο ανθεκτικά στις οικονομικές διαταραχές. Στην πραγματικότητα, τέτοιοι έκτακτοι φόροι θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, περιορίζοντας την ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να παρέχουν πιστώσεις, συμβάλλοντας σε λιγότερο ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες κατά την παροχή δανείων και άλλων υπηρεσιών. «Είναι σημαντικό τα πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν υγιή κεφαλαιακή βάση προκειμένου να μπορούν να εκπληρώνουν τον ρόλο τους ως πιστωτικοί διαμεσολαβητές στην οικονομία. Το υψηλότερο κόστος και η μειωμένη προσφορά πιστώσεων ή το υψηλότερο κόστος άλλων τραπεζικών υπηρεσιών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την πραγματική οικονομική ανάπτυξη», σημείωνε χαρακτηριστικά.
Δεύτερες σκέψεις
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι επόπτες αντιλαμβάνονται ότι ο έκτακτος φόρος θα εφαρμόζεται, πρακτικά, τόσο στα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται απευθείας από την ΕΚΤ όσο και στα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται απευθείας από τις εθνικές αρμόδιες αρχές υπό την εποπτεία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Στο σημείο αυτό, η ΕΚΤ τονίζει ότι ο έκτακτος φόρος θα επηρεάσει ιδιαίτερα τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, τα οποία τείνουν να επικεντρώνονται περισσότερο στη δανειοδοτική δραστηριότητα, ενώ τα σημαντικά ιδρύματα τείνουν να έχουν μεγαλύτερο ποσοστό εισοδήματος από αμοιβές.
Η ΕΚΤ υποδείκνυε πως, η βάση με την οποία θα καθορίζεται ο έκτακτος φόρος δεν λαμβάνει υπόψη τον πλήρη επιχειρηματικό κύκλο και δεν περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα λειτουργικά έξοδα και το κόστος του πιστωτικού κινδύνου. Κατά συνέπεια, το ποσό του έκτακτου φόρου ενδέχεται να μην είναι ανάλογο με τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία ενός πιστωτικού ιδρύματος και την ικανότητά του να δημιουργεί κεφάλαια. Ως αποτέλεσμα της γενικής εφαρμογής του έκτακτου φόρου, τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν χαμηλότερη φερεγγυότητα, ή επικεντρώνονται περισσότερο στη δανειοδοτική δραστηριότητα (όπως οι μικρές τράπεζες), ή έχουν δύσκολες κεφαλαιακές προβλέψεις, θα μπορούσαν να καταστούν λιγότερο ικανά να απορροφήσουν τους δυνητικούς καθοδικούς κινδύνους μιας οικονομικής ύφεσης. Όπως σημειώνεται στο δελτίο Τύπου της ΕΚΤ της 28ης Ιουλίου 2023 σχετικά με τη δοκιμή αντοχής του 2023, η βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης αποτέλεσε βασικό παράγοντα που βοήθησε τις τράπεζες να παραμείνουν ανθεκτικές εν μέσω ιδιαίτερα δυσμενών συνθηκών.
Ο ρόλος των επιτοκίων
Οι Ευρωπαίοι επόπτες τόνιζαν στη Γνώμη ότι, τα καθαρά έσοδα από τόκους των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί αρχικά να προκύψουν καθώς αυξάνονται τα επιτόκια. Όμως, κατά την ΕΚΤ, η αύξηση των επιτοκίων μπορεί επίσης να συμβάλει σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και σε ενδεχόμενες ζημίες από τα ανεξόφλητα χαρτοφυλάκια τραπεζικών τίτλων. Επιπλέον, σε μακροπρόθεσμη προοπτική, τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών, αυξάνοντας έτσι τον πιστωτικό κίνδυνο. Οι επιπτώσεις αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη από τον σχεδιασμό του έκτακτου φόρου, καθώς ο τελευταίος υπολογίζεται επί του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου και όχι επί των καθαρών κερδών. Αυτοί οι διαφορετικοί παράγοντες θα πρέπει να αξιολογούνται κατάλληλα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παραμένουν σε καλή θέση για την απορρόφηση πιθανών μελλοντικών ζημιών.
Τέλος, κατά την ΕΚΤ ο έκτακτος φόρος ενδέχεται να καταστήσει την προσέλκυση νέων ιδίων κεφαλαίων και τη χρηματοδότηση χονδρικής πιο δαπανηρή για τις τράπεζες, καθώς οι εγχώριοι και ξένοι επενδυτές ενδέχεται να έχουν λιγότερη όρεξη να επενδύσουν σε πιστωτικά ιδρύματα του κράτους που επιβάλλει τον φόρο, που έχουν πιο αβέβαιες προοπτικές. Επιπλέον, η εισαγωγή ενός έκτακτου αναδρομικού φόρου αυξάνει αδικαιολόγητα την αβεβαιότητα πολιτικής όσον αφορά στο φορολογικό πλαίσιο, πλήττοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και επηρεάζοντας ενδεχομένως και το κόστος χρηματοδότησης για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, ο αναδρομικός του χαρακτήρας μπορεί να τροφοδοτήσει τις αντιλήψεις για ένα αβέβαιο φορολογικό πλαίσιο και να οδηγήσει σε εκτεταμένες δικαστικές διαμάχες, δημιουργώντας προβλήματα νομικής αβεβαιότητας.