ΜΑΙΚ ΝΤΟΛΑΝ / REUTERS ΒREAKINGVIEWS
Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου και η άνοδος της ψηφιακής οικονομίας μπορεί κάλλιστα να συνδυάστηκαν για να υπονομεύσουν ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα – κι αυτή μοιάζει με μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση, που δυνητικά βοηθάει στη σύνδεση ορισμένων χαλαρών άκρων στις παγκόσμιες αγορές. Πολλοί αναλυτές στρατηγικής επενδύσεων έβλεπαν εδώ και χρόνια την άμπωτη και την παλίρροια της παγκόσμιας ρευστότητας ως κρίσιμης σημασίας για την αξία των μετοχών και των ομολόγων. Το φαινόμενο αυτό κυρίως υπαγορεύεται από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των ενέσεων ρευστού ή της αφαίρεσής του μέσω αγοράς και πώλησης περιουσιακών στοιχείων.
Πράγματι, πολλοί πιστεύουν ότι ένας λόγος για την περίεργη λιτότητα των χρηματιστηρίων ενόψει της αύξησης των επιτοκίων και των φόβων για ύφεση τους τελευταίους δύο μήνες σχετίζεται τουλάχιστον εν μέρει με αυτό, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναγκάστηκε να ενισχύσει ξανά τον ισολογισμό της για να συγκρατήσει τις μαζικές αναλήψεις από προβληματικές τράπεζες τον Μάρτιο. Και καθώς η παγκόσμια ρευστότητα έχει σημασία, το κύπελλο παραμένει γεμάτο, διότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας συνεχίζει να αγοράζει κρατικά ομόλογα. Ωστόσο, η μεγαλύτερη εικόνα, που αφορά τη ρευστότητα, αποτυπώνεται σε διαχρονική ανάλυση του πρώην προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι, το 2005, ο οποίος έκανε λόγο για την «παγκόσμια υπεραποταμίευση», ήτοι τις αυξανόμενες πλεονασματικές αποταμιεύσεις από την Κίνα και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες τα τελευταία 25 χρόνια, καθώς και την προ της συνταξιοδότησης σώρευση ρευστού σε πλούσιες χώρες.
Η ουσία της τοποθέτησης είναι ότι αυτή η δεξαμενή παγκόσμιων αποταμιεύσεων που αναζητεί «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία βρήκε τον προορισμό της στις δυτικές αγορές, μειώνοντας τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και τα επιτόκια δανεισμού, συμπιέζοντας τα πιστωτικά περιθώρια και αυξάνοντας τις τιμές των μετοχών γενικά. Ομως, μια μελέτη που εξετάζει το τραπεζικό σοκ των ΗΠΑ, που οδήγησε σε διάλυση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank τον περασμένο μήνα και τις μαζικές αναλήψεις από πολλές περιφερειακές τράπεζες της χώρας, προτείνει μια διαφορετική οπτική γωνία, ήτοι μια «υπερβολική συγκέντρωση καταθέσεων» από τις πλουσιότερες χώρες, που είναι ολοένα και πιο ασταθής. Σε έγγραφο, που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Ερευνας Οικονομικής Πολιτικής, ο Γκιγιόμ Βιλεμέ του Οικονομικού Πανεπιστημίου HEC στο Παρίσι περιγράφει πώς οι τράπεζες των ΗΠΑ εκτίθενται τοπικά σε εταιρείες υψηλής εξοικονόμησης «άυλης έντασης» ή ψηφιακές εταιρείες, καθώς και στη σχετική ανισότητα πλούτου των νοικοκυριών, όπου οι πλουσιότεροι τείνουν να διατηρούν μεγάλες αποταμιεύσεις σε μετρητά.
Ο εν λόγω συνδυασμός παραγόντων οδήγησε σε «άνευ προηγουμένου» αναλογίες των δεικτών καταθέσεων προς ΑΕΠ έως το 2022 και έκρηξη καταθέσεων πάνω από τα όρια ασφάλισής τους των 250.000 δολαρίων.
Το έγγραφο δείχνει πως τα τελευταία 23 χρόνια ο λόγος των καταθέσεων προς τις συνολικές τραπεζικές υποχρεώσεις αυξήθηκε στο 75% από 55%, αυξάνοντας τη συνολική αναλογία καταθέσεων προς το ΑΕΠ των ΗΠΑ στο 75%. Ωστόσο, το μερίδιο των ανασφάλιστων καταθέσεων στο σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων και των ιδίων κεφαλαίων σχεδόν διπλασιάστηκε σε άνω του 35% εκείνη την περίοδο. Ανάλυση σχετικά με τη μετάδοση του τραπεζικού σοκ στην αγορά τον Μάρτιο κατέστησε φανερό πως η έκταση των αντιδράσεων των μετοχών άλλων τραπεζών σε αυτό συσχετίστηκε σαφώς με το μέγεθος αυτής της έκθεσης σε μη ασφαλισμένες καταθέσεις.