Kathimerini.gr
ΚΑΛΟΥΜ ΠΙΚΕΡΙΝΓΚ*
Η στροφή 180 μοιρών της Βρετανίδας πρωθυπουργού Λιζ Τρας είναι πολύ ταπεινωτική για την ίδια, δεδομένου ότι στήριξε την εκστρατεία της σε εξαγγελίες υπέρ της ανάπτυξης και των επιχειρήσεων. Αυτή τη στιγμή κινείται σε ταραχώδη νερά, ενώ η απομάκρυνση του Κουάσι Κουαρτένγκ, με μόλις ενός μηνός θητεία, δείχνει να είναι πολύ πιο άσχημη για εκείνην παρά για τον τέως υπουργό Οικονομικών. Παρά το γεγονός ότι εκείνος εμπνεύστηκε τις πολιτικές τού μίνι προϋπολογισμού, δεν παύει το οικονομικό όραμα να είναι δικό της. Δεν είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πως η Λιζ Τρας, της οποίας η προσωπική εντολή δέχθηκε καίριο πλήγμα, μπορεί να εξακολουθήσει επί μακρόν να ασκεί τα πρωθυπουργικά της καθήκοντα. Δεν θα εκπλαγούμε εάν οι Συντηρητικοί βουλευτές την πιέσουν μέσα στις επόμενες ημέρες να παραιτηθεί. Απομένουν ακόμη δύο χρόνια μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2024, οπότε ίσως το Κόμμα των Συντηρητικών να αποφασίσει ότι για να διατηρηθεί στην εξουσία, θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει με νέο ηγέτη. Αυτό θα ήταν θετική εξέλιξη για τις αγορές; Πιθανώς ναι, διότι οι αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων, αφ’ ης στιγμής παρουσιάστηκε ο μίνι προϋπολογισμός στις 23 Σεπτεμβρίου, ακολουθούσαν μια ξέφρενη πορεία. Οι ανησυχίες για τον πληθωριστικό αντίκτυπο των προτεινόμενων φοροαπαλλαγών ήταν και ο λόγος που προκλήθηκε η αρχική εκτίναξη των ομολογιακών αποδόσεων.
Παρά ταύτα, αυτό οδήγησε σε μια αυτοεκπληρούμενη δυναμική, αφότου τα συνταξιοδοτικά ταμεία υποχρεώθηκαν να πωλήσουν κρατικά ομόλογα για να συγκεντρώσουν εγγυητικά κεφάλαια. Επιδιώκοντας να προλάβει μαζικές και απέλπιδες πωλήσεις στην αγορά χονδρικής, η Τράπεζα της Αγγλίας αναγκάστηκε να παρέμβει με γενναιόδωρα μέτρα ρευστότητας και να εμποδίσει μια ανεπιθύμητη άνοδο στις αποδόσεις των ομολόγων αναφοράς. Κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά ευρύτερα για την οικονομία της χώρας και ενδεχομένως για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτήν την εβδομάδα η κατάσταση είχε αρχίσει να βελτιώνεται, ενόσω κυκλοφορούσαν φήμες για τη σημαντική μεταστροφή της κυβέρνησης. Αν και οι προοπτικές της οικονομικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου παραμένουν αβέβαιες, η απόφαση να περισταλούν τα σχέδια δημόσιου δανεισμού και να δοθεί η αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών σε πιο σίγουρα χέρια, όπως αυτά του Τζέρεμι Χαντ, ίσως να αποκλιμακώσουν τις αποδόσεις των ομολόγων και να αποσυμπιέσουν τις αγορές. Παράλληλα, υποχωρούν και οι πιέσεις προς την Τράπεζα της Αγγλίας, κι ενώ αρχικά οι αγορές προσδοκούσαν αύξηση επιτοκίων 150 μονάδων βάσης μετά την ανακοίνωση του μίνι προϋπολογισμού, σήμερα κάνουν λόγο για 100 μ.β. στη συνεδρίαση της 3ης Νοεμβρίου και 90 μ.β. στις 15 Δεκεμβρίου.
* Ο κ. Κάλουμ Πίκερινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.