Ένα εμπάργκο από όλη την Ε.Ε. στο ρωσικό πετρέλαιο αρχίζει να φαίνεται ως κάτι πιο ρεαλιστικό, αφότου ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, δήλωσε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν διαχειρίσιμο για τη χώρα του. Παράλληλα προέβλεψε ότι το Βερολίνο θα μπορούσε εντός ολίγων ημερών να απογαλακτιστεί από το πετρέλαιο της Ρωσίας, όπως αναφέρουν σε σχετικά τους δημοσιεύματα οι Financial Times και το πρακτορείο Bloomberg. Εν τω μεταξύ θα πρέπει να αναφερθεί ότι μόλις πριν από ένα μήνα ο ίδιος υπουργός είχε δηλώσει ότι η Γερμανία θα χρειαζόταν περιθώριο μέχρι το τέλος του έτους για να σταματήσει να εξαρτάται από το ρωσικό καύσιμο, αλλά πλέον έχει αναθεωρήσει ριζικά αυτό το χρονοδιάγραμμα. «Ένα πρόβλημα που φαινόταν πολύ μεγάλο πριν από μερικές εβδομάδες, δείχνει τώρα πολύ μικρότερο», είπε χθες. «Η Γερμανία έχει φτάσει πολύ πιο κοντά στην ανεξαρτησία από το ρωσικό πετρέλαιο». Oι δηλώσεις του αυτές συνέβαλαν στο να περιορίσουν τις απώλειές τους οι τιμές του πετρελαίου χθες στη διεθνή αγορά. Ωστόσο προσέθεσε ότι η Γερμανία λαμβάνει σοβαρά υπόψη της την απειλή της Μόσχας να διακόψει τον εφοδιασμό σε φυσικό αέριο, αφότου έπαψε να το διαθέτει στην Πολωνία και στη Βουλγαρία λόγω αντιρρήσεων στον τρόπο πληρωμής. «Η Ρωσία δείχνει ότι αυτό που λέει το εννοεί», επισήμανε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. «Είναι προετοιμασμένοι να διακόψουν την παροχή κι αυτό το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη, όπως πρέπει να κάνουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Μια αιφνίδια διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο εξακολουθεί να αντιστοιχεί στο 35% των γερμανικών προμηθειών, θα προξενούσε ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Τα σχετικά τόνισε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος λίγο νωρίτερα χθες ανέφερε πως το υπουργείο του αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη φέτος στο 2,2% από το 3,6% του Ιανουαρίου εξαιτίας των επιπτώσεων της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Το 2023 το υπουργείο Οικονομίας προβλέπει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,5%, ελαφρώς υψηλότερο της προηγούμενης εκτίμησης. «Δύο χρόνια μετά την πανδημία του κορωνοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία προσθέτει ακόμα ένα νέο βάρος», υπογράμμισε ο κ. Χάμπεκ. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κάνει καθετί δυνατό να διατηρήσει ανέπαφη την ουσία της οικονομίας μας ακόμα και σε δύσκολες εποχές μέσω μιας προστατευτικής ασπίδας για τις επιχειρήσεις μας». Σημειωτέον πως χθες η γερμανική κυβέρνηση ενέκρινε επιπλέον αύξηση του δανεισμού του δημοσίου φέτος κατά 39,2 δισ. ευρώ, ώστε να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις. Αναφορικά με τον πληθωρισμό, αυτός εκτινάχθηκε τον Μάρτιο στο 7,6%, στα υψηλότερα επίπεδα μετά την επανένωση των Γερμανιών, και προβλέπεται κάτι ανάλογο τον Απρίλιο, ενώ το υπουργείο Οικονομίας εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσον όρο στο 6,1% φέτος και στο 2,8% του χρόνου.
Ενώ η Γερμανία λάμβανε το 35% του εισαγόμενου πετρελαίου της από τη Ρωσία πριν ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, το μείωσε σε μόλις 12% τις τελευταίες οκτώ εβδομάδες, τόνισε ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, μιλώντας σε δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση με την Πολωνή υπουργό Κλίματος και Περιβάλλοντος Αν. Μόσκβα στη Βαρσοβία. Το προβληματικό στοιχείο ήταν πάντα δύο διυλιστήρια στην (πρώην) Ανατολική Γερμανία, το Λέουνα και το Σβεντ, τα οποία προμηθεύονται το μεγαλύτερο μέρος του αργού τους από τη Ρωσία και τα οποία είναι καίριας σημασίας για την περιφερειακή οικονομία. Το Σβεντ προμηθεύει το 90% της βενζίνης, των καυσίμων αεροσκαφών, του ντίζελ και του πετρελαίου θέρμανσης που καταναλώνονται στο Βερολίνο και το Βρανδεμβούργο, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του διυλιστηρίου.
Το Λέουνα είναι ένας μεγάλος προμηθευτής καυσίμων για τα κρατίδια της Θουριγγίας, της Σαξονίας και της Σαξονίας-Ανχαλτ. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωσε ότι το Λέουνα κατόρθωσε να στραφεί σε προμηθευτές εκτός Ρωσίας, εξ ου και το Σβεντ είναι εκείνο που σχετίζεται με την εναπομείνασα εξάρτηση της Γερμανίας κατά 12% από το ρωσικό πετρέλαιο. «Το πρόβλημα», όπως διευκρίνισε ο Γερμανός αντικαγκελάριος, «είναι ότι το διυλιστήριο Σβεντ διοικείται από τον ρωσικό κρατικό όμιλο πετρελαιοειδών της Rosneft και το επιχειρηματικό μοντέλο τους είναι να αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο». Συνδέεται επίσης με τον πετρελαιαγωγό Ντρούζχμπα, ο οποίος ξεκινάει απευθείας από τη Ρωσία.
Ωστόσο «χρειαζόμαστε εναλλακτικές και το να εξευρεθούν αυτές θα είναι το έργο που θα διεκπεραιώσουμε τις επόμενες ημέρες», τόνισε, εν κατακλείδι, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Οι αρμόδιοι αξιωματούχοι εξετάζουν, λόγου χάριν, το ενδεχόμενο να αλλάξουν το μοντέλο διοίκησης του διυλιστηρίου Σβεντ, να το προμηθεύουν με φορτηγίδα μέσω του πολωνικού λιμανιού του Γκντανσκ, είτε να εφοδιαστεί συμπληρωματικά και αυτό και το Λέουνα με αποθέματα από τη δυτική Γερμανία.