Kathimerini.gr
Στη γειτονική Τουρκία, οι πολίτες αναζητούν εναγωνίως προστασία από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, ο οποίος κατατρώγει την αγοραστική τους δύναμη και στρέφονται στο χρηματιστήριο της χώρας. Κι ενώ η άνοδος των τιμών των αγαθών κάνει τους απλούς ανθρώπους να αγοράζουν μετοχές, η στροφή του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε πιο ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές αποτελεί δέλεαρ για ξένους επενδυτές. Υπό το πρίσμα αυτό και για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των εμπορικών του εταίρων, ο Τούρκος ηγέτης επιδιώκει μια επαναπροσέγγιση με τις Βρυξέλλες το φθινόπωρο. Στόχος είναι να συζητηθεί εκ νέου η τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση και να μπουν νέες βάσεις στις διμερείς σχέσεις, όπως αναφέρει το Bloomberg. «Υπάρχουν δύσκολα θέματα, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε», τόνισε ο αρμόδιος επίτροπος της Ε.Ε., Πάολο Τζεντιλόνι. «Θα τα εξετάσουμε μετά το καλοκαίρι, ώστε να διαπιστώσουμε εάν μπορούμε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν τη νέα προσέγγιση της Τουρκίας».
Οπως αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμά της η βρετανική εφημερίδα Financial Times, οι αυξήσεις στη φορολογία, σε συνδυασμό με τα προεκλογικά μέτρα στήριξης στην Τουρκία, αναμένεται να εκτινάξουν τον δείκτη του πληθωρισμού στο 60% έως την εκπνοή του 2023 (από σχεδόν 40% σήμερα). Οπότε αιτιολογείται η αγωνία των ανθρώπων να διαφυλάξουν την αξία των αποταμιεύσεών τους, εξ ου και οι μετοχές των εγχώριων εταιρειών μέσα στο καλοκαίρι ενισχύθηκαν θεαματικά. Ο γενικός δείκτης τιμών στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, Bist 100, από τα τέλη Μαΐου και μέχρι σήμερα ανήλθε κατά 46%, ενώ σε όρους δολαρίου τα κέρδη του ήταν 14%, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η αξία της λίρας υποχώρησε σοβαρά. Η επίδοση του Bist 100 ξεπέρασε κατά πολύ εκείνην του 9% του γενικού δείκτη αναδυόμενων αγορών MSCI, όπως φανερώνουν τα στοιχεία της FactSet. Και αυτή η εξέλιξη παρατηρείται τώρα, που η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε σημείο καμπής, διότι η δέσμη των μέτρων οικονομικής στήριξης, που ανακοίνωσε πριν από τις εκλογές του Μαΐου ο κ. Ερντογάν, προκάλεσε πάλι άνοδο πληθωρισμού, την ίδια στιγμή που η νέα πολιτική ηγεσία προσπαθεί να ακολουθήσει πιο ορθολογικές προσεγγίσεις. Ο συνδυασμός των δύο παραγόντων ευνοεί τις μετοχές ως επενδυτική επιλογή. Οπως υπογραμμίζει ο Εμρέ Ακτσακμάκ, υψηλόβαθμος σύμβουλος της East Capital για αναδυόμενες αγορές, «οι ελπίδες για νέα οικονομική πολιτική ενισχύουν τις μετοχές, αλλά ακόμη και αν κάποιος έχει τις αμφιβολίες του, το να στοιχηματίσει σε αυτές ως ανάχωμα στον πληθωρισμό, επίσης τις βοηθάει».
Είναι αξιοσημείωτο, όπως επισημαίνουν οι Financial Times, ότι οι ξένοι επενδυτές, που είχαν εγκαταλείψει τις μετοχές των τουρκικών ομίλων τα τελευταία χρόνια, διοχέτευσαν 1,6 δισ. δολάρια στο χρηματιστήριο της χώρας από τις αρχές Ιουνίου έως τις 21 Ιουλίου, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Τουρκίας. Εν τω μεταξύ, οι εισροές αυτές πραγματοποιήθηκαν όταν η νέα διοικήτρια της τράπεζας, Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν, πρώην στέλεχος επενδυτικής της Γουόλ Στριτ, που ανέλαβε τον Ιούνιο, υπερδιπλασίασε τα επιτόκια ως τρόπο χαλιναγώγησης του πληθωρισμού του σχεδόν 40%. Συν τοις άλλοις, τέλος, ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, που χαίρει εκτιμήσεως από ξένους επενδυτές, προέβη σε αυξήσεις της φορολόγησης της βενζίνης και του ΦΠΑ σε αγαθά και υπηρεσίες, προκειμένου να αποθερμάνει την οικονομία.