Kathimerini.gr
BLOOMBERG, REUTERS, BBC, THE NEW YORK TIMES
Τη δεκαετία του 1980, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, είχε ταχθεί επίμονα κατά της επιβολής οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Σοβιετικής Ενωσης. Είχε υποστηρίξει πως δεν αποδίδουν, ενώ βλάπτουν περισσότερο τη Δύση. Φαίνεται πως κάτι ανάλογο ισχύει και σήμερα για τη σύγχρονη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, η οικονομία της οποίας είναι σήμερα ισχυρότερη σε σύγκριση με το 2014 όταν η Δύση επέβαλε έναν άλλο γύρο κυρώσεων μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Πολλώ μάλλον εφόσον ο πρώτος γύρος κυρώσεων που ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος δεν αφορά καν τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας και δεν προβλέπει ούτε τον αποκλεισμό του χρηματοπιστωτικού της συστήματος από το διεθνές σύστημα πληρωμών Swift ούτε μέτρα που θα εμποδίζουν τις εξαγωγές των ενεργειακών πόρων της Ρωσίας.
Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα ανέρχονται σήμερα σε 635 δισ. δολάρια, ποσό κατά 50% μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2017.
Το 2014, άλλωστε, η Ρωσία είχε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη μείωση των πετρελαϊκών της εσόδων εξαιτίας της μεγάλης πτώσης της τιμής του πετρελαίου. Σήμερα αντιθέτως, οι τιμές της ενέργειας βρίσκονται στα ύψη, ενώ η ύφεση που γνώρισε η Ρωσία μετά τις κυρώσεις του 2014 έδωσε στην ηγεσία της ένα σημαντικό μάθημα. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει έκτοτε μεριμνήσει για να αναπληρώσει τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας αλλά και να μειώσει την έκθεση της ρωσικής οικονομίας στο δολάριο. Χάρη στα πετρελαϊκά έσοδα, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Ρωσίας ανέρχονται σήμερα σε 635 δισ. δολάρια, ποσό κατά 50% μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2017. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι από αυτά μόλις το 16% είναι πλέον σε δολάρια, ενώ μόλις πριν από πέντε χρόνια το αμερικανικό νόμισμα αντιπροσώπευε το 40% των διαθεσίμων της. Εχει, άλλωστε, αυξήσει στο 13% το ποσοστό των διαθεσίμων της που βρίσκεται σε γουάν και βέβαια έχει προσεγγίσει πολύ περισσότερο την Κίνα που αποτελεί και την εναλλακτική αγορά των ρωσικών ενεργειακών πόρων αν αναγκαστεί η Ρωσία να χάσει την πελατεία της στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και των Ηνωμένων Εθνών, μετά το 2014 η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά των εξαγωγών της Ρωσίας. Εισάγει μαζικά από τη Ρωσία κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές, υλικό και εξαρτήματα τηλεπικοινωνιών, παιχνίδια, είδη ένδυσης και γενικότερα προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας και ηλεκτρονικά. Ως πελάτης της Ρωσίας, η Κίνα έχει εκτοπίσει την Ολλανδία που πριν από μία δεκαετία ήταν πρώτη ως προορισμός των ρωσικών εξαγωγών. Η Ρωσία έχει, άλλωστε, επεκτείνει τις εμπορικές της συναλλαγές με τη Λευκορωσία. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις εξαγωγές πετρελαίου, μιλώντας για το θέμα στο BBC, ο Χάρι Μπρόντμαν, πρώην διαπραγματευτής των ΗΠΑ για θέμα Εμπορίου και στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας με εμπειρία σε θέματα Ρωσίας και Κίνας, τόνισε πως «το πρόβλημα με τις κυρώσεις όταν αφορούν χώρα παραγωγό πετρελαίου είναι οι διαρροές στο σύστημα. Η Κίνα θα αγοράσει πετρέλαιο στην ανοικτή αγορά και δεν την ενδιαφέρει αν είναι ρωσικό». Εξάλλου, η Ρωσία έχει επίσης περιορίσει την εξάρτηση της οικονομίας της από το εξωτερικό εμπόριο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι εμπορικές συναλλαγές αντιπροσώπευαν περίπου το 46% του ΑΕΠ της χώρας το 2020, αλλά έχουν μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με πριν από 20 χρόνια.
«Βουτιά» για το ρούβλι
Οι τίτλοι της Ρωσίας και το ρούβλι έχουν καταγράψει ιστορικό ρεκόρ απωλειών από την αρχή του έτους και όσο κλιμακώνεται η αντιπαράθεσή της με τη Δύση, παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν περαιτέρω πτώση του ρωσικού νομίσματος. Η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος έχει ήδη διολισθήσει στα 80,90615 ρούβλια και όπως υπογραμμίζει το Bloomberg, οι αναλυτές δεν προλαβαίνουν να παρακολουθήσουν την ελεύθερη πτώση του. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές του έτους οι εκτιμήσεις συνέκλιναν σε μια ισοτιμία με το δολάριο να αγοράζει 72,50 ρούβλια και τώρα δίνουν 50% πιθανότητα ότι μέσα στους επόμενους δύο μήνες το δολάριο θα ισοδυναμεί με 85,999 ρούβλια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όμως, και με τη γρίβνα, το νόμισμα της Ουκρανίας, που όπως και το ρούβλι έχει υποτιμηθεί κατά 5% έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους.
Ιστορική είναι, άλλωστε, η πτώση που γνωρίζει ο δείκτης ΜΟΕΧ του χρηματιστηρίου της Μόσχας, που έχει χάσει σχεδόν το 1/3 της αξίας του από τον Οκτώβριο. Σύμφωνα, εξάλλου, με τους δείκτες του Bloomberg, τα ομόλογα του ρωσικού δημοσίου έχουν επίσης σημειώσει πτώση 14% από την αρχή του έτους καταγράφοντας τη χειρότερη πορεία ανάμεσα στο χρέος όλων των αναδυόμενων αγορών. Η απόδοση των ρωσικών ομολόγων σε δολάρια που λήγουν στα 25 έτη έφτασε χθες το 5,75%, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών.