ΚΥΠΕ
Ευνοϊκές εξελίξεις ως προς τα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη της κυπριακής οικονομίας για τα έτη 2022-2024 προβάλλουν οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του Σεπτεμβρίου 2022 ανακοίνωσε την Πέμπτη η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Σύμφωνα με την Τράπεζα, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επακόλουθες διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, η κυπριακή οικονομία έχει καταγράψει κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 σημαντική μεγέθυνση 6%, με τις συνέπειες του πολέμου να αναμένεται να διαφανούν εντονότερα κατά το δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους και το 2023.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως η προς τα κάτω αναθεώρηση των προοπτικών για το εξωτερικό περιβάλλον, λόγω και των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές ενέργειας, έχουν επηρεάσει δυσμενώς το καταναλωτικό και επιχειρηματικό κλίμα, με αποτέλεσμα η οικονομία στη ζώνη του ευρώ να αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα εντός του έτους και το πρώτο τρίμηνο του 2023, η οποία θα έχει αντίκτυπο και στην εγχώρια αγορά.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται πως η σημαντική αύξηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να μειώσει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων θα έχει ως αποτέλεσμα τον αρνητικό επηρεασμό της εγχώριας ζήτησης παρά την αξιοποίηση των αποταμιεύσεων που συσσωρεύθηκαν λόγω πανδημίας. Επίσης, παρά την άμβλυνσή τους, οι διαταραχές στην αλυσίδα προσφοράς πρώτων υλών και αγαθών εξακολουθούν να επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα και να συμβάλουν στις άνοδο των τιμών, με αναμενόμενη σταδιακή διόρθωση κατά το 2023.
Αναφορικά με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης για το 2022, η ΚΤΚ αναφέρει πως αυτός αναμένεται να ανέλθει στο 5,5%, όπως και κατά το προηγούμενο έτος, με τη μεγέθυνση στο ΑΕΠ να αναμένεται κυρίως από την εγχώρια ζήτηση (επενδύσεις και ιδιωτική κατανάλωση), αλλά και την ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη της τουριστικής βιομηχανίας, παρά την αρνητική συνεισφορά από την πλευρά των καθαρών εξαγωγών.
Διευκρινίζεται πως η προβλεπόμενη ανθεκτικότητα στην εγχώρια ζήτηση προέρχεται από τις προδιαγεγραμμένες επενδύσεις, την επαναλειτουργία της οικονομίας μετά την πάροδο της οξείας φάσης της πανδημίας, ιδιαίτερα το πρώτο εξάμηνο του έτους, ειδικότερα στον τομέα των υπηρεσιών, και, εν μέρει, λόγω της ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης συνεπεία της αξιοποίησης των αποταμιεύσεων.
Η δε προς τα πάνω αναθεώρηση κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 σε σχέση με τις προβλέψεις Ιουνίου 2022 οφείλεται κυρίως στην καλύτερη από την αναμενόμενη πορεία των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον τουρισμό και, σε μικρότερο βαθμό, στον τομέα της ενημέρωσης και επικοινωνίας, λόγω της συνεχιζόμενης καθόδου ξένων εταιρειών που συνδέονται με τον τομέα της τεχνολογίας.
Όπως αναφέρεται, τα έτη 2023 και 2024 η ανάπτυξη του ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 2,5% και 3,1%, αντίστοιχα, με την προς τα κάτω αναθεώρηση σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις να οφείλεται στις δυσμενείς προοπτικές στο εξωτερικό περιβάλλον, δεδομένων και των αρνητικών επιπτώσεων του διαφαινόμενου παρατεταμένου ρωσο-ουκρανικού πολέμου, καθώς και σε κάποιες μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις (scarring effects), κυρίως στον κύκλο εργασιών των τομέων των επαγγελματικών υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά την ανεργία, αναμένεται να καταγράψει το 2022 μείωση στο 6,7% του εργατικού δυναμικού σε σχέση με 7,5% το 2021, με μικρή προς τα κάτω αναθεώρηση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προβλέψεις Ιουνίου 2022, η οποία οφείλεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, στη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας, και στον αναμενόμενο διαχειρίσιμο αντίκτυπο από τον πόλεμο, όπως αυτός διαφαίνεται από τις πρόσφατες μηνιαίες έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούν στις προσδοκίες για την απασχόληση κατά τους επόμενους τρεις μήνες.
Συμπληρώνεται πως τα επόμενα έτη προβλέπεται πτωτική πορεία, με την ανεργία να ανέρχεται στο 6,5% το 2023 και να πλησιάζει συνθήκες πλήρους απασχόλησης φθάνοντας στο 5,9% το 2024, με την προς τα πάνω αναθεώρηση σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες ανά έτος να οφείλεται στην προς τα κάτω αναθεώρηση των προοπτικών για το ΑΕΠ κατά το 2023 και 2024 για τους προαναφερθέντες λόγους.
Για τον πληθωρισμό (Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, ΕνΔΚΤ) η ΚΤΚ αναφέρει πως προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά το 2022 στο 8,4% από 2,3% το 2021, παραμένοντας σε επίπεδα πάνω ή κοντά στο 9% τους εναπομείναντες μήνες του τρέχοντος έτους. Η προς τα πάνω αναθεώρηση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου 2022 οφείλεται κυρίως στις αυξημένες τιμές της ενέργειας, στις πιέσεις από την πλευρά της ζήτησης ορισμένων υπηρεσιών λόγω της επαναλειτουργίας της οικονομίας μετά την πάροδο της οξείας φάσης της πανδημίας, στις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και στην μεγαλύτερη από την αναμενόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας.
Όπως και στις προηγούμενες προβλέψεις, σταδιακή εξομάλυνση των πληθωριστικών πιέσεων προβλέπεται τα έτη 2023 και 2024, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται στο 3,9% και 2,1%, αντίστοιχα, με την επιβράδυνση του ΕνΔΤΚ τα επόμενα έτη να οφείλεται στην προβλεπόμενη σταδιακή διόρθωση στις τιμές πετρελαίου και τροφίμων και στην σταθερότητα των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό (longer-term inflation expectations).
Τέλος, ο δομικός πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων, αναμένεται να ανέλθει στο 5,1% το 2022, σε σχέση με 1,3% το 2021, ενώ προβλέπεται να υποχωρήσει στο 2,9% και 2,3% το 2023 και 2024 αντίστοιχα. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αναμενόμενη βραδεία ομαλοποίηση των διαταραχών στις αλυσίδες εφοδιασμού σε συνάρτηση με τον αντίκτυπο στη ζήτηση από την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων. Η προς τα πάνω αναθεώρηση σε σχέση με τις προβλέψεις Ιουνίου 2022 οφείλεται σε έμμεσες επιδράσεις από τις αυξημένες τιμές ενέργειας λόγω καθυστερημένων επιπτώσεων (lagged effects) στις υποκατηγορίες του πληθωρισμού, και στην ανθεκτικότητα που αναμένεται να συνεχίσει να επιδεικνύει η αγορά εργασίας.
Σε σχέση με τις πιθανότητες για απόκλιση από το βασικό σενάριο των προβλέψεων, η Τράπεζα αναφέρει πως οι κύριοι καθοδικοί κίνδυνοι για το ΑΕΠ σχετίζονται με την πιθανότητα μεγαλύτερης της αναμενόμενης αρνητικής επίδρασης στις εξαγωγές υπηρεσιών λόγω του παρατεταμένου πολέμου και του σχετικού αντίκτυπου στο εξωτερικό περιβάλλον, ενώ συνδέονται επίσης με υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές βασικών αγαθών και προϊόντων, σε συνάρτηση με παρατεταμένες επιδράσεις από τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Σε σχέση με τον πληθωρισμό, οι ανοδικοί κίνδυνοι προέρχονται κυρίως από υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές πετρελαίου, καθώς και από τις παρατεταμένες διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού. Για το 2024 ειδικότερα, η τυχόν ανατροφοδότηση τιμών-μισθών (wage-price spiral), καθώς και πιθανές υψηλότερες μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό αποτελούν τους βασικότερους ανοδικούς κινδύνους.