ΚΥΠΕ
Τις προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας αβεβαιότητας και νεοφανών κινδύνων, ανέδειξε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Credit Risk Management Conference – ESG Impact on Credit Risk».
Αναφερόμενος στις νέες απαιτήσεις αντιμετώπισης περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (ESG) ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας τόνισε τη σημασία προσαρμογής των τραπεζών στους νέους αυτούς κινδύνους, οι οποίοι επιδρούν άμεσα στις πιστωτικές αξιολογήσεις και απαιτούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της ανθεκτικότητας των δανειοληπτών.
Σημείωσε ότι οι τράπεζες καλούνται πλέον, κατά τη φάση της έναρξης δανείων, να διενεργούν μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση του πώς οι εν λόγω νεοφυείς παράγοντες επηρεάζουν την πιστοληπτική ικανότητα ενός δανειολήπτη.
Όπως εξήγησε, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, όπως η αυξανόμενη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, οι επιταχυνόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ή η παγκόσμια στροφή προς ρυθμιστικά πλαίσια που προωθούν την πράσινη μετάβαση, δύναται να επηρεάσουν άμεσα την πιστοληπτική ικανότητα και ανθεκτικότητα ενός δανειολήπτη.
Ο κ. Πατσαλίδης σημείωσε επίσης ότι οι κοινωνικοί παράγοντες καθώς και οι παράγοντες διακυβέρνησης αποκτούν επίσης βαρύνουσα σημασία στην αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου. Πρόσθεσε ότι ζητήματα κοινωνικής ευαισθησίας, όπως οι εργασιακές πρακτικές, το κοινωνικό προφίλ, η ευημερία των εργαζομένων και η κοινωνική συμπερίληψη, δύναται να επηρεάσουν τη φήμη και την υπόληψη ενός οργανισμού επιφέροντας άμεσο αντίκτυπο στον κύκλο εργασιών του. Είπε ακόμα ότι οι κίνδυνοι διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένης της διαφάνειας, της εταιρικής ηθικής και υπευθυνότητας, είναι εξίσου σημαντικοί, καθώς η μη χρηστή διακυβέρνηση δύναται να οδηγήσει σε νομικές ατραπούς, ζημιά στη φήμη και, εν τέλει, σε σοβαρές απώλειες οικονομικής φύσης, οι οποίες δύναται να καταστήσουν αμφίβολη τη βιωσιμότητα ενός οργανισμού.
Πρόσθεσε ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, καθώς και η συνεπαγόμενη εμβάθυνση του προστατευτισμού δύναται να επηρεάσει ριζικά τον πιστωτικό κίνδυνο μέσω της πρόκλησης αστάθειας στις αγορές, της παρεμπόδισης των ομαλών εμπορικών πρακτικών και της διαταραχής των αλυσίδων εφοδιασμού.
Ο κ. Πατσαλίδης ανέφερε ακόμα ότι οι απειλές, εκτείνονται επίσης στο χώρο του διαδικτύου και των υποδομών, θέτοντας το τραπεζικό σύστημα σε μία νέα αρένα όπου τίθεται αντιμέτωπο με κινδύνους που δύναται να απειλήσουν την ίδια τη βιωσιμότητά του.
Ο Διοικητής ανέφερε ότι οι τράπεζες δίνουν πλέον μεγαλύτερη έμφαση στην κατανόηση του πως νεοφανείς κίνδυνοι, οι οποίοι αναδύονται μέσα από την τρέχουσα περίοδο έντονης αβεβαιότητας σε ποικίλα μέτωπα, δύναται να μεταβάλουν βασικές παραμέτρους πιστωτικού κινδύνου ενός δανείου.
«Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες επιδιώκουν να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα την έκθεσή τους στον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ παράλληλα ευθυγραμμίζουν τα χαρτοφυλάκιά τους με την ανάγκη μετάβασης σε μια πιο βιώσιμη και πράσινη οικονομία καθώς και σε ένα περιβάλλον που βρίθει αστάθμητων παραγόντων και κινδύνων», σημείωσε.
Αυτή η προσέγγιση, πρόσθεσε, είναι πλήρως εναρμονισμένη «με την πίεση που ασκούμε εμείς ως επόπτες καθώς και με τις προσδοκίες του επενδυτικού κοινού, αφού το σύνολο της αγοράς αναμένει ολοένα και μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία στον τρόπο με τον οποίο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενσωματώνουν τους εν λόγω κινδύνους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων».
Αναφερόμενος στις προκλήσεις της ενσωμάτωσης των εν λόγω κινδύνων στις πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών, είπε ότι η βασικότερη είναι η έλλειψη ποιοτικών και αξιόπιστων δεδομένων.
«Παρόλο που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αυξημένη επίγνωση της ανάγκης να ενσωματώσουν τους εν λόγω κινδύνους στις πιστωτικές τους αξιολογήσεις, οι ασυνεπείς ή ελλιπείς δημοσιεύσεις και δεδομένα αποτελούν τροχοπέδη στην όλη διαδικασία», ανέφερε.
Πρόσθεσε ότι ιδιαίτερα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στα χαρτοφυλάκια δανείων των κυπριακών τραπεζών, δεν διαθέτουν τυποποιημένες μεθόδους αναφοράς των εν λόγω παραγόντων, καθιστώντας δύσκολο για τις τράπεζες να αξιολογήσουν με ακρίβεια το προφίλ κινδύνου τους. Όπως είπε, ακόμη και όταν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και δεδομένα, ιδιαίτερα για δανειολήπτες μεγαλύτερου μεγέθους, συχνά υφίσταται εγγενής δυσκολία στην ενσωμάτωσή τους στα παραδοσιακά μοντέλα ανάλυσης πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα πιστωτικά ιδρύματα.
«Η ανάγκη για μελλοντοστραφή δεδομένα αποτελεί ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα καίριας σημασίας. Τα παραδοσιακά μοντέλα κινδύνου βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα για να προβλέψουν μελλοντικούς κινδύνους, όμως οι νεοφανείς κίνδυνοι - ιδίως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τη γεωπολιτική αστάθειά - συχνά απαιτούν προγνωστικά μοντέλα που υπερβαίνουν τις παρελθούσες τάσεις», ανέφερε ο κ. Πατσαλίδης.
Σημείωσε ωστόσο ότι η επίδραση των εν λόγω προκλήσεων και εγγενών δυσκολίων δύναται να αμβλυνθεί μέσω ενός εξωστρεφούς και αποτελεσματικού πλαισίου διακυβέρνησης το οποίο θα προωθεί και θα ενθαρρύνει την ανοιχτή και ειλικρινή συνεργασία καθώς και την ανταλλαγή απόψεων, ούτως ώστε οι όποιες αποφάσεις θα λαμβάνονται να είναι προϊόν συλλογικής σοφίας και να αντανακλούν σε εντονότερο βαθμό την επίδραση των παραγόντων που διαμορφώνουν τη λειτουργία του τραπεζικού ιδρύματος.
Είπε επίσης ότι εξίσου κρίσιμη είναι επίσης και η σημασία ύπαρξης διακριτού επιμερισμού καθηκόντων εντός της δομής διακυβέρνησης. Με αυτό το τρόπο, η ανίχνευση, ο εντοπισμός και η διαχείριση των κινδύνων διεκπεραιώνεται αποτελεσματικότερα και σε εύθετο χρόνο, μετριάζοντας την επίδραση που ενδέχεται να επιφέρουν οι παράγοντες και οι παράμετροι οι οποίοι ενέχουν εγγενείς δυσκολίες και προκλήσεις στη μοντελοποίησή τους.
Όσο για τις ευκαιρίες που προκύπτουν από αυτούς τους κινδύνους, ανέφερε ότι με μια διορατική και εξωστρεφή προσέγγιση, οι τράπεζες δύναται να ενισχύσουν τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων τους και να αναδειχθούν ως πρότυπα στη βιώσιμη χρηματοδότηση, επιφέροντας καταλυτικό ρόλο στη μετάβαση σε μία πιο πράσινη, κοινωνικά ευαίσθητη, ψηφιοποιημένη και ανθεκτική οικονομία.
«Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που ενσωματώνουν επιτυχώς τους νεοφανείς κινδύνους στα μοντέλα πιστωτικών αξιολογήσεών τους, θα είναι σε ευνοϊκότερη θέση να εντοπίσουν υψηλής ποιότητας πιστωτικές ευκαιρίες και να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, αλλά και την οικονομία γενικότερα, στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων βιωσιμότητας που έχουν τεθεί ανά το παγκόσμιο», είπε.
Πρόσθεσε ότι αυτό θα επηρεάσει θετικά τη πρόσβαση τους στις αγορές κεφαλαίων έχοντας θετική επίδραση στο κόστος χρηματοδότησής τους.
Καμμάς: Σημαντικός ο ρόλος των τραπεζών για υιοθέτηση των νέων παραμέτρων
----------------------------------------------------------------------------------------
O τραπεζικός τομέας τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο σε σχέση με την υιοθέτηση των παραμέτρων της περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG), ανέφερε στο χαιρετισμό του ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου Μιχάλης Καμμάς στο συνέδριο Credit Risk Management Conference – ESG Impact on Credit Risk: Navigating Through Challenges.
Υπογράμμισε ότι δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε με χαμηλό κόστος ο δρόμος της πράσινης μετάβασης. Ωστόσο, όπως είπε, είναι αποκλειστική επιλογή και μια ουσιαστική επένδυση για τις γενιές του μέλλοντος, κυρίως στην Ευρώπη, η οποία όπως επισημαίνει η έκθεση του Mario Draghi επιβάλλεται να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, στο νέο υπό διαμόρφωση περιβάλλον.
Επεσήμανε επίσης ότι απαιτείται όραμα, αφοσίωση, καλός σχεδιασμός και δεκτικότητα από όλους για την εφαρμογή και υιοθέτηση των πολυεπίπεδων, σύνθετων και εν μέρει ακριβών πράσινων σχεδιασμών.
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στο ρόλο των τραπεζών στην Κύπρο, ανέφερε ότι ο ρόλος τους ως χρηματοδότες αλλά και διαχειριστές κινδύνου τούς δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, συμβάλλοντας στη μετάβαση της κυπριακής οικονομίας προς ένα πιο πράσινο και κοινωνικά υπεύθυνο μέλλον.
Οι τράπεζες, όπως είπε, μέσω της χορήγησης πιστώσεων, μπορούν να επηρεάσουν τις επιλογές των επιχειρήσεων και να κατευθύνουν κεφάλαια προς έργα που στηρίζονται στη βιωσιμότητα και την αειφορία. Για παράδειγμα, μπορούν να προσφέρουν πράσινα δάνεια με ευνοϊκότερους όρους για επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποδοτική διαχείριση πόρων και πράσινες υποδομές.
Την ίδια ώρα, όπως είπε, ο τραπεζικός τομέας διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε σχέση με τη στήριξη βιώσιμων επιχειρηματικών μοντέλων, χρηματοδοτώντας startups καθώς και επιχειρήσεις που ενσωματώνουν ESG πρακτικές στο επιχειρησιακό μοντέλο τους.
«Τα πράγματα οδηγούν σε μια συνθήκη, κατά την οποία οι τράπεζες θα μπορούν να προσφέρουν ειδικά χρηματοδοτικά προϊόντα για τις επιχειρήσεις που υιοθετούν ουσιαστικά τις παραμέτρους του ESG, καθιστώντας τη βιώσιμη καινοτομία προσιτή και ελκυστική προς όφελος -βεβαίως- της οικονομίας και της κοινωνίας της χώρας μας», ανέφερε.
Ταυτόχρονα, είπε, οι τράπεζες μπορούν να επηρεάσουν την οικονομία μέσω της υπεύθυνης επενδυτικής πολιτικής, ενσωματώνοντας τα κριτήρια ESG στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Σημείωσε ότι τα πράσινα ομόλογα και γενικά τα επενδυτικά προϊόντα που ενέχουν τα στοιχεία της πράσινης οικονομίας, συναφών έργων και ευρύτερα της αειφορίας αποτελούν παραδείγματα υπεύθυνων επενδύσεων στο πλαίσιο του ESG.
Ο κ. Καμμάς είπε ακόμα ότι μέσω της εφαρμογής αυστηρών κριτηρίων διακυβέρνησης, το τραπεζικό σύστημα μπορεί να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτεί ή με τις οποίες συνεργάζεται τηρούν υψηλά πρότυπα διαφάνειας, λογοδοσίας και ηθικής. Στην Κύπρο, πρόσθεσε, αυτό μπορεί -σταδιακά- να συμβάλει στη βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης σε όλους τους τομείς της οικονομίας, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών.
Ανέφερε τέλος ότι οι τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των πελατών τους σχετικά με τα ESG κριτήρια και τη σημασία της πράσινης μετάβασης, μέσω σεμιναρίων, ενημερωτικών εκστρατειών και ειδικών συμβουλευτικών υπηρεσιών και λύσεων.