Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Αρχικά η απόκρυψη, ή καλύτερα το «καμουφλάζ» του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στις εμπορικές τράπεζες την προ 2013 περίοδο και στη συνέχεια η εκτόξευσή τους αποτέλεσαν και αποτελούν –ίσως μέχρι σήμερα– το μεγαλύτερο αγκάθι της κυπριακής οικονομίας. Σε πρώτη φάση συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας και ακολούθως ήταν ο βασικότερος λόγος που κατέρρευσε ο Συνεργατισμός, ο οποίος δεν μπορούσε να αντέξει τη συνεχιζόμενη ανάγκη για προβλέψεις. Ειδικά η περίπτωση του Συνεργατισμού έχει και μια ιδιομορφία, την οποία καλό είναι να θυμούνται οι ασκούντες εξουσία και δη οι πολιτικοί.
Η απουσία αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης των ΜΕΔ και ειδικότερα του μέτρου των εκποιήσεων οδήγησε τους ευρωπαίους επόπτες στον μηδενισμό της αξίας των εξασφαλίσεων μεγάλου μέρους του προβληματικού δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Αυτή τους η κίνηση ήταν καθοριστική για το τέλος του Συνεργατισμού, ο οποίος κατέβασε τα ρολά της ιστορίας του υπό το βάρος της ανάγκης για λήψη προβλέψεων εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Τα ΜΕΔ υπήρξαν επίσης ο σημαντικότερος λόγος που τα δανειστικά επιτόκια καθυστέρησαν να μειωθούν στην Κύπρο στην προ πανδημίας εποχή αφού το ρίσκο δανεισμού ήταν πολύ υψηλό.
Επιπρόσθετα, τα ΜΕΔ και οι προβλέψεις που ζητούσαν διαρκώς οι επόπτες αποτέλεσαν τον βασικό λόγο που οι μέτοχοι των τραπεζών αναγκάστηκαν να βάλουν κι άλλα χρήματα ή έστω να δουν το ποσοστό ελέγχου τους στις τράπεζες να μειώνεται. Την ίδια ώρα, τα ΜΕΔ και κατ’ επέκταση το υψηλό ιδιωτικό χρέος αποτέλεσαν τη βασική αιτία που οι τράπεζες είναι για πολλά χρόνια φορτωμένες ρευστότητα την οποία δεν μπορούν να διοχετεύσουν. Και επειδή τα πάντα λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, να επισημάνουμε ότι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους τα καταθετικά επιτόκια παραμένουν χαμηλά, παρά την κατακόρυφη αύξηση των δανειστικών, είναι ακριβώς η υπερβάλλουσα ρευστότητα.
Από τη διεθνή βιβλιογραφία και το ερευνητικό έργο, προκύπτει πως η αντιμετώπιση των ΜΕΔ με εξασφάλιση την κύρια κατοικία είναι η πλέον δύσκολη και χρονοβόρα.
Ακίνητα έναντι χρέους
Το επίπεδο ρεκόρ των ΜΕΔ στην Κύπρο, μετά την κρίση του 2013 –το υψηλότερο στον κόσμο– αποτέλεσε επίσης τη βασική αιτία που δεν μπόρεσε να προχωρήσει η δημιουργία μίας λεγόμενης «εθνικής κακής τράπεζας» η οποία θα αναλάμβανε τη διαχείριση όλων αυτών των προβληματικών δανείων. Το κόστος θα ήταν δυσβάσταχτο για την ευάλωτη τότε αλλά και σήμερα κυπριακή οικονομία και πολύ περισσότερο για τα δημόσια οικονομικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι τράπεζες επικέντρωσαν αρχικά τις προσπάθειες τους σε οργανικές λύσεις, με βασικότερη να είναι η ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων έναντι χρέους. Η συγκεκριμένη τακτική δούλεψε πάρα πολύ στην περίπτωση των επιχειρηματικών δανείων εταιρειών από όλους τους τομείς. Ακόμα κι έτσι όμως, οι τράπεζες ξέμειναν με ένα σημαντικό απόθεμα ακινήτων το οποίο επίσης δεν θεωρείται βασική εργασία και θα πρέπει να το ξεφορτωθούν τάχιστα.
Το ύψος των ΜΕΔ όμως παρέμεινε και παραμένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα τα προηγούμενα χρόνια στις περιπτώσεις των δανείων λιανικής και ειδικά των δανείων με υποθήκη την οικογενειακή κατοικία. Το σύνολο των ΜΕΔ σε τράπεζες και Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων (ΕΕΠ) ήταν περίπου 25 δισ. στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023. Σύμφωνα με στοιχεία που υπέβαλε στη Βουλή η Κεντρική Τράπεζα, από τα 22,5 δισ. που διαχειρίζονται οι ΕΕΠ τα 21 δισ. ή ποσοστό 93% του συνόλου, παρουσιάζουν καθυστέρηση πέραν των πέντε ετών. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με εξασφάλιση κύριας κατοικίας αξίας μέχρι 350 χιλιάδες, εντός του τραπεζικού συστήματος, είναι περίπου 530 εκατ., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αντιστοιχούν σε ευάλωτους δανειολήπτες.
Δύσκολος χειρισμός
Από τη διεθνή βιβλιογραφία και το ερευνητικό έργο, προκύπτει πως η αντιμετώπιση των ΜΕΔ με εξασφάλιση την κύρια κατοικία είναι η πλέον δύσκολη και χρονοβόρα.
Ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου η διαχείρισή τους αποδείχθηκε ακόμα δυσκολότερη. Πρώτον επειδή επρόκειτο για την πρώτη χρηματοπιστωτική κρίση στην ιστορία της, δεύτερον επειδή πρόκειται για μία κλειστή κοινωνία στην οποία η λήψη δραστικών μέτρων ποτέ δεν αποτέλεσε επιλογή και τρίτον επειδή το γενικότερο σύστημα απονομής δικαιοσύνης αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα κυρίως σε σχέση με τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μία υπόθεση. Υπό αυτά τα δεδομένα, στις περιπτώσεις μη εθελοντικής αναδιάρθρωσης, η χρονική διάρκεια για επίλυση των συγκεκριμένων δανειοδοτικών συμβάσεων ήταν από τις μεγαλύτερες στις σύγχρονες οικονομίες. Συγκεκριμένα ξεπερνούσε τα 10 χρόνια. Μάλιστα, από τη στιγμή που δεν υπήρχε καν νομοθετικό πλαίσιο που να διέπει το ζήτημα, κανείς δεν μπορούσε να θέσει με βεβαιότητα χρονικό περιθώριο στη διαδικασία ολοκλήρωσης της διαδικασίας.
Υποβάθμιση νομοθεσίας
Τελικά το νομοθετικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις στην Κύπρο ψηφίστηκε υπό την απειλή να χαθεί μία μεγάλη δόση από τους διεθνείς δανειστές της τρόικας. Ακόμα και τότε όμως, το μήνυμα που δόθηκε στους δανειολήπτες είναι πως δεν θα κινδυνεύσουν οι πρώτες κατοικίες των «ευάλωτων» δανειοληπτών. Με απλά λόγια, τόσο οι στρατηγικοί κακοπληρωτές όσο και οι υπόλοιποι δανειολήπτες, λάμβαναν και συνεχίζουν να λαμβάνουν διαρκώς το μήνυμα πως δεν πρόκειται να υπάρξουν εκποιήσεις και καταναγκαστικές εξώσεις. Πράγματι, μέχρι και σήμερα δεν γίναμε μάρτυρες εξώσεων οικογενειών από τις κύριες κατοικίες τους.
Ουσιαστικά, όμως, με τον τρόπο που (δεν) λειτουργεί η νομοθεσία για τις εκποιήσεις καταργείται το νόημα του ενυπόθηκου δανεισμού, το οποίο βασίζεται στη δυνατότητα του δανειστή να αξιοποιήσει το ενυπόθηκο περιουσιακό στοιχείο για να καλύψει ολόκληρο ή μέρος του ποσού που δάνεισε. Ουσιαστικά αυτή είναι η ουσία της εξασφαλισμένης χρηματοδότησης αλλά και βασική προϋπόθεση για να λειτουργεί η αγορά ενυπόθηκων ακινήτων, η οποία σήμερα στην Κύπρο είναι τεράστια, αφού τα περισσότερα ΜΕΔ έχουν περάσει από τις τράπεζες στις εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Οι εταιρείες αυτές τα αγόρασαν με σημαντική έκπτωση με γνώμονα προφανώς να αποκομίσουν κέρδος, αφού έτσι δουλεύει η ελεύθερη αγορά. Το ζήτημα στην περίπτωση της Κύπρου είναι πως υλοποιήθηκαν κάποιες πράξεις αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων υπό συγκεκριμένες συνθήκες, τις οποίες εν τέλει η ίδια η Πολιτεία (τα κοινοβουλευτικά κόμματα) επιχειρούν εκ των υστέρων να αλλάξουν εκ βάθρων με νομοθετικές ρυθμίσεις, εις το όνομα, κυρίως, των καταχρηστικών ρητρών. Ωστόσο, αν ένα δάνειο δεν έχει εξυπηρετηθεί εδώ και πέραν των πέντε ή ακόμα και δέκα χρόνων, προφανώς το πρόβλημα δεν είναι οι όποιες ρήτρες αλλά κυρίως η μη ικανότητα του δανειολήπτη ή η μη διάθεση του στρατηγικού κακοπληρωτή να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Πολλοί οι στρατηγικοί κακοπληρωτές
Δυστυχώς, το φαινόμενο των στρατηγικών κακοπληρωτών δεν αναλύθηκε ποτέ εις βάθος στην Κύπρο, ωστόσο, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι κατά πάσα πιθανότητα ένα μεγάλο ποσοστό των μη συνεπών δανειοληπτών εμπίπτουν στη συγκεκριμένη ομάδα. Ενδεικτικά, το πλαίσιο αφερεγγυότητας δεν αξιοποιήθηκε παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον για το Σχέδιο Εστία ήταν υποτονικό, το ενδιαφέρον για το Σχέδιο Ενοίκιο αντί Δόσης και πάλι δεν αναμένεται να έχει μεγάλο ενδιαφέρον και οι δανειολήπτες που εμπίπτουν στις κατηγορίες των ευάλωτων δανειοληπτών, όπως ταξινομούνται με τα κρατικά κριτήρια, είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου. Ουσιαστικά, είναι εμφανές πως όσα Σχέδια απαιτούσαν την υποβολή και παρουσίαση αποδεικτικών για τα περιουσιακά στοιχεία και τα οικογενειακά έσοδα, είχαν από ελάχιστη έως περιορισμένη απήχηση. Μια ένδειξη ότι πολλοί από τους επηρεαζόμενους δανειολήπτες δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν τα πραγματικά τους περιουσιακά στοιχεία.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) με τίτλο, «A Strategy for Resolving Europe’s Problem Loans», ο χρόνος που απαιτείται για τη διαδικασία εκποίησης συνδέεται άμεσα και με το ύψος των ΜΕΔ στην κάθε χώρα. Η βασανισμένη διαδικασία των εκποιήσεων στην Κύπρο, είτε με καλές είτε με πονηρές προθέσεις, συνέτεινε στη συντήρηση ενός κεφαλαιώδους ζητήματος για την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας, αυτού του υψηλού ιδιωτικού χρέους το οποίο επικρέμαται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια μας, ειδικά σε περιόδους υψηλών επιτοκίων και πληθωρισμού. Μαγικές λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν μόνο για όσους δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους και δικαίως οι συνεπείς δανειολήπτες έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται αν τελικά το κράτος ενδιαφέρεται περισσότερο γι’ αυτούς που δημιούργησαν εξ αρχής το πρόβλημα παρά για όσους με θυσίες τήρησαν την υπογραφή τους και σεβάστηκαν τους εγγυητές τους.