Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ανακοίνωσε ότι θα στηρίξει ουσιαστικά τα υπό πίεση κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης μετά τη διεξαγωγή μη προγραμματισμένης συνεδρίασης την Πέμπτη 15 Ιουνίου. Είπε επίσης ότι θα επιταχύνει τις εργασίες του Ευρωσυστήματος για έναν νέο χρηματοοικονομικό μηχανισμό που στοχεύει στη μείωση των πιέσεων στα ομόλογα ορισμένων χωρών. Οι αγορές ομολόγων αντέδρασαν θετικά και η απόδοση μερικών κρατικών χρεών υποχώρησαν σε σεβαστές ποσοστιαίες μονάδες μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ. Όχι όμως και της Κύπρου που στις αποδόσεις τους δεν υπήρξε αντίστοιχη μεταβολή. Επί της ουσίας η εκτίναξη των αποδόσεων των ομολόγων της Ευρωζώνης και η συνεχής διεύρυνση των περιθωρίων επιτοκίου (spreads) των χωρών της περιφέρειας σε σχέση με το γερμανικό ομόλογο ανάγκασαν το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να συνεδριάσει εκτάκτως. Η ΕΚΤ αποφάσισε όπως εφαρμόσει ευελιξία στις επανεπενδύσεις των ομολόγων, που είχαν αγοραστεί στο πλαίσιο του προγράμματος αγορών ομολόγων για την πανδημία (PEPP), το οποίο τερματίστηκε τον περασμένο Μάρτιο. Ο στόχος είναι η διατήρηση της λειτουργίας του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, αποφασίστηκε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την ολοκλήρωση του σχεδιασμού ενός εργαλείου κατά του κατακερματισμού των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων, για παράδειγμα της Ελλάδας και της Ιταλίας, σημείωσαν σημαντική, όπως προαναφέρθηκε πτώση, το 10ετές της Κύπρου δεν επηρεάστηκε. Χαρακτηριστικό είναι πως, μία ημέρα πριν, την Τρίτη 14 Ιουνίου, το 10ετές της Κύπρου ανερχόταν στο 3,44%, την επομένη των ανακοινώσεων, δηλαδή την Πέμπτη 16 Ιουνίου αυξήθηκε αντί να μειωθεί, στο 3,65% και την Παρασκευή 17 Ιουνίου αυξήθηκε περαιτέρω η απόδοση, στο 3,68%. Φαίνεται για ακόμα μία φορά λοιπόν πως οι αγορές των μεγαλύτερων κρατών, όπως της Ελλάδας και της Ιταλίας, αντιδρούν πάραυτα σε θετικά νέα, ενώ η Κύπρος όχι. Τουλάχιστον όχι άμεσα και πρέπει να αναμένουμε τα μεγέθη των δύο αυτών αποφάσεων. Το νέο εργαλείο κατά του κατακερματισμού πάντως πάνω στο οποίο εργάζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρό για να σταματήσει ο πανικός της αγοράς που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα. Το κόστος δανεισμού όλων των κρατών έχει αυξηθεί επικίνδυνα, ο ιδιωτικός τομέας είναι πιο ευάλωτος και τα νέα δάνεια για επενδύσεις και κατανάλωση ακριβαίνουν.
Αναμένουμε λεπτομέρειες
Ο αναλυτής της Athlos Capital, Φάνος Βλαδιμήρου, εξήγησε στην «Κ» πως αν και η ΕΚΤ δεν προέβη σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των δυο εργαλείων, οι αγορές αντέδρασαν θετικά στο άκουσμα της ανακοίνωσης, με τις αποδόσεις στα 10ετή ομόλογα της Ελλάδας και Ιταλίας να σημειώνουν σημαντική πτώση έως 50 και 42 μονάδες βάσης αντίστοιχα. Κατά τον κ. Βλαδιμήρου, η εφαρμογή των πιο πάνω πολιτικών αναμένεται να έχει θετική επίπτωση κυρίως στις αποδόσεις των ομολόγων της περιφέρειας, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, αφού σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ΕΚΤ αναμένεται να προβαίνει σε περισσότερες αγορές ομολόγων των χωρών του νότου (από αυτές που κανονικά τους αναλογούν με βάση την κλείδα κατανομής τους), μέσω των επανεπενδύσεων του PEPP.
Για παράδειγμα, ο αναλυτής της Athlos Capital σημείωσε πως η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράζει περισσότερα κρατικά ομόλογα της Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας, Κύπρου και άλλων χωρών της περιφέρειας, μέσω κεφαλαίων που θα προκύπτουν από τις λήξεις ομολόγων της Γερμανίας και άλλων χωρών του πυρήνα που είχαν αγοραστεί στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP. Αυτό θα λειτουργούσε ως «ασπίδα» για τα spreads κυρίως των πιο χρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Καθώς δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί οι λεπτομέρειες του μέτρου, στο παρόν στάδιο δεν μπορούν να γίνουν ακριβείς εκτιμήσεις σχετικά με τα μεγέθη των αγορών ομολόγων για κάθε χώρα. «Όσον αφορά τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα», σχολίασε, «αφού η ΕΚΤ καλείται να βρει τη χρυσή τομή για το σχεδιασμό ενός μέσου για την προστασία κατά του κατακερματισμού των αποδόσεων αλλά ταυτόχρονα να μην τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, η μείωση του οποίου αποτελεί το νούμερο ένα στόχο της». Καταλήγοντας, κατά τη γνώμη του κ. Βλαδιμήρου, «είναι επιτακτική ανάγκη η ΕΚΤ να προχωρήσει το συντομότερο με περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τα δυο αυτά μέσα, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα, με αποτέλεσμα οι έντονες ρευστοποιήσεις των κρατικών ομολόγων να συνεχιστούν με όλες τις αρνητικές συνέπειες που συνεπάγονται».