Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Η Κυπριακή Δημοκρατία τελικά δεν θα προχωρήσει στην πρώτη της έξοδο στις αγορές για το 2024 τον Απρίλιο. Η έξοδος μετατίθεται πλέον για τον Ιούνιο. Αν και το υπουργείο Οικονομικών βρισκόταν τον Μάρτιο στη διαδικασία ορισμού συμβούλου της έκδοσης του ομολόγου, με κατεύθυνση να βγει στις αγορές εντός Απριλίου, τελικά αποφασίστηκε πως το συμφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι να προχωρήσει δύο μήνες αργότερα, δηλαδή τον Ιούνιο. Το μέγεθος του ομολόγου ΕΜΤΝ με το οποίο θα βγει στις αγορές για δανεισμό, παραμένει στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ ο Ιούνιος δεν είναι τυχαίος. Στις 14 Ιουνίου είναι η τελευταία αξιολόγηση από οίκους αξιολόγησης, του Standard and Poor’s (S&P). Στις 10 Μαΐου αναμένουμε την αξιολόγηση του νέου οίκου, του Scope, στις 24 Μαΐου θα προχωρήσουν οι Moody’s και στις 7 Ιουνίου οι Fitch. Μία αναβάθμιση από τους άνωθεν οίκους θα δώσει περαιτέρω ώθηση στο ομόλογο, άρα και στην τιμή που θα πετύχει. Έτσι, οι σύμβουλοι και το υπουργείο Οικονομικών είναι σχεδόν «κλειδωμένοι» πλέον να βγουν στις αγορές προς τον Ιούνιο και δεν θα βγουν όπως είχαν αρχικά σκεφτεί, τον Απρίλιο. Όπως περιορίστηκαν να σημειώσουν πάντως κυβερνητικές πηγές, «χρειάζεται πολλή προεργασία για την έκδοση χρέους και σταθμίζονται οι εξελίξεις στην διεθνή αγορά».
Ο μοναδικός οίκος που έχει προχωρήσει μέχρι στιγμής σε αξιολόγηση του αξιόχρεου της Κύπρου για το 2024, είναι ο DBRS Ratings GmbH (Morningstar DBRS). Στις 22 Μαρτίου λοιπόν, επιβεβαίωσε τις μακροπρόθεσμες αξιολογήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας στο BBB (υψηλό) και κράτησε σταθερές (outlook) τις προοπτικές της οικονομίας. Ο οίκος είπε πως, η Κύπρος είναι εκτεθειμένη σε καθοδικούς κινδύνους, όπως η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και η παρατεταμένη διακοπή του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα, λέγοντας πως, μια πιθανή υλοποίηση τέτοιων καθοδικών κινδύνων αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τις δημοσιονομικές προοπτικές, καθώς θα επιβάρυνε τα δημόσια έσοδα και θα αύξανε τις πιέσεις στις δαπάνες. Οι παραπάνω αναταραχές πιθανόν να κράτησαν και την όρεξη του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για έξοδο στις αγορές για «αργότερα».
Οι χώρες με υπερβολικό χρέος θα πρέπει να το μειώνουν κατά μέσο όρο 1% ετησίως, εάν υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, και κατά 0,5% ετησίως κατά μέσο όρο, εάν είναι μεταξύ 60% - 90%.
Το χρέος
Το δημόσιο χρέος της Κύπρου στα τέλη του 2023 έφτασε τα 22,3 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τη διάρθρωση του χρέους, το χρέος εσωτερικού περιορίζεται μόνο στο 3%, έναντι 97% που είναι το χρέος του εξωτερικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για το τέλος του 2023, ο δανεισμός σταθερού επιτοκίου είναι στο 67% και κυμαινόμενου στο 33%. Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού του 2024, οι προοπτικές της κυπριακής οικονομίας μεσοπρόθεσμα παραμένουν θετικές, ωστόσο με σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας. Σύμφωνα με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να κυμανθεί γύρω στο 2,9% το 2024, ενώ για τα έτη 2025 και 2026 αναμένεται να κυμανθεί στο 3,1% και 3,2% αντίστοιχα. Ο ρυθμός πληθωρισμού (δείκτη τιμών καταναλωτή) για το 2024 προβλέπεται να κυμανθεί στο 3,5%, ενώ για τα έτη 2025 και 2026 προβλέπεται να ανέλθει στο 2%. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί γύρω στο 5,8% του εργατικού δυναμικού το 2024 και ακολούθως το 2025 να περιορισθεί στο 5,3% και το 2026 να μειωθεί περαιτέρω στο 5%. Το έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών αναμένεται να σημειώσει βελτίωση τα έτη 2024-2026 και να μειωθεί στο 9,2%, 8,6% και 8% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. Τέλος, η Καθαρή Επενδυτική Θέση αναμένεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ ακολουθώντας τη βελτίωση στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών.
Νέοι δημοσιονομικοί κανόνες
Την Τρίτη 23 Απριλίου 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. Μέσα σε αυτούς περιλαμβάνονται νέες διατάξεις για την προώθηση των επενδύσεων, την ενίσχυση της κοινωνικής σύγκλισης και την αύξηση της εθνικής ευθύνης, υποχρεωτική ελάχιστη μείωση του μέσου ελλείμματος και του μέσου χρέους, δυνατότητα παράτασης της επίτευξης των εθνικών στόχων και παρέκκλιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ότι τα πρώτα εθνικά σχέδια για δαπάνες, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις πρέπει να εκπονηθούν έως τον Σεπτέμβριο του 2024. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων τους καθιστά σαφέστερους, πιο φιλικούς προς τις επενδύσεις, καλύτερα προσαρμοσμένους στην κατάσταση κάθε χώρας και πιο ευέλικτους. Σημειώνεται πως, οι νέοι κανόνες που εγκρίθηκαν είχαν συμφωνηθεί προσωρινά μεταξύ του Κοινοβουλίου και των διαπραγματευτών των κρατών-μελών τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο, οι ευρωβουλευτές ενίσχυσαν σημαντικά τους κανόνες για την προστασία της ικανότητας των κυβερνήσεων να προχωρούν σε επενδύσεις. Έτσι, εκτιμούν πως, θα είναι πλέον πιο δύσκολο για την Επιτροπή να υποβάλει ένα κράτος-μέλος σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος εάν συνεχίζονται οι απαραίτητες επενδύσεις, και όλες οι εθνικές δαπάνες για τη συγχρηματοδότηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό των δαπανών της κυβέρνησης, δημιουργώντας περισσότερα κίνητρα.
Οι χώρες με υπερβολικό χρέος θα πρέπει να το μειώνουν κατά μέσο όρο 1% ετησίως, εάν το χρέος τους υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ, και κατά 0,5% ετησίως κατά μέσο όρο, εάν είναι μεταξύ 60% και 90%. Εάν το έλλειμμα μιας χώρας υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, θα πρέπει να μειώνεται κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπτυξης για να φτάσει το 1,5% και να δημιουργεί περιθώριο δαπανών για δύσκολες οικονομικές συνθήκες.
Οι νέοι κανόνες περιέχουν διάφορες διατάξεις που παρέχουν μεγαλύτερο περιθώριο κινήσεων για τις κυβερνήσεις, για παράδειγμα δίνοντας τρία επιπλέον έτη αν χρειάζεται (πέρα από τα υφιστάμενα τέσσερα) για την επίτευξη των στόχων του εθνικού σχεδίου. Οι ευρωβουλευτές εξασφάλισαν ότι αυτός ο πρόσθετος χρόνος μπορεί να χορηγηθεί για οποιονδήποτε λόγο κρίνει σκόπιμο το Συμβούλιο, και όχι μόνο εάν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, όπως προτάθηκε αρχικά. Οι ευρωβουλευτές επέμειναν ότι οι χώρες με υπερβολικό έλλειμμα ή χρέος μπορούν να ζητήσουν διαδικασία συζήτησης με την Επιτροπή προτού τους παρασχεθεί καθοδήγηση σχετικά με την πορεία των δαπανών τους. Αυτό θα δώσει περισσότερες ευκαιρίες σε μια κυβέρνηση να διατυπώσει την άποψή της, ιδίως σε αυτό το κρίσιμο σημείο της διαδικασίας. Ένα κράτος-μέλος μπορεί να ζητήσει την υποβολή αναθεωρημένου εθνικού σχεδίου εάν υπάρχουν αντικειμενικές περιστάσεις που εμποδίζουν την εφαρμογή του, για παράδειγμα αλλαγή κυβέρνησης.