![](https://www.kathimerini.com.cy/assets/modules/wnp/articles/202502/548171/images/b_ekt-5.jpg)
Kathimerini.gr
Προκειμένου να θωρακιστεί η ποιότητα ζωής των Ευρωπαίων και η ασφάλειά τους, απαιτείται ταχύτερη ανάπτυξη, τόνισαν πρόσφατα η επικεφαλής της Κομισιόν αλλά και η επικεφαλής της ΕΚΤ. Από πού όμως μπορεί να έρθει αυτή η ανάπτυξη; Σύμφωνα με τον Economist, ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνάει και δεν είναι πια τόσο καινοτόμος, επιβαρύνοντας την παραγωγικότητα. Η παγκόσμια οικονομία δεν δείχνει διατεθειμένη να στηρίξει την εξαγωγική προσέγγιση της Ευρώπης. Οι επενδύσεις απαιτούν εμπιστοσύνη στο μέλλον. Οι καταναλωτές είναι επιφυλακτικοί και πολλοί προτιμούν να κρατούν τα χρήματά τους στην τράπεζα. Η ΕΚΤ έχει πέσει «με τα μούτρα» στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και οι κυβερνήσεις αποφεύγουν τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις, φοβούμενες για αντιδράσεις. Ετσι, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι ακόμα και οι αισιόδοξες προβλέψεις για φέτος μετά βίας δείχνουν ανάπτυξη πάνω από 1%.
Η μία ιδέα είναι ότι όσο επιβραδύνεται ο πληθωρισμός, η ΕΚΤ θα μπορέσει να στηρίξει την οικονομία με χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Οι αξιωματούχοι έχουν ήδη μειώσει το επιτόκιο αναφοράς από 4% στο 2,75% και οι αγορές αναμένουν ότι θα φτάσει στο 2% φέτος, δεδομένου ότι η αύξηση των μισθών μετριάζεται και συνεπώς περιορίζονται οι πιέσεις στις επιχειρήσεις. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα κόστη συνεχίζουν να ανεβαίνουν κατά 2,5% σε ετήσια βάση. Κι επειδή οι τιμές των υπηρεσιών εξακολουθούν να τρέχουν, με ρυθμό 4%, ίσως οι ελπίδες για χαλαρότερη νομισματική πολιτική να αποδειχθούν φρούδες.
Οι αναλυτές πίστευαν ότι οι καταναλωτές θα πυροδοτήσουν την αναπτυξιακή τροχιά, όταν άρχιζαν να ανεβαίνουν οι πραγματικοί μισθοί. Τώρα που τα πακέτα αποδοχών «φουσκώνουν», αρνούνται να παίξουν τον δικό τους ρόλο. Ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Ευρωζώνη ανερχόταν περίπου στο 12% πριν από την πανδημία, όμως τελευταία φτάνει στο 15%, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε ξανά. Σύμφωνα με τον Economist, η αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας αντιστέκεται ακόμα και στους υψηλότερους μισθούς.
Η ζήτηση από το εξωτερικό δεν φαίνεται ότι θα σώσει την κατάσταση. Η Κίνα είναι αποφασισμένη να εξάγει το βιομηχανικό της πλεόνασμα στον υπόλοιπο κόσμο αντί να αγοράζει περισσότερο από την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ δεν θέλουν πια να είναι ο τελευταίος κρίκος στην καταναλωτική αλυσίδα και ενδέχεται να «σπρώξουν» περισσότερα κινεζικά αγαθά προς την Ευρώπη, υψώνοντας εμπορικά εμπόδια. Παρότι θεωρητικά οι εμπορικές συμφωνίες θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την εξαγωγική «μηχανή» της Ε.Ε., ο προστατευτισμός, με πρωτοπόρο τη Γαλλία, αποθαρρύνει την πρόοδο στη σύναψη συμμαχιών, όπως φάνηκε και από τις αντιδράσεις στη συμφωνία με τη ζώνη Mercosur.
Οι ηγέτες της Ευρώπης σκέφτονται να προσαρμόσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. για το έλλειμμα, ώστε να ξοδέψουν περισσότερα στην άμυνα και συγκεκριμένα να προστατευθούν έναντι μιας πιθανής επιθετικότητας της Ρωσίας. Η Γερμανία, μία από τις πιο οικονομικά συνετές χώρες, οφείλει να επενδύσει και έχει τα χρήματα, τα οποία η επόμενη κυβέρνηση ενδέχεται να χρησιμοποιήσει μετά τις επικείμενες εκλογές. Συνεπώς, οι μεγαλύτερες κυβερνητικές δαπάνες θα στηρίξουν σε ένα βαθμό την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά δεν προβλέπεται να προσφέρουν μεγάλη ώθηση.
Ετσι, μένει η ζωντάνια των επιχειρήσεων. Η αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας δημιουργεί πολλές ευκαιρίες. Νέες μορφές τεχνολογίας, ιδίως η τεχνητή νοημοσύνη, αναμένουν να υιοθετηθούν. Η πράσινη επανάσταση, όπου η Ευρώπη κυριαρχεί, αποκτά υπέρμαχους ανά τον κόσμο. Αν, όμως, οι εταιρείες είναι διατεθειμένες να ξοδέψουν, το κάνουν με περίεργο τρόπο. Το ποσοστό των επενδύσεων πέφτει σταθερά από το 2019. Τώρα, οι προστατευτικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να πείσουν εξαγωγικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στις ΗΠΑ αντί να εξερευνήσουν άλλες προοπτικές.