ΧΟΛΓΚΕΡ ΣΜΙΕΝΤΙΝΓΚ, ΚΑΛΟΥΜ ΠΙΚΕΡΙΝΓΚ, ΣΑΛΟΜΟΝ ΦΙΝΤΛΕΡ*
Παρά το γεγονός ότι το πραγματικό ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο στο Ηνωμένο Βασίλειο διατηρήθηκε κατά 0,4% χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδά του, το ονομαστικό ΑΕΠ αποδείχθηκε σχεδόν 10% υψηλότερο. Η μεγάλη απόκλιση καταδεικνύει και τα εμπόδια που η Τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΑ) αντιμετωπίζει. Ακόμη κι αν τα σοβαρά προβλήματα της Βρετανίας εδράζονται στην πλευρά της προσφοράς, η τράπεζα ούτως ή άλλως θα πρέπει να κινητοποιηθεί για να μειώσει τον κίνδυνο να εμπεδωθεί ο υψηλός πληθωρισμός. Υπό συνθήκες ανελαστικής αγοράς εργασίας, ο κίνδυνος ενός δεύτερου γύρου πληθωρισμού υπέβοσκε καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυξάνοντας τα επιτόκια και συσφίγγοντας τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, η ΤτΑ αποδυναμώνει ντε φάκτο τη ζήτηση, ώστε να αντισταθμίσει τα κωλύματα στην αλυσίδα τροφοδοσίας. Κι ενώ πλησιάζει μάλλον το σημείο που θα διακόψει τον κύκλο των αυξήσεων, ενδεχομένως και τον Δεκέμβριο, η υφιστάμενη οικονομική κατάσταση πιθανολογείται πως θα εκτραχυνθεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Κι αυτό διότι ο καθυστερημένος αντίκτυπος από τις αυξήσεις επιτοκίων, αρχής γενομένης από πέρυσι τον Δεκέμβριο, σταδιακά αποτυπώνεται στην οικονομία.
Το τρίτο τρίμηνο, επίσης, οι κεφαλαιακές επενδύσεις των μη εισηγμένων βρετανικών επιχειρήσεων ελαττώθηκαν κατά 0,5%. Η συγκεκριμένη αποδυνάμωση ακολουθεί την τάση, η οποία εμμένει και παραμένει ορατή αφ’ ης στιγμής το Ηνωμένο Βασίλειο υπερψήφισε την έξοδό του από την Ε.Ε., τον Ιούνιο του 2016. Εν συγκρίσει με την τάση προ του δημοψηφίσματος, οι εταιρικές επενδύσεις μειώθηκαν 36%. Κι ενώ συνολικά το πραγματικό ΑΕΠ έχει ανακάμψει σε μεγάλο βαθμό από την πανδημία, οι εταιρικές επενδύσεις παραμένουν 8% χαμηλότερα από τα επίπεδα του τελευταίου τριμήνου του 2019. Ένας μείζων παράγοντας προβληματισμού παραμένει η αβεβαιότητα ως απόρροια της εξόδου της χώρας από την Ε.Ε. Αναφορές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. βρίσκονται κοντά σε αμοιβαία ικανοποιητική λύση για να αντιμετωπισθούν οι διαμαρτυρίες του πρώτου σχετικά με το πρωτόκολλο των συνόρων της Ιρλανδίας, δίνουν ελπίδες ότι τα πράγματα μπορεί και να καλυτερεύσουν. Δεν ανησυχούμε πολύ, όπως ορισμένοι σχολιαστές, σχετικά με το ότι η περαιτέρω σύσφιγξη στο κόστος δανεισμού θα πλήξει ακόμη περισσότερο τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ακολούθησαν χρόνια λιτότητας από το 2010 έως το 2016, ωστόσο οι εταιρικές επενδύσεις ενισχύθηκαν σχεδόν 40%. Δεδομένου ότι η δημοσιονομική πειθαρχία ενδεχομένως να συνδράμει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων και του πληθωρισμού, θα μπορούσε να παρακινήσει τις επιχειρήσεις να αναλάβουν επενδυτικό ρίσκο.
* Οι κ. Χόλγκερ Σμίεντινγκ, Κάλουμ Πίκερινγκ και Σάλομον Φίντλερ είναι οικονομολόγοι της Berenberg Bank.