ΑΝΤΙ ΜΠΡΟΥΣ / REUTERS
Τρία χρόνια μετά την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία δεν έχει ακόμη επωφεληθεί από όσα η διαδικασία αυτή ανέμενε να της φέρει στο πεδίο της οικονομίας της. Σε πολλά μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του εμπορίου και των επενδύσεων, υστερεί σε σύγκριση με τις ομολόγους της. Η Βρετανία αποχώρησε από την Ε.Ε. στις 31 Ιανουαρίου 2020, αν και παρέμεινε στην ενιαία αγορά και στην τελωνειακή ένωση επί ακόμα 11 μήνες.
Εκείνη την ημέρα, ο τότε πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είχε δηλώσει πως η χώρα θα μπορούσε επιτέλους να αναπτύξει καθ’ ολοκληρίαν τις δυνατότητές της και ότι ήλπιζε ότι θα ενισχυόταν η αυτοπεποίθησή της από μήνα σε μήνα. Ωστόσο, μέχρι στιγμής έχει συμβεί το αντίθετο, ενώ μια σειρά δεικτών εμφανίζουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με άλλες οικονομίες. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Βρετανοί που μετανιώνουν για την αποχώρησή τους από την Ε.Ε. ξεπερνούν αριθμητικά ολοένα και περισσότερο όσους δεν το κάνουν.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα από τον ειδησεογραφικό ιστότοπο UnHerd, έδειξε ότι αυτή η τάση ήταν υπαρκτή στις 629 από τις 632 εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες αναλύθηκαν. Από μέρους της η νυν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ρίσι Σούνακ, έναν οπαδό της εξόδου της Βρετανίας, ισχυρίζεται πως η χώρα ευημερεί με τις νέες της ελευθερίες.
Την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ αμφισβήτησε την όλη συζήτηση περί παρακμής, επισημαίνοντας πως η Βρετανία εκτός Ε.Ε. προσφέρει ένα λαμπρότερο μέλλον με περιθώρια να ληφθούν μέτρα που θα προσελκύσουν επενδύσεις σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και η τεχνολογία.
Πολλοί οικονομολόγοι διατείνονται ότι η αποχώρηση από την Ε.Ε. δεν είναι η μόνη αιτία των δεινών της Βρετανίας, μιας και η χώρα επλήγη σκληρά από την πανδημία του κορωνοϊού και την άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πάντως, αποτελεί έναν παράγοντα ο οποίος μπορεί να εξηγήσει την πρόσφατη χαμηλή απόδοση. «Ήταν κάτι περισσότερο από μια αργή πορεία. Ήταν μια σοβαρή μείωση της οικονομικής απόδοσης», δήλωσε ο Τζον Σπρίνγκφορντ, αναπληρωτής διευθυντής στη δεξαμενή σκέψης του Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση. «Αν επιβάλετε εμπόδια στο εμπόριο, στις επενδύσεις και στη μετανάστευση με τον μεγαλύτερο εμπορικό σας εταίρο (Ε.Ε.), τότε θα έχετε πολύ μεγάλο πλήγμα στον όγκο του εμπορίου, στις επενδύσεις και στο ΑΕΠ», είπε, παρουσιάζοντας μια σειρά θλιβερών οικονομικών δεδομένων. Η Βρετανία ήταν η μόνη προηγμένη οικονομία της «Ομάδας των Επτά», η οποία στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2022 ακόμα δεν είχε ανακτήσει το μέγεθος που είχε προ πανδημίας στα τέλη του 2019.
Την Τρίτη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δήλωσε ότι αναμένει η βρετανική οικονομία να συρρικνωθεί κατά 0,6% φέτος, σε αντίθεση με τις προβλέψεις για ανάπτυξη στην υπόλοιπη «Ομάδα των Επτά». Ο Σπρίνγκφορντ εκτίμησε ότι το Brexit περιόρισε την οικονομική παραγωγή της Βρετανίας, σε σύγκριση με ό,τι θα ήταν χωρίς να φύγει από την Ε.Ε., κατά περίπου 5,5% στα μέσα του 2022, με βάση ένα μοντέλο «doppelganger» στο οποίο αλγόριθμος επιλέγει χώρες των οποίων η οικονομική απόδοση ταίριαζε πολύ με την αντίστοιχη της Βρετανίας, όντας εντός της Ε.Ε.
Τέλος, ο οργανισμός προβλέψεων της ίδιας της κυβέρνησης, το Γραφείο Δημοσιονομικής Υπευθυνότητας και η Τράπεζα της Αγγλίας κρίνουν επίσης ότι υπάρχει μακροχρόνιο καθαρό κόστος για την έξοδο από την Ε.Ε., αν και ορισμένοι οικονομολόγοι διαφωνούν.