Kathimerini.gr
Το οικονομικό περιοδικό Economist για δεύτερη φορά τα τελευταία 24 χρόνια διαγιγνώσκει πως η Γερμανία είναι «η ασθενής της Ευρώπης». Η πρώτη ήταν το 1999, όταν η χώρα υπέφερε από υψηλή ανεργία, αν και τίθεται υπό αμφισβήτηση εάν η κατάσταση αυτή αποτύπωνε μια χρόνια ασθένεια και δεν ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια του μαζικού σοκ της ενοποίησης στην εντελώς μη παραγωγική οικονομία της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η Δυτική Γερμανία των 61 εκατομμυρίων κατόρθωσε να επεκτείνει το γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής ασφάλισής της και στα 16 εκατομμύρια Ανατολικογερμανών. Ταυτόχρονα, ανοικοδόμησε πλήρως τις κατεστραμμένες υποδομές στα ανατολικά και αυτό αποτέλεσε ένδειξη της δύναμης της οικονομίας της τότε.
Σήμερα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα, πλην της Αργεντινής, της οποίας το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί το 2023. Το δε 2024 θα εξακολουθήσει να είναι μία από τις χώρες με πολύ αδύναμη ανάπτυξη. Οι άνθρωποι στη Γερμανία γνωρίζουν αυτήν την κακή απόδοση, αλλά στη δημόσια συζήτηση ο κύριος ένοχος είναι η «γραφειοκρατία» – η κυβέρνηση. Το Διεθνές Ινστιτούτο Ανάπτυξης Διοίκησης καταρτίζει κατάλογο βάσει της κρατικής αποτελεσματικότητας. Στην 27η θέση βρίσκεται η Γερμανία, αλλά και οι ανταγωνίστριές της δεν τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα: οι ΗΠΑ κατατάσσονται στην 25η θέση, το Ηνωμένο Βασίλειο στην 28η και η Κίνα στην 35η. Συνεπώς, εάν η γραφειοκρατία συνιστά τροχοπέδη της ανάπτυξης, μάλλον υπάρχουν βαθύτερα αίτια. Και αυτά αφορούν τα ειδικά χαρακτηριστικά του «επιχειρηματικού μοντέλου» της γερμανικής οικονομίας με τους τρεις ομόκεντρους κύκλους.
Ο εξωτερικός κύκλος έχει έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό. Από τη δεκαετία του 1990, στη Γερμανία ο λόγος των εξαγωγών προς το ΑΕΠ έχει σχεδόν διπλασιαστεί στο 47%, ήτοι είναι σαφώς υψηλότερος από της Γαλλίας και της Βρετανίας, στο 29%, της Κίνας στο 20% και των ΗΠΑ στο 11%. Στη φάση της ταχείας παγκοσμιοποίησης, οι εξαγωγές ενίσχυσαν τη γερμανική οικονομία. Σήμερα, με τον οξυμένο προστατευτισμό, η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε άλλες χώρες για την οικονομική της τόνωση.
Ο μεσαίος κύκλος σχετίζεται με τη μεταποίηση: το μερίδιό του στην προστιθέμενη αξία (19%) είναι και πάλι πολύ υψηλότερο από ό,τι στις ΗΠΑ (11%) και υπερδιπλάσιο από αυτό στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο ( 9%). Ενώ η Γερμανία έχει επωφεληθεί από την ισχυρή βιομηχανική της βάση εδώ και δεκαετίες, είναι δυσκολότερο να απορροφήσει τις υψηλές τιμές ενέργειας και την ανάγκη εξάλειψης του γαιάνθρακα από την οικονομία εν συγκρίσει με χώρες που διατηρούν ισχυρό τομέα υπηρεσιών. Σε αυτήν την αρένα η Γερμανία (όπως και οι όμοιές της στην Ευρώπη) υποφέρει από έλλειψη ψηφιακών πλατφορμών. Μελέτη της Frankfurter Allgemeine Zeitung δείχνει ότι οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της παγκόσμιας αξίας τέτοιων πλατφορμών, η Κίνα το 17% και το μόλις 2% η Ευρώπη αθροιστικά. Στον τομέα της γερμανικής μεταποίησης, τώρα, ο τρίτος εσωτερικός κύκλος είναι η αυτοκινητοβιομηχανία με την πολύ υψηλή συγκέντρωση πωλήσεων στην κινεζική αγορά. Η παραγωγή αυτοκινήτων στη Γερμανία κορυφώθηκε το 2017 και σήμερα είναι χαμηλότερη από τα επίπεδα προ του οικονομικού κραχ του 2008.
Εν κατακλείδι, η γερμανική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια θεμελιώδη πρόκληση για το επιχειρηματικό της μοντέλο, η οποία δεν αντιμετωπίζεται με κατάργηση κανονισμών και μείωση φόρων. Απαιτείται ένας συνολικός μετασχηματισμός, ο οποίος θα βασίζεται σε νέο οικονομικό παράδειγμα.
* Ο κ. Πίτερ Μπόφινγκερ είναι καθηγητής Οικονομικώνστο Πανεπιστήμιο Βίρτσμπουργκ και πρώην μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας.