Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Ολοκληρώθηκε την βδομάδα που μας πέρασε η ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων για το 2023 των δύο συστημικών τραπεζών της Κύπρου. Σε γενικές γραμμές η εικόνα είναι ονειρική, καθώς περιλαμβάνει κέρδη και επιδόσεις που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σχέση με ένα χρόνο πριν η Τράπεζα Κύπρου καταγράφει αύξηση ύψους 723% στην καθαρή κερδοφορία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελληνική Τράπεζα είναι 1082%.
Η εντυπωσιακή χρονιά και για τις δύο συστημικές τράπεζες οφείλεται αποκλειστικά στην άνοδο των επιτοκίων βάσης από την ΕΚΤ που εκτίναξε τα επιτοκιακά έσοδα κατά 119% σε ετήσια βάση για την Τράπεζα Κύπρου και κατά 99% για την Ελληνική Τράπεζα. Στο επίπεδο των επιτοκιακών κερδών παρατηρούμε μια υπεροχή της Τράπεζας Κύπρου λόγω συγκράτησης της αύξησης των επιτοκιακών εξόδων στο 140%, σε σχέση με την Ελληνική Τράπεζα που κατέγραψε αύξηση 255%. Το συγκεκριμένο εύρημα μαρτυρεί ότι αν και με σημαντική καθυστέρηση, οι τράπεζες άρχισαν τον προηγούμενο χρόνο να αποδίδουν τόκους στους καταθέτες.
Στο μη επιτοκιακό επίπεδο, δηλαδή έσοδα από προμήθειες και ασφαλιστικές εργασίες, παρατηρούμε σταθεροποίηση για την Τράπεζα Κύπρου σε αντίθεση με την Ελληνική Τράπεζα που καταγράφει μια γενναία ετήσια αύξηση του 26%. Οι μη επιτοκιακές εργασίες για τις κυπριακές τράπεζες υπήρξαν πάντα το ζητούμενο, καθώς θεωρούνται υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας για τους μετόχους, αφού εμπερικλείουν σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο από τις εργασίες που αφορούν στην παραχώρηση δανείων. Να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με τις τράπεζες του εξωτερικού η εξάρτηση των κυπριακών τραπεζών στις επιτοκιακές εργασίες είναι πολύ μεγάλη, γεγονός που ανεβάζει το προφίλ κινδύνου για τους επίδοξους επενδυτές και άρα «χαμηλώνει» τις αποτιμήσεις. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σχεδόν το 72% των εσόδων της Τράπεζας Κύπρου προέρχονται από επιτοκιακές εργασίες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελληνική Τράπεζα βρίσκεται στο 81%.
Τα VRS αποδίδουν καρπούς
Η πλευρά των εξόδων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς παρατηρούμε τα διάφορα σχέδια εθελούσιας εξόδου (VRS) του παρελθόντος να παράγουν οικονομικά αποτελέσματα. Η Τράπεζα Κύπρου παρουσιάζει μείωση 33% στα έξοδα προσωπικού, ενώ η αντίστοιχη μείωση για την Ελληνική Τράπεζα βρίσκεται στο μισό, και ανέρχεται στο 16%. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια το κόστος προσωπικού αντιπροσωπεύει ποσοστό κάτω από το 50% των συνολικών εξόδων και βρίσκεται και για τις δύο τράπεζες στο 46%. Σε επίπεδο αποτελεσματικότητας και οι δύο συστημικές τράπεζες εμφανίζουν παρόμοιες επιδόσεις, με την Τράπεζα Κύπρου να έχει μικρό προβάδισμα, με τον λόγο εξόδων προς έσοδα να είναι στο 37,6% σε σχέση με 39% για την Ελληνική Τράπεζα.
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις
Όσον αφορά στις απομειώσεις (impairments) του ισολογισμού σε σχέση με δάνεια, ακίνητα και χρηματοοικονομικές επενδύσεις οι δύο τράπεζες φαίνεται να έχουν διαφορετική προσέγγιση, αφού οι χρεώσεις για την Τράπεζα Κύπρου είναι στα 126,7 εκατ. ευρώ, ή 0,88% των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού σε αντίθεση με την Ελληνική Τράπεζα που ο αντίστοιχος δείκτης βρίσκεται 0,10% και θεωρείται ιδιαίτερα χαμηλός στο τρέχον περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα. Προκύπτει συνεπώς το συμπέρασμα ότι η κερδοφορία της Ελληνικής Τράπεζας ενδεχομένως να είναι κάπως «πληθωρισμένη» σε σχέση με την αντίστοιχη της Τράπεζας Κύπρου, αφού και οι δύο τράπεζες αντιμετωπίζουν λίγο-πολύ τα ίδια δεδομένα.
Ζαλίζει η ετήσια μεταβολή κερδών
Η καθαρή κερδοφορία είναι εντυπωσιακή και αποτελεί ρεκόρ 15ετίας για την Τράπεζα Κύπρου, ενώ για την Ελληνική Τράπεζα η σύγκριση με το παρελθόν είναι άνευ ουσίας, αφού πρόκειται για μια εντελώς νέα τράπεζα μετά την απορρόφηση του 2018. Η Τράπεζα Κύπρου για τη χρήση του 2023 κατέγραψε κέρδη ύψους 488,9 εκατ. ευρώ, που είναι οχτώ φορές περισσότερα από την περσινή χρονιά, ενώ η Ελληνική Τράπεζα με κέρδη 346,3 εκατ. ευρώ πετυχαίνει επίδοση που είναι 11 φορές καλύτερη από τη χρήση του 2022.
Προβληματίζει η χαμηλή αξιοποίηση
Σε επίπεδο ισολογισμού η Τράπεζα Κύπρου παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 5% και σύνολο ενεργητικού 26,6 δισ. ευρώ, ενώ η αντίστοιχη εικόνα για την Ελληνική Τράπεζα είναι στάσιμη και ανέρχεται στα 20 δισ. ευρώ. Και οι δύο τράπεζες παρουσιάζουν ψηλή συγκέντρωση σε μετρητά που ανέρχονται για την μεν Τράπεζα Κύπρου στο 39%, για τη δε Ελληνική τράπεζα στο 42%. Αν συγκρίνουμε αυτά τα ποσοστά με τα αντίστοιχα των δανείων που είναι 37% για την Τράπεζα Κύπρου και 30% για την Ελληνική Τράπεζα, διακρίνουμε μια εικόνα χαμηλής αξιοποίησης του ισολογισμού, η οποία σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων θα πλήξει τους δείκτες αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας.
Μετ’ εμποδίων η πιστωτική επέκταση
Το πρόβλημα με τον κορεσμό της αγοράς δανείων είναι εμφανές και για τις δύο τράπεζες οι οποίες παρουσιάζουν αδυναμία περαιτέρω διείσδυσης. Για την μεν Τράπεζα Κύπρου η ετήσια μεταβολή είναι στο -1% και για την Ελληνική Τράπεζα βρίσκεται στο 0%. Προκειμένου να βελτιώσουν την αξιοποίηση των ισολογισμών τους και οι δύο τράπεζες επιχείρησαν να διευρύνουν τις πηγές εσόδων τους προχωρώντας σε επενδύσεις χρηματοοικονομικών μέσων. Η Τράπεζα Κύπρου καταγράφει 37% ετήσια αύξηση στις επενδύσεις και η Ελληνική Τράπεζα 13%. Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ο ισολογισμός της Τράπεζας Κύπρου αποτελείται από επενδύσεις στο 14%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελληνική Τράπεζα βρίσκεται στο 26%.
Εμφανής η ανθεκτικότητα ισολογισμών
Αξιοσημείωτη είναι και η εικόνα σε σχέση με το στοκ ακινήτων που κατέχουν οι τράπεζες στον ισολογισμό τους και σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του παρελθόντος. Η Τράπεζα Κύπρου παρουσιάζει ετήσια μείωση 21% στον ισολογισμό της, ενώ στην Ελληνική Τράπεζα η αντίστοιχη μείωση είναι στο 24%. Ενδεικτικό της βελτιωμένης εικόνας στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και για τις δύο τράπεζες είναι το γεγονός ότι για την μεν Τράπεζα Κύπρου τα ακίνητα αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του ισολογισμού, ενώ στην περίπτωση της Ελληνικής Τράπεζας το αντίστοιχο ποσοστό είναι 0,5%. Την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ισολογισμού και των δύο τραπεζών καταμαρτυρεί και ο πολύ χαμηλός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων που πλέον βρίσκεται στο 3% (Τράπεζα Κύπρου 3,6% και Ελληνική Τράπεζα 2,5%).
Εν δυνάμει ταμιευτήρια;
Παρόλο που και οι δύο τράπεζες δυσκολεύονται να αυξήσουν τη διείσδυσή τους στην αγορά δανείων όπως είδαμε πιο πριν, οι καταθέσεις παραμένουν στα ίδια επίπεδα. Σε ετήσια βάση η Τράπεζα Κύπρου έχει αύξηση 2%, ενώ για την Ελληνική Τράπεζα καταγράφεται υγιής μείωση του 4%. Καθώς προχωρούμε με την ομαλοποίηση του πληθωρισμού, το επιτοκιακό περιβάλλον αλλάζει και η διατήρηση ψηλών καταθέσεων θα πάψει να είναι μια αποδοτική πράξη. Ο λόγος δάνεια προς καταθέσεις βρίσκεται στο 51% για την Τράπεζα Κύπρου και στο 39% για την Ελληνική, γεγονός που τις αναγκάζει να μελετήσουν εκ νέου το επιχειρηματικό τους μοντέλο αν θέλουν να πετύχουν καλύτερη αξιοποίηση του ισολογισμού τους. Σε διαφορετική περίπτωση θα μετατραπούν, αν δεν έχουν μετατραπεί ήδη, σε ταμιευτήρια.
Αναζήτηση νέου επιχ. μοντέλου
Το 2023 υπήρξε μια ονειρική χρονιά για τις δύο συστημικές τράπεζες της Κύπρου. Ως αποτέλεσμα πέτυχαν βελτίωση όλων των δεικτών κερδοφορίας και σκόρπισαν χαμόγελα στους μετόχους τους. Όπως το επιτοκιακό περιβάλλον λειτούργησε ευνοϊκά για τον ισολογισμό των δύο τραπεζών, μια προσεκτική ανάλυση των αριθμών αναδεικνύει σημαντικές προκλήσεις για τη συνέχεια όταν θα έρθει η ομαλοποίηση των επιτοκίων. Σε κάθε περίπτωση, οι κυπριακές συστημικές τράπεζες καλούνται να εκσυγχρονίσουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και να εντάξουν εναλλακτικές πηγές εσόδων πέραν της παραδοσιακής τραπεζικής, αφού η παραχώρηση δανείων φτάνει σιγά-σιγά σε επίπεδα κορεσμού.