Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Ζήτημα ωρών είναι η ανακοίνωση της αύξησης στο βασικό επιτόκιο του ευρώ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καθώς την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φθινοπωρινή σύνοδος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία πιθανότατα θα αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 50 - 75 μονάδες βάσης με στόχο την αντιμετώπιση των πληθωριστικών τάσεων. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η επιτοκιακή αύξηση θα είναι των 50 μονάδων βάσης, ενώ αναλυτές στις τελευταίες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν πως η αύξηση θα είναι της τάξης των 75 μονάδων βάσης. Ο «νομισματικός χάρτης» για το υπόλοιπο του 2022 έχει δοθεί και από εδώ και πέρα όσοι δανειολήπτες έχουν λάβει δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο θα βιώσουν μια αύξηση στο κόστος δανεισμού τους, αφού το Euribor έχει περάσει «για τα καλά» σε θετικό έδαφος.
Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έπειτα αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση, κατά την οποία ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός και η οικονομία επιβραδύνεται.
Οι δανειολήπτες αναμένεται να πληρώνουν περισσότερους τόκους όσοι κυρίως έχουν δανεισμό σε Euribor, που σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και την ακρίβεια θα δυσκολέψουν τα νοικοκυριά. Την ίδια ώρα, ένα άλλο πρόβλημα δημιουργείται. Και τούτο είναι η αποθάρρυνση του δανειολήπτη να δανειστεί ξανά, αφού με τα υφιστάμενα δεδομένα όσα νέα δάνεια δοθούν θα είναι ακριβότερα.
Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ τον Ιούλιο του 2022 ήταν κομβική, αφού έδωσε ένα τέλος στα αρνητικά επιτόκια με την επιτοκιακή αύξηση των 50 μονάδων βάσης, δημιουργώντας ένα εργαλείο για τις υπερχρεωμένες χώρες όπως Ιταλία και Ελλάδα. Το «Εργαλείο Προστασίας Μετάδοσης» της νομισματικής ροής (Transmission Protection Instrument - TPI) είναι ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά χώρα, το οποίο αποσκοπεί στην αντιμετώπιση αδικαιολόγητων πιέσεων στις αποδόσεις των ομολόγων μεμονωμένων χωρών μελών, οι οποίες δεν δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά τους μεγέθη, και στην αποτροπή σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ των επιτοκίων στην Ευρωζώνη.
Γιατί το κάνει η ΕΚΤ
Οι εκτιμήσεις θέλουν μέχρι το Μάρτη του 2023 τα επιτόκια να έχουν φτάσει τουλάχιστον στο 1,25%, άρα και μετά το Σεπτέμβρη να ακολουθήσει και άλλη αύξηση επιτοκίων. Έτσι έχει χαράξει η ΕΚΤ τη νομισματική της πολιτική. Σύμφωνα με το επίσημο δελτίο της ΕΚΤ, η εντολή που της έχει ανατεθεί είναι να διατηρεί τις τιμές σταθερές. Όταν οι τιμές στην οικονομία αυξάνονται υπερβολικά γρήγορα –δηλαδή όταν ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός– η αύξηση των επιτοκίων βοηθά να τον επαναφέρει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Η ΕΚΤ τονίζει πως ο πληθωρισμός επιβαρύνει τους πολίτες και πολλοί ανησυχούν ότι θα γίνει μόνιμο φαινόμενο. Προσθέτει ότι παρακολουθούνται αυτές οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό και γι’ αυτό αποφάσισε τον Ιούλιο να αυξήσει τα επιτόκια. «Για να δείξουμε ότι δεν θα αφήσουμε τον πληθωρισμό να παραμείνει πάνω από το 2% και έτσι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα παραμείνουν υπό έλεγχο», τονίζει χαρακτηριστικά στο δελτίο της. Η ΕΚΤ, στο δελτίο της, αναφέρει πως από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και έπειτα αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση κατά την οποία ο πληθωρισμός είναι υπερβολικά υψηλός και η οικονομία επιβραδύνεται. Οι τιμές έχουν αυξηθεί πολύ λόγω του πολέμου, ιδίως όσον αφορά την ενέργεια και τα τρόφιμα, ενώ παράλληλα πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται περισσότερο να εξασφαλίσουν τα υλικά, τα ανταλλακτικά και τους εργαζομένους που χρειάζονται για την παραγωγή, και αυτό επιτείνει τα προβλήματα που είχε προκαλέσει η πανδημία.
Αυστηρά κριτήρια
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών της Κύπρου η όρεξη για νέο δανεισμό δεν έχει καμφθεί. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (ΚΤΚ), ωστόσο, σε έρευνά της για τα κριτήρια χορήγησης και ζήτησης δανείων, καταγράφει μειώσεις. Σύμφωνα με την έρευνα της ΚΤΚ, το δεύτερο τρίμηνο του 2022, τα κριτήρια χορήγησης δανείων2 τόσο προς επιχειρήσεις όσο και για όλες τις κατηγορίες δανείων προς νοικοκυριά έγιναν αυστηρότερα σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Οι τράπεζες υπέδειξαν την αυξημένη αντίληψη κινδύνου σε σχέση με τη γενική οικονομική κατάσταση, τις προοπτικές της αγοράς κατοικίας και τη φερεγγυότητα των δανειοληπτών, ως τον κύριο παράγοντα για την υιοθέτηση αυστηρότερων κριτηρίων χορήγησης δανείων. Επιπρόσθετα, στην αυστηροποίηση των κριτηρίων χορήγησης επιχειρηματικών δανείων συνέβαλε και η μειωμένη ανοχή τους στον κίνδυνο. Για το τρίτο τρίμηνο του 2022, οι τράπεζες αναμένουν αυστηρότερα κριτήρια χορήγησης δανείων στην Κύπρο για όλες τις κατηγορίες δανείων, ενδεχομένως λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και της αυξημένης αβεβαιότητας για το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
Από πλευράς ζήτησης, η καθαρή ζήτηση δανείων στην Κύπρο από επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022 κατέγραψε μείωση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Σύμφωνα με την Κεντρική, η μείωση της ζήτησης επιχειρηματικών δανείων αποδίδεται στη μειωμένη ζήτηση για χρηματοδότηση πάγιων επενδύσεων, συγχωνεύσεων ή εξαγορών και αναδιαρθρώσεων επιχειρήσεων, για αναδιαρθρώσεις χρεών καθώς και στο γενικό επίπεδο επιτοκίων. Ενδεχομένως, οι επιχειρήσεις αποφάσισαν να αναβάλουν τα επενδυτικά τους σχέδια λόγω της αβεβαιότητας των γεωπολιτικών εξελίξεων και των οικονομικών τους συνεπειών. Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι καταγράφηκε αυξημένη ζήτηση επιχειρηματικών δανείων για αποθέματα και κεφάλαια κίνησης, η οποία πιθανόν να σχετίζεται με την άνοδο των τιμών ενέργειας και πρώτων υλών και τις συνεχιζόμενες διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού.
Μειώνεται η όρεξη για στεγαστικά
Η καθαρή ζήτηση για στεγαστικά δάνεια από νοικοκυριά κατέγραψε μεγαλύτερη μείωση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022 σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, παρά τις προσδοκίες για αμετάβλητη ζήτηση σύμφωνα με την έρευνα του προηγούμενου τριμήνου. Η μείωση αυτή αντανακλά τη λήξη του κυβερνητικού σχεδίου επιδότησης επιτοκίων για νέα στεγαστικά δάνεια στις 31 Δεκεμβρίου 2021 και τον προεφοδιασμό της ζήτησης το τέταρτο τρίμηνο του 2021, την κλιμάκωση των γεγονότων στην Ουκρανία καθώς και τη μείωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Σύμφωνα με τις προσδοκίες των τραπεζών για το τρίτο τρίμηνο του 2022, η καθαρή ζήτηση δανείων στην Κύπρο αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, τόσο από επιχειρήσεις όσο και για όλες τις κατηγορίες δανείων από νοικοκυριά.