Του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΜΗΤΑ
Η Κύπρος, αποτελεί βασικό σταθμό εμπορίου αλλά και σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο. Η εμπορική γεωγραφική της θέση και το γεγονός πως είναι μία νησιωτική χώρα παρέχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης των θαλάσσιων μεταφορών, οι οποίες μπορούν να εισφέρουν στην δημοκρατία πολλά εκατομμύρια ευρώ. Οι εξελίξεις με τους πολέμους και τις επιθέσεις των Χούθι δημιουργούν νέα δεδομένα. Ωστόσο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν φαίνεται να αφήνουν αρνητικό αποτύπωμα στη λιμενική βιομηχανία. Κτυπούν όμως καμπανάκι για κάποια μέτρα που πρέπει να ληφθούν.
Στη σύγχρονη εποχή τα κυπριακά λιμάνια μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας με τις εταιρείες διαχείρισης των κυπριακών λιμανιών να επενδύουν εισάγοντας καινοτόμο τεχνικό εξοπλισμό που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του εμπορίου. Ενδεικτικά να πούμε πως από την εποχή δημιουργίας των σύγχρονων λιμένων της χώρας μέχρι σήμερα, η Δημοκρατία έχει εισπράξει αρκετά εκατομμύρια ευρώ μόνο από το τράνζιτ, τα οποία μπορούν να αυξηθούν σημαντικά αν η κυβέρνηση προβεί στις αλλαγές που επιβάλλονται και που τα εμπλεκόμενα μέρη εδώ και χρόνια ζητούν επιμόνως. Η όποια αναβολή και καθυστέρηση στερεί από την Δημοκρατία και τους πολίτες τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία θα ενδυναμώσουν επιπλέον την Κυπριακή Οικονομία.
Ανελαστικά τέλη
Η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών πρόσθεσε στην κυπριακή οικονομία 364 εκατ. ευρώ, ενώ παρατηρείται πως οι διαχειριστές αποδίδουν τα βέλτιστα, με τους ρυθμούς παραγωγικότητάς τους να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα. Επιπρόσθετα, βλέπουμε πως οι διαχειρίστριες εταιρείες επενδύουν σε σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό και ηλεκτρονικά συστήματα, ενώ ενισχύουν, καταρτίζουν και ενδυναμώνουν συνεχώς το ανθρώπινο δυναμικό τους. Ωστόσο, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, την περίοδο των συζητήσεων για τη σύναψη των συμβολαίων παραχώρησης των λιμανιών στους διαχειριστές, η τότε κυβέρνηση δεν προέβλεψε τον ρόλο του διαμετακομιστικού εμπορίου με αποτέλεσμα μάλιστα να υπάρχει ρήτρα στη σύμβαση ιδιωτικοποίησης, που επιτρέπει στους διαχειριστές να χρησιμοποιούν τα μέγιστα τέλη με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται η επιλογή της Κύπρου ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Κυπριακή Δημοκρατία εισπράττει το 63% των τιμολογίων με το υπόλοιπο 37% να έχουν οι εταιρείες και οι εμπλεκόμενοι επαγγελματίες, για να ανταπεξέλθουν στα διαχειριστικά κόστη. Ας δούμε ως παράδειγμα τον τομέα των οχηματαγωγών πλοίων που για να αποθέσουν ένα όχημα που μεταφέρουν στο λιμάνι Λεμεσού πληρώνουν περίπου 200 ευρώ, με τους κύριους ανταγωνιστές μας να χρεώνουν αντίστοιχα 70 ευρώ μόνο. Με το συγκεκριμένο ζήτημα ασχολήθηκε κατά την περίοδο σύναψης των συμβάσεων και έπειτα και η Ελεγκτική Υπηρεσία, η οποία, μεταξύ άλλων, σε έκθεσή της αναφέρει πως στην τελική συμφωνία για τις συμβάσεις παραχώρησης περιλήφθηκαν προβληματικές πρόνοιες, μέσω των οποίων εισάγονται απαγορευτικά τέλη, μέχρι και 10 φορές ψηλότερα από αυτά που προϋπήρχαν.
Τροποποίηση όρων
Η κυβέρνηση οφείλει άμεσα να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες που χρειάζεται για την επανεξέταση και τροποποίηση των όρων των συμβολαίων για να γίνουν πιο ευέλικτοι, ανταγωνιστικοί και συμβατοί με το τωρινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Πρέπει όμως να επιλυθούν νομικής φύσεως ζητήματα, με γνωμάτευση της νομικής υπηρεσίας και ακολούθως το ζήτημα να προωθηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για έγκριση.
Οι κύριοι ανταγωνιστές
Η Λιμενική βιομηχανία είναι κλάδος που μπορεί να προσφέρει στην κρατική οικονομία σημαντικά έσοδα, αρκεί να υπάρχει και το ανάλογο έδαφος για να μπορεί να αναπτυχθεί. Τα στοιχεία τα οποία χρειάζονται για την επίλυση αυτού του θέματος, σύμφωνα και με τα εμπλεκόμενα μέρη, είναι η πολιτική βούληση, το επιχειρηματικό όραμα και οι σύγχρονες τεχνοκρατικές διαδικασίες:
Πολιτική βούληση, εκ μέρους της κυβέρνησης, για την γρήγορη ολοκλήρωση των νομικών και τεχνοκρατικών ζητημάτων για την οριστικοποίηση ενός νέου και υγιούς θεσμικού πλαισίου που αφορά το διαμετακομιστικό εμπόριο και γενικότερα την κυπριακή λιμενική βιομηχανία. Έτσι, θα αναπτυχθεί ένα επιχειρηματικό όραμα το οποίο θα έχει διάρκεια και θα προσδίδει πρόσθετο κύρος στην κυπριακή λιμενική βιομηχανία. Υιοθέτηση σύγχρονων τεχνοκρατικών διαδικασιών εκ μέρους των λιμένων μας, οι οποίες θα πρέπει να προέρχονται μέσα από μία σοβαρή διαβούλευση τόσο με τους υφιστάμενους πελάτες μας αλλά και με τον επιχειρησιακό κόσμο για να ενσωματωθούν οι πραγματικές ανάγκες του κυπριακού διαμετακομιστικού εμπορίου. Μελέτη, εκ μέρους της κυβέρνησης και του υπουργείου Μεταφορών, των πλεονεκτημάτων των κύριων ανταγωνιστών μας, που είναι η Ελλάδα και η Μάλτα, για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του δικού μας εγχώριου πλεονεκτήματος.
Η διεθνής ναυσιπλοΐα
Οι εξελίξεις με τους ενεργούς πολέμους παγκοσμίως φέρουν την ναυτιλία και τη διεθνή ναυσιπλοΐα αντιμέτωπες με νέες πραγματικότητες. Ας μη ξεχνάμε πως το 90% του παγκόσμιου εμπορίου διακινείται διά θαλάσσης. Άρα βλέπουμε πως κλυδωνίζεται μία βιομηχανία που αποτελεί βασικό αιμοδότη της παγκόσμιας οικονομίας. Μέχρι πρότινος, οι πλοιοκτήτες είχαν τις τιμές σε φυσιολογικά επίπεδα και μπορούσε κάποιος να εισάγει εμπόρευμα με την τιμή μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίου να ανέρχεται περίπου στα 1.500 ευρώ. Πλέον, αυτή η τιμή έχει τριπλασιαστεί με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ήδη ένας εκνευρισμός στην αγορά αλλά και ανησυχία για την αύξηση των τιμών σε βασικά αγαθά που χρειάζονται τα νοικοκυριά. Είναι γι’ αυτό που οι κυβερνήσεις ανά το παγκόσμιο, αλλά και μετά από απαίτηση των πλοιοκτητών, οφείλουν να ασφαλίσουν –έναντι των πολέμων και των επιπτώσεών τους– την ομαλή λειτουργία της διεθνούς ναυσιπλοΐας, μέρος της οποίας είναι και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Πέραν τούτου όμως, η εξυγίανση του κλάδου προσθέτει ακόμη ένα λιθαράκι στην Κυπριακή Δημοκρατία για να ολοκληρωθεί ως διεθνής ναυτιλιακός κόμβος. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι καιροί που διανύουμε είναι κρίσιμοι και τα βάρη που προκύπτουν από τις γεωπολιτικές εξελίξεις αρκετά για να μπορούμε να σηκώσουμε στην πλάτη μας ένα νέο οικονομικό αδιέξοδο το οποίο θα απειλήσει ξεκάθαρα τη βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας.