ΚΥΠΕ
Οι όποιες αποφάσεις για το χαλλούμι πρέπει να στηρίζονται σε πραγματικά και μετρήσιμα στοιχεία, που πρέπει να περιλαμβάνουν την καταμέτρηση του αιγοπρόβειου γάλακτος κατ’ αντίστοιχο τρόπο που γίνεται εδώ και χρόνια για το αγελαδινό γάλα, αναφέρει ο Σύνδεσμος Τυροκόμων Κύπρου, σημειώνοντας ότι το διάταγμα που ανακοίνωσε η Υπουργός Γεωργίας Μαρία Παναγιώτου για τον καθορισμό της ποσόστωσης για το χαλλούμι ΠΟΠ έρχεται σε σύγκρουση με τη θέση που ο Σύνδεσμος συζήτησε επανειλημμένα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με την Υπουργό Γεωργίας.
Σε ανακοίνωση του Συνδέσμου αναφέρεται ότι θα επιδιώξει συνάντηση με την Υπουργό Γεωργίας τις αμέσως επόμενες ημέρες για να συζητήσει τους προβληματισμούς του και ότι οι τελικές αποφάσεις του Συνδέσμου Τυροκόμων Κύπρου, θα ληφθούν σε έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, ο καθορισμός των ποσοστών 15% και 30% κατά τη ξηρή και την παραγωγική περίοδο αντίστοιχα, δεν στηρίζεται σε μετρήσιμα στοιχεία και εύλογα προκαλεί ανησυχία για το μέλλον των εξαγωγών του χαλλουμιού ΠΟΠ.
Προστίθεται ότι με βάση τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, οι διαθέσιμες ποσότητες γάλακτος δεν ξεπερνούν το 10% και το 25% για τις δύο περιόδους.
Οι στόχοι της κυβέρνησης, όπως έχουν δηλωθεί δια στόματος της Υπουργού Γεωργίας, για διατήρηση του χαλλουμιού ως το κύριο εξαγωγικό προϊόν και, παράλληλα, τη διατήρηση του ΠΟΠ, το οποίο διασφαλίζει τη δυναμική του προϊόντος, βρίσκουν τον Σύνδεσμο απόλυτα σύμφωνο, αναφέρεται περαιτέρω.
Η ανακοίνωση συνεχίζει αναφέροντας ότι πρέπει «και οι ενέργειες όλων να στρέφονται προς αυτή την κατεύθυνση και όχι προς την αντίθετη» και πως «η σωστή κατεύθυνση είναι να προχωρήσει το συντομότερο δυνατόν η καταγραφή του αιγοπρόβειου γάλακτος, έτσι ώστε να υπάρχουν ποσοτικά δεδομένα από το λογισμικό, τα οποία να καθορίζουν και τις ποσοστώσεις».
Ο Σύνδεσμος Τυροκόμων Κύπρου, τα μέλη του οποίου αναπτύσσουν, εξελίσσουν, επενδύουν και εμπορεύονται το χαλλούμι ΠΟΠ σε δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο, παραμένουν προσηλωμένοι στην προσπάθεια τόσο για προστασία του εθνικού μας προϊόντος όσο και για τη διαφύλαξη και περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών, οι οποίες φέρνουν στη χώρα μας πέραν των 300 εκατομμυρίων ευρώ, συμπληρώνεται.